Σκηνοθεσία: Φρεντερίκ Τελιέ
Πρωταγωνιστούν: Ραφαέλ Περσονάζ, Ανταμά Νιανέ, Ναταλί Μπαγιέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Τιερί Νουβίκ
Διάρκεια: 120
Έτος παραγωγής: 2014
Κάποιοι πιστεύουν πως το αμερικάνικο σινεμά είναι το σινεμά της λυσιτέλειας, του happy end. Αυτό πιθανόν προκύπτει από πλημμελή γνώση του και συνήθως αποτελεί και μια κατηγορία εναντίον του. Το λέμε απλοϊκό – και ξενοιάζουμε. Φυσικά τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Το αστυνομικό φιλμ της εμμονής, που είναι το L’ Affaire SK1, μπορεί να έχει το αμερικάνικο έκδοχό του στο Zodiac (μια φανατικά απεγνωσμένη ταινία πάνω στο – ατομικιστικό; – μάταιο) αλλά μπορεί και να βρει την «παλαιοευρωπαϊκή» δόξα του εδώ, σ’ ένα φιλμ που πατάει ίδιες νότες και βγάζει εντελώς διαφορετική μουσική. Η μουσική του κινηματογραφικού ντεμπούτου του Φρεντερίκ Τελιέ περιέχει κάτι που ο ψυχισμός του αμερικάνικου σινεμά δεν συνηθίζει (την συλλογικότητα) και πολεμά να της επιδώσει μια απώτερη αισιοδοξία (απώτερη, γιατί το έργο είναι γενικώς ζωσμένο θλιμμένο σκότος) ανθρωπισμού, πίστης και δικαιοσύνης.
Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που στην διαφωτισμένη Ευρώπη δεν έχει εκλείψει. Οι Αμερικάνοι μπορεί να έφεραν τον αναγκαίο ρεαλισμό της γκρίζας ζώνης, του καλού που δεν είναι τόσο καλός, του κακού που δεν είναι τόσο κακός, η διανοούμενη (;) επιμονή τους όμως στον πεσσιμισμό (που κάποιοι εξακολουθούμε να ερμηνεύουμε ακόμα και ως ρομαντισμό) έχει μπερδέψει, προβληματικά ίσως, το όρια του Καλού με το Κακό. Η διαφωτισμένη Ευρώπη, και όλοι μας στ΄αλήθεια, ιδίως αν παραμένει ψήγμα ενδιαφέροντος για μια κάποια καλυτέρευση, προτιμά κάποιες φορές να επισημάνει πως το Κακό μπορεί να μην είναι τερατώδες μα ανθρώπινο (το βασικό ερωτηματικό θέμα από τον μαλικικό επίτιτλο αρχής του έργου) αλλά εξακολουθεί να του οφείλεται ονοματισμός και καταδίκη.
Συνέπεια αυτού είναι το έξοχο L’ Affaire, ένα έργο λιγότερο διαδικασιακό απ’ όσο τα ομόθυμά του και περισσότερο αφοσιωμένο στην εσωτερική ψυχολογική μάχη του καλού ανθρώπου (ο Αστυνομικός, στην σωστή μορφή του, την ερευνητική και άτεγκτη στον αγώνα να βρει τη ρίζα του κακού) να μην αλωθεί από την διασπειρόμενη ματαιότητα που εκλύεται από το διαφεύγον, εξακολουθητικό κακό.
Το ότι ο Τελιέ επιτυγχάνει, μεθοδικά, υπομονετικά και αταλάντευτα (όπως ο συλλογικός του ήρωας) να παρουσιάσει την ελπίδα υπεροχής του καλού ταυτόχρονα με την τρανή επισήμανση της ανθρωπιάς του εγκληματικού, δεν έχει αποτέλεσμα μόνο ένα ιδεολογικά κραταιό έργο, ούτε μοναχά μια συνεκτική, σχεδόν εντυπωσιακή κινηματογραφία. Νευραλγικά, επιτυγχάνει σε σχεδόν άπταιστο επίπεδο την οφειλόμενη πολιτική διαλεκτική ημών, που αντί να αιματοκυλιζόμαστε σε πρώτη ευκαιρία, υποχρεούμαστε να λογαριάζουμε αμφίπλευρα, να είμαστε ψύχραιμοι στα συμπεράσματά μας, συγκρατημένοι στην επίκριση και την καταδίκη «των άλλων» αλλά και ακλυδώνιστα προσηλωμένοι στο καλό και την επικράτησή του.
Κι έτσι θα χάσουμε βέβαια (πόσοι νομίζεις ασχολούνται με κάτι τέτοιο χωρίς να ακκίζουν εξυπνακίστικα την αντιλογία του μοραλισμού;), αλλά θα κρατήσει λίγο παραπάνω.