Air (2023)

Σκηνοθεσία: Μπεν Άφλεκ

Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Μπεν Άφλεκ, Βαϊόλα Ντέιβις, Τζέισον Μπέιτμαν, Κρις Μεσίνα, Κρις Τάκερ

Διάρκεια: 112′

To Air κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του από την πρώτη κιόλας στιγμή μέσα από έναν καταιγισμό από vintage τηλεοπτικά, διαφημιστικά, αθλητικά και καλλιτεχνικά στιγμιότυπα των 80s, τα οποία αναπλάθουν μια -κατά βάση επινοημένη- εποχή feelgood ευμάρειας και χαρωπής ανεμελιάς. Ο Ψυχρός Πόλεμος έχει ήδη κριθεί, η Αμερική έχει αναδιπλωθεί στο εσωτερικό της, ο συντηρητισμός της ρηγκανικής περιόδου θα μείνει επιμελώς μακριά από τη βιτρίνα και η μόνη αυτονόητη αλήθεια είναι ότι η βαριά βιομηχανία ονείρων δουλεύει υπερωρίες. Για να έρθουν όμως στο προσκήνιο τα αστραφτερά είδωλα και οι συνοδευτικοί τους μύθοι, πρέπει να σηκώσουν τα μανίκια οι ταπεινοί σκαπανείς που θα εντοπίσουν το κρυμμένο μεγαλείο εκεί όπου όλοι οι υπόλοιποι βλέπουν μονάχα τα προφανή. Μια αμερικανική ιστορία αποθέωσης, διαχρονική και επαναλαμβανόμενη, παλιά όσο και ο Νέος Κόσμος. 

Ένας από αυτούς τους αθέατους ανιχνευτές είναι και ο Σάνι Βακάρο της Nike (ο Ματ Ντέιμον, όπως πάντα, στην κατάλληλη τονικότητα του ρόλου), ένας τροφαντός μεσήλικας δίχως ερωτική ή οικογενειακή ζωή, αλλά με πάθος για τα καζίνο, που έχει μετατρέψει το μπάσκετ σε πυλώνα της ύπαρξής του. Το 1984, όπως μας πληροφορεί η ταινία, η Nike είχε καπαρώσει την κορυφή στα παπούτσια για τρέξιμο, ήταν όμως ο φτωχός συγγενής στην αντίστοιχη αγορά του μπάσκετ, πίσω από τους δίδυμους πύργους της Adidas και της Converse. Ο Βακάρο, ως εραστής του τζόγου που σέβεται τον εαυτό του, είναι διατεθειμένος να ποντάρει ολόκληρο το μπάτζετ που έχει στη διάθεσή του, μαζί με τη δική του καριέρα και το μέλλον (του μπασκετικού τμήματος) της εταιρείας, σε ένα και μόνο άλογο της κούρσας, το οποίο δεν είναι καν το μεγάλο φαβορί. 

Διότι όσο και να φαντάζει εξωπραγματικό με βάση τα όσα ακολούθησαν, ο Μάικλ Τζόρνταν δεν κουβαλούσε το πρόσημο του εκλεκτού προτού ξεκινήσει την καριέρα του στο NBA. Προφανώς και είχε ξεχωρίσει, είχε μάλιστα γίνει διάσημος σε ολόκληρη τη χώρα χάρη στο νικητήριο καλάθι που οδήγησε το North Carolina στον πανεπιστημιακό τίτλο, τίποτα όμως και (σχεδόν) κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει το σοκ και δέος που θα προκαλούσε στον μπασκετικό, αλλά και σε ολόκληρο τον αθλητικό, κόσμο. Διόλου τυχαία, σε μια δόση περιπαικτικής ειρωνείας, βλέπουμε αρχικά τον ήρωα του Ντέιμον να ξοδεύει ασκόπως και αλόγιστα τα χρήματά του στα ζάρια και στη ρουλέτα με μουσική υπόκρουση το «Money for Nothing» των Dire Straits. Σε αυτόν τον κόσμο, τα λεφτά αλλάζουν χέρια σαν πετσετάκια, αγοράζουν αδρεναλίνη και συγκινήσεις, υπηρετούν τη λογική τού όλα ή τίποτα δίχως δεύτερες σκέψεις ή ενδοιασμούς. 

Το Air του Μπεν Άφλεκ (που κρατά για τον ίδιο και τον πιο αβανταδόρικο δεύτερο ρόλο της ταινίας) είναι προικισμένο με ραφιναρισμένους διαλόγους, γραμμένους σχεδόν στην εντέλεια για τον στόχο που εξυπηρετούν, σπιντάτη σκηνοθεσία, καλοζυγισμένο χιούμορ και μια αβίαστη αίσθηση ρυθμού, ταιριαστή με την ανέφελη και εξιδανικευμένη ιστορία που ξεδιπλώνει. Και μακιγιάρει ένα corporate success story μεγατόνων σε μια κεφάτη περιπέτεια αθλητικού μάρκετινγκ, όπου όλοι οι ανδρικοί ήρωες θυμίζουν αγόρια που αρνούνται να ενηλικιωθούν και μετατρέπουν σε χαβαλεδιάρικο παιχνίδι μια δουλειά που είναι ταυτόχρονα πιο σημαντική και λιγότερο σημαντική απ’ όσο βαυκαλίζεται. 

Στον αντίποδα των corporate boys συναντούμε τη Βαϊόλα Ντέιβις, στο στοιχείο της και σε έναν ρόλο εύκολο για τα κυβικά της, ως μαμά Τζόρνταν, κεφαλή μιας μητριαρχικής οικογένειας, τελικός κριτής για το πολλά υποσχόμενο μέλλον του κανακάρη της, μα πάνω απ’ όλα αληθινός κέρβερος στις επιχειρηματικές διαπραγματεύσεις.  Όσο για το βασικό τιμώμενο πρόσωπο, ο Άφλεκ επιλέγει ευφυώς να τον αφήσει σταθερά και μονίμως εκτός κάδρου, σε μια έμμεση απόδοση τιμών: οι θρύλοι, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, δεν μπορούν ποτέ να στριμωχτούν στα κυβικά μιας απλής εξιστόρησης, μιας και στέκονται πιο ψηλά από τα επιμέρους γεγονότα. Ο Μάικλ Τζόρνταν εμφανίζεται στο παρκέ του Air κυρίως ως επίκληση και σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη εποχή και κοσμοθεωρία, σε σποραδικές στιγμές ως απρόσιτη φιγούρα, υπερβολική λαμπερή για να τον αντικρίσουμε κατάματα, αλλά ποτέ ως χειροπιαστός χαρακτήρας της πλοκής. 

Το Air είναι φυσικά αμερικανικό μέχρι το μεδούλι, στο καταστατικό και στην ταυτότητά του, αποπνέοντας μια θετική αύρα που ισορροπεί ανάμεσα στην εκνευριστική αφέλεια (ώρες ώρες η ταινία μοιάζει με promo παιάνα για λογαριασμό της Nike) και στον καλοδεχούμενο ρομαντισμό για τους χιλιοτραγουδισμένους και τους ατραγούδιστους ήρωες των νεανικών μας χρόνων. Από την αναγωγή ενός εταιρικού θριάμβου σε ιστορία προσωπικής δικαίωσης και εξιλέωσης, μέχρι τον νοσταλγικό φετιχισμό ενός εμπορικού ορόσημου που εξυψώνεται σε σύμβολο, το Air ονειρεύεται (ή μάλλον φαντασιώνεται) έναν κόσμο όπου η (κάθε) οικονομική αυτοκρατορία μπολιάζει τον χορό δισεκατομμυρίων με τον ανθρώπινο παράγοντα.

Πράγματι, η συμφωνία του Τζόρνταν με τη Nike άλλαξε ριζικά το τοπίο για τους επαγγελματίες αθλητές στις ΗΠΑ, οι οποίοι απέκτησαν μερίδιο πρωταγωνιστή αντί να αρκούνται στον ρόλο της κότας με τα χρυσά αυγά για αμέτρητους μεσάζοντες και ενδιάμεσους, σε μια εξέλιξη αληθινά επαναστατική, σύμφωνα τουλάχιστον με τον αμερικανικό ορισμό του υγιούς φιλελευθερισμού. Την ίδια στιγμή, φυσικά, οι αθλητές βρέθηκαν (κι αυτοί) να ενσαρκώνουν τη δομική παράνοια ενός γυάλινου κόσμου που ζει, κινείται και αναπνέει σε μια σφαίρα που δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αληθινή ζωή και την εργασιακή πραγματικότητα, εισπράττοντας (ενεργητικές και παθητικές) αμοιβές που είναι κατά κυριολεξία ανυπολόγιστες από το μυαλό ενός καθημερινού ανθρώπου. 

Το Air, όπως είναι μάλλον εύκολα αντιληπτό, αποφεύγει τις παρτίδες με τη σκοτεινή πλευρά του παιχνιδιού και συμπυκνώνει τη σκωπτική του διάθεση στα παθιασμένα λόγια του Σάνι Βακάρο στον νεανία Τζόρνταν. Τα είδωλα δεν κατασκευάζονται απλώς ερήμην του κοινού, αλλά και ερήμην των ίδιων των πρωταγωνιστών, οι οποίοι βρίσκονται ξάφνου υποχρεωμένοι να χωρέσουν στο ξένο κουστούμι του αλάθητου ήρωα. Κι αν αντέξουν τους κραδασμούς της προδιαγεγραμμένης αποδόμησης (που είναι απαράβατος κανόνας του παιχνιδιού), θα καταλήξουν (ανεδαφικό) παράδειγμα μίμησης, πηγή έμπνευσης και Μίδες της σύγχρονης εποχής. Συμπτωματικά ή μη, το Air είναι η πρώτη (και μάλλον ταιριαστή) ταινία της νεοσύστατης εταιρείας παραγωγής Artists Equity, την οποία ίδρυσε το δίδυμο των κολλητών Άφλεκ-Ντέιμον, με σκοπό τις δικαιότερες αμοιβές στους πιο αφανείς κλάδους της κινηματογραφικής διαδικασίας. «Υπάρχουν καλύτερες business και τις θέλουμε», φωνάζουν ο Μπεν κι ο Ματ και ποιοι είμαστε εμείς για να τους φέρουμε αντίρρηση. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑