Ladri di biciclette (1948)

Σκηνοθεσία: Βιτόριο Ντε Σίκα

Παίζουν: Λαμπέρτο Ματζοράνι, Έντζο Σταϊόλα, Λιανέλα Κάρελ

Διάρκεια: 89′

Με μια πρώτη ματιά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ασήμαντη μεταφραστική αβλεψία. Κι όμως, η ελληνική απόδοση της ταινίας ως«Κλέφτης ποδηλάτων» και όχι ως «Κλέφτες ποδηλάτων», όπως επιτάσσει ο πρωτότυπος ιταλικός τίτλος, συσκοτίζει μια στοχευμένη υπόμνηση: σε αυτή την ιστορία της τσακισμένης περηφάνιας, δεν υπάρχει ένας και μόνο κλέφτης. Αντιθέτως, η αληθινή (και συνεχής) κλοπή βρίσκεται αλλού, σε όλα εκείνα που στερούν από τον άνθρωπο τη στοιχειώδη αξιοπρέπειά του. Ακόμη και με αυστηρούς όρους πλοκής πάντως να το εξετάσουμε, πέρα από την αρχική κλοπή που πυροδοτεί μια μανιασμένη περιδίνηση στην καθημαγμένη και ψυχικά σακατεμένη μεταπολεμική Ρώμη, μια δεύτερη κλοπή είναι που θα σφραγίσει αμετάκλητα το δράμα των δύο ηρώων, προσδίδοντας διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας.

Ο Κλέφτης ποδηλάτων, παρότι μια ταινία ιταλική έως το μεδούλι, βρήκε αρχικά την πρέπουσα αναγνώριση στο διεθνές στερέωμα και όχι εντός των τειχών. Κερδίζοντας το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1950 κι έχοντας ψηφιστεί από το Sight & Sound ως «η καλύτερη ταινία όλων των εποχών» το 1952, το Ladri di biciclette θεωρήθηκε η κορωνίδα και το επιστέγασμα του Ιταλικού Νεορεαλισμού, το ιδανικό κοκτέιλ από χειροπιαστή ζωή και ονειρώδη λυρισμό. Στην Ιταλία, ωστόσο, η ταινία του Βιτόριο ντε Σίκα δεχόταν επιθέσεις σωρηδόν, έχοντας αφήσει τους πάντες παραπονεμένους.

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν έξαλλη για τη σκηνή που υπονοούσε ότι τα εκκλησιαστικά συσσίτια προορίζονταν όχι για τους φτωχούς γενικότερα, αλλά μόνο για τους εκκλησιαζόμενους. Η ιταλική κυβέρνηση είχε εξοργιστεί με τη μελανή και απαισιόδοξη απεικόνιση της μεταπολεμικής Ιταλίας. Η ιντελιγκέντσια της ιταλικής Αριστεράς δεν μπορούσε να συγχωρήσει στον σεναριογράφο Τσέζαρε Τσαβατίνι (που ήταν μάλιστα και μέλος του ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος) τις αποκλίσεις από τον ορθόδοξο Μαρξισμό. Και η μακρά λίστα δεν τελειώνει καν εδώ.

Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι, συγγραφέας του ομότιτλου βιβλίου από το οποίο άντλησε έμπνευση ο Τσαβατίνι, είχε πικραθεί από τις αλλαγές στην πλοκή (στο βιβλίο ο κεντρικός ήρωας ανήκει στην αστική τάξη και η αναζήτηση του κλεμμένου ποδηλάτου τον οδηγεί σε φτωχογειτονιές στις οποίες δεν είχε βρεθεί ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή). Τέλος, οι κύκλοι των διανοούμενων του Ιταλικού Νεορεαλισμού κατηγορούσαν ευθέως τον Ντε Σίκα για μιμητισμό του Τσάρλι Τσάπλιν (φυσικά, ο Ντε Σίκα δεν αρνήθηκε ποτέ πως το τελικό πλάνο της ταινίας αποτελεί φόρο τιμής στον Τσάπλιν).

Η Ρώμη του Ladri di biciclette, ένας τόπος θαρρείς μολυσμένος από την ανέχεια, την κατήφεια και τη φτώχεια, μοιάζει με δαιδαλώδη λαβύρινθο: όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε αδιέξοδα, ενώ ακόμη και η ανοιχτωσιά είναι μονίμως καπελωμένη από έναν χαμηλοτάβανο ουρανό. Μια ατελείωτη πανσπερμία από ήχους, βουητά, ξεφωνητά, χάχανα, κλάματα, κόρνες, ένα μόνιμο στρίμωγμα σε δρόμους παστωμένους από φτωχοδιάβολους, ζητιάνους, κλέφτες, πόρνες, βιολαπαιστές και απατεώνες, αγίους και σατανάδες που βλέπουν τον χρόνο να γλιστρά από τα χέρια σε πεζοδρόμια, πλατείες, καταγώγια, γέφυρες και ταβέρνες. Μέσα σε αυτό το ατελείωτο ποδοβολητό και την ανθρωποπλημμύρα, το κλεμμένο ποδήλατο εύλογα μοιάζει με ψύλλο στ’ άχυρα. Παρόλα αυτά, ο Ντε Σίκα μάς παρασέρνει ολόψυχα στο κυνήγι μιας απιθανότητας. Ξέπνoοι και λαχανιασμένοι, βυθιζόμαστε στην πανσπερμία της Ρώμης, γινόμαστε ένα με το βάσανο του ήρωα, βιώνουμε το κλεμμένο ποδήλατο ως ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.

Ο Αντόνιο Ρίτσι, ένας άνεργος οικογενειάρχης και πατέρας δύο παιδιών, έχει μόλις βρει δουλειά ως αφισοκολλητής και πετάει στα ουράνια. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, δίχως λόγια και μέσα από δυο-τρεις εικόνες, έχουμε μάθει ό,τι χρειάζεται να ξέρουμε για την τραγική του κατάσταση. Τα κλινοσκεπάσματα της οικογένειας θα του επιτρέψουν να επανακτήσει το ποδήλατό του -απαραίτητο εργαλείο για τη νέα του δουλειά- το οποίο είχε περάσει προσωρινά στα χέρια του ενεχυροδανειστή. Όσο για τα σεντόνια του σπιτικού θα στοιβαχτούν σε ένα ράφι, παρέα με άλλα οικογενειακά κειμήλια και ταπεινά τιμαλφή. Όπως είναι φανερό, μια ολόκληρη στρατιά από καταφρονεμένους καταφεύγει σε ανάλογες λύσεις, ξεπουλώντας ό,τι μπορεί να ξεπουληθεί. Καθώς ο Αντόνιο ξεχύνεται στους δρόμους με χαρά η αφίσα της Ρίτα Χέιγουορθ στο πίσω φόντο λειτουργεί ως υπόγειος σαρκασμός: σε αυτόν τον κόσμο, τα άπιαστα όνειρα και η σκληρή πραγματικότητα συνυπάρχουν σε κάθε γωνιά, η απρόσιτη ομορφιά και η καθημερινή ασχήμια περπατάνε χέρι χέρι.

Η ψευδαίσθηση αισιοδοξίας θα διαρκέσει φυσικά ελάχιστα, όπως μας έχει προαναγγείλει και ο τίτλος. Ωστόσο, σε αυτή την απελπισμένη καταβύθιση σε μια σαραβαλιασμένη και ανοχύρωτη (νεορεαλιστικό inside joke) πόλη, ο Αντόνιο δεν είναι ολότελα μόνος. Ο μικρός του γιος, ύστατο ανάχωμα απέναντι στην ιδιοτέλεια ενός σκληρού κόσμου, λειτουργεί πάντα υποστηρικτικά και ποτέ επικριτικά. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ξεπροβάλλει το ακόμη βαθύτερο δράμα, όταν η παράνοια της εξαθλίωσης θέτει τα πάντα -ακόμη και εκείνα που μετρούν όσο τίποτα άλλο- σε δεύτερη μοίρα. Σε μια εκπληκτική σκηνή, ο Αντόνιο, που έχει (ξε)χάσει τον γιο του κυνηγώντας το ποδήλατο, τρομοκρατείται στιγμιαία όταν ακούει ότι ένα παιδί έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε.

Σοκαρισμένος από τις τύψεις και τον φόβο, ο Αντόνιο αποφασίζει να προσφέρει στους δυο τους ένα μικρό διάλειμμα ζωής και γέλιου. Ο Ντε Σίκα, επιστρατεύοντας την πιο γλυκιά απλότητα, χτίζει μια μικρή εσοχή που προσφέρει καταφύγιο από το συνεχές βάσανο. Ένα ταπεινό γεύμα σε μια πιτσαρία, το πατρικό καμάρι για την πρώτη γουλιά κρασί του κανακάρη, το μικρό αγόρι που κοροϊδεύει τα χορτάτα και καλοζωισμένα παιδιά στα γύρω τραπέζια. Μια μικρή και πρόσκαιρη ανακούφιση πριν το σπαρακτικό φινάλε. Εκεί όπου η ασύγκριτη βία της αναξιοπρέπειας και της διαπόμπευσης συναντούν μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές πατέρα-γιου στην ιστορία του σινεμά. Ένα σφίξιμο χεριού που χωρά μέσα του ολόκληρο τον κόσμο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑