Reviews Mια ξεχωριστή μέρα (Una giornata particolare, 1977)

20 Σεπτεμβρίου 2023 |

0

Mια ξεχωριστή μέρα (Una giornata particolare, 1977)

Σκηνοθεσία: Ετόρε Σκόλα

Παίζουν: Μαρτσέλο Μαστροϊάνι, Σοφία Λόρεν

Διάρκεια: 106′

Στη διάρκεια μιας και μόνο ημέρας, δύο μοναχικοί και τσακισμένοι άνθρωποι ανακαλύπτουν ο ένας τον άλλον, γεύονται τη μάταιη ελπίδα και αμέσως μετά παραδίδονται στην αναπόφευκτη συντριβή. Πέρα από κάθε αμφιβολία, πρόκειται στ’ αλήθεια για Μια ξεχωριστή μέρα: ένα σημείο καμπής, εκεί όπου η συλλογική πλάνη και η τυφλή υποταγή συγκρούονται με την προσωπική τραγωδία που βιώνουν δύο ψυχές που έχουν στερηθεί κάθε αξιοπρέπεια και προσωπική βούληση. Το ημερολόγιο γράφει 6 Μαΐου του 1938 και ο Χίτλερ, παρέα με τον Γιόζεφ Γκέμπελς, πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη στη Ρώμη. Ο Μπενίτο Μουσολίνι τον υποδέχεται εν χορδαίς και οργάνοις, σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα που ταιριάζει γάντι με τη φανφαρόνικη αναβίωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που επιδιώκει το φασιστικό καθεστώς.

Ο Ετόρε Σκόλα, ένας από τους σπουδαιότερους –και τους πιο λησμονημένους στις μέρες μας– σκηνοθέτες του ιταλικού σινεμά ξεκινά την ταινία του με έξι συνεχόμενα λεπτά από τα κινηματογραφικά επίκαιρα της εποχής, τα οποία μεταδίδουν τη χιτλερική επίσκεψη με στόμφο που προκαλεί ανατριχίλα. Κι ακριβώς τη στιγμή που εικάζουμε ότι θα μεταφερθούμε στην καρδιά της λαοθάλασσας που κατέκλυσε τους δρόμους, ο μεγαλοφυής Σκόλα αναδιπλώνεται και μας ταξιδεύει στην τελευταία τρύπα του ζουρνά, στο μοναδικό θαρρείς απάνεμο σημείο σε ολόκληρη τη Ρώμη εκείνο το εφιαλτικό πρωινό του Μάη.

Η Αντονιέτα (Σοφία Λόρεν), νοικοκυρά, σύζυγος και μητέρα έξι παιδιών, έχει ξυπνήσει από τα χαράματα για να φροντίσει για τους πάντες, αφήνοντας παραμελημένο μονάχα τον ίδιο της τον εαυτό. Η ομορφιά της είναι αρχοντική, αλλά κρύβει μέσα της ταλαιπώρια και παραίτηση, ενώ πίσω από το στωικό της χαμόγελο διαγράφεται μια θλίψη βουβή και ατελείωτη. Είναι, πράγματι, Una Giornata Particolare για όλο τον κόσμο γύρω της, εκτός από την ίδια, που θα μείνει πίσω για να φροντίσει το σπιτικό της, αναγκασμένη να ζήσει την πανεθνική συγκίνηση εξ αποστάσεως, με τη μεσολάβηση του ραδιοφώνου.

Σε μια σεκάνς που γδέρνει την καρδιά δίχως να απεικονίζει τίποτα το αποτρόπαιο, αντικρίζουμε τη φρίκη της ομοιομορφίας σε όλο της το μεγαλείο. Ένα πειθήνιο και χαρωπό συνονθύλευμα, με τα φασιστικά σύμβολα στο πέτο και στο μπράτσο, φορεμένα με καμάρι και περηφάνια, εξορμά για τη μεγάλη γιορτή, στάζοντας λατρεία για τον Ντούτσε από τα μάτια. Το πολύβουο συγκρότημα πολυκατοικιών, ένα γκρίζο φρούριο με οικογένειες στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη, αδειάζει κατά κύματα και βυθίζεται στη σιωπή. Σε αυτόν τον ασφυκτικό μικρόκοσμο, όπου τίποτα δεν μένει κρυφό από τα αδιάκριτα μάτια, δύο άνθρωποι βρίσκονται να επιπλέουν στο κενό.

Η Αντονιέτα, μια γυναίκα ξοδεμένη που βλέπει τη ζωή της να στραγγίζεται λίγο λίγο, απολαμβάνει μια ανέλπιστη στιγμή ιδιωτικότητας: μακριά από τις παιδικές γκρίνιες και τις συζυγικές απαιτήσεις, μακριά από το μεροδούλι-μεροφάι μιας καθημερινότητας με μηδενικές συγκινήσεις. Και μόλις το μονάκριβο κατοικίδιό της, μια μάινα που αγαπά σαν να ήταν άνθρωπος, δραπετεύσει προσωρινά από το κλουβί του (σε έναν απλό μα τόσο πανέμορφο συμβολισμό), η Αντονιέτα θα ξεμυτίσει για πρώτη φορά –δειλά και απρόθυμα– από τη δική της φυλακή, για να γνωρίσει τον εξίσου μοναχικό Γκαμπριέλε (Μαρτσέλο Μαστροϊάνι), στην πιο (α)κατάλληλη συγκυρία. Ακριβώς στη στιγμή όπου ο Γκαμπριέλε ζυγίζει τις δυσοίωνες επιλογές του, παλεύοντας να αποφασίσει ανάμεσα στην αυτοκτονία και στη μουσολινική φυλακή-εξορία.

Σε μια θαυμάσια ειρωνική αντίστιξη, οι ιαχές του πλήθους φτάνουν στα αυτιά μας μέσα από το ραδιόφωνο ενόσω μαθαίνουμε πως ο Γκαμπριέλε απολύθηκε από το πόστο του εκφωνητή επειδή κρίθηκε ένοχος τόσο για «ομοφυλοφιλικές αισχρότητες» όσο και για πολιτική ανυπακοή. Ο Μαστρογιάνι, ισορροπώντας συνεχώς ανάμεσα στην έκρηξη και στην απελπισία, αποδίδει στην εντέλεια έναν γενναίο αλλά και τρομαγμένο άνθρωπο, ο οποίος έχει μάθει να ζει στις σκιές και να κρύβεται σε κοινή θέα. Ο Γκαμπριέλε και η Αντονιέτα, οιονεί νεκροί σε μια συνθήκη που μετατρέπει τη ζωή σε αργό θάνατο, αρπάζονται ο ένας από τον άλλο μπας και καταφέρουν να κρατηθούν στην επιφάνεια λίγο ακόμη. Και η μικρή τους ιστορία, που κράτησε λιγότερο κι από μια μέρα, μεταμορφώνεται σε μεγαλειώδη αλληγορία για την καταπίεση, την εξουσία, την απώλεια της ελπίδας και το βάσανο της αυτογνωσίας. Ο Σκόλα μεταφέρει την κτηνωδία του φασισμού στο πεδίο της λίμπιντο, εξερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο διαφεντεύει και τιμωρεί τις ανθρώπινες ορμές κι επιθυμίες.

Ο σύζυγος της Αντονιέτα, χαμηλοθεσίτης γραφειοκράτης σε μια τοπική φασιστική οργάνωση (με άλλα λόγια η απόλυτη φασιστική ονείρωξη), αντιμετωπίζει την όμορφη γυναίκα του ως μηχανή τεκνοποίησης: το έβδομο παιδί δεν πρέπει να καθυστερήσει, μιας και θα συνοδευτεί από μια γενναία κρατική φοροαπαλλαγή. Την ίδια στιγμή, η Αντονιέτα μοιάζει κυριευμένη από εμμονικές φαντασιώσεις, όπου η μορφή του Ντούτσε αποκτά διαστάσεις ερωτικού απωθημένου (διόλου τυχαία κρατά ημερολόγια με τις φωτογραφίες του σαν καψουρεμένη έφηβη). Ξαφνικά, και καθώς βιώνει μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας, αντιμετωπίζει την ερωτική συνεύρεση με τον Γκαμπριέλε ως τη στερνή ευκαιρία  για μια άλλη ζωή. Εκείνος όμως, είναι ακόμη σε θέση να διακρίνει τη μεγάλη εικόνα και γίνεται αβάσταχτα ειλικρινής: θα ανταποκριθεί στο ερωτικό της κάλεσμα, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει τις δικές του προτιμήσεις. Ο Γκαμπριέλε γνωρίζει ποιος είναι και δεν θα καταδεχτεί να υπογράψει «δήλωση μετάνοιας» για να γλιτώσει την τιμωρία.

Σε ένα φινάλε που βάφει με ομίχλη τον χώρο και τα πρόσωπα των ανθρώπων, το ριζικό μιας ολόκληρης χώρας επισφραγίζεται τελεσίδικα, αλλά όχι με απόλυτη ομοφωνία. Σε αυτόν τον κρυμμένο –κι όμως τόσο φανερό– κόσμο, φτιαγμένο από σκάλες, ψιθύρους, συγκοινωνούντα μπαλκόνια, μίσος για καθετί διαφορετικό, εσωτερικές αυλές και υπακοή στο θηρίο, η πιο απρόσμενη αλλαγή συντελείται την πιο ανύποπτη στιγμή. Τις περισσότερες φορές, όπως είθισται να λέγεται, χρειάζεται μια και μόνο μέρα για να γκρεμιστεί κάτι όμορφο που πήρε χρόνια για να χτιστεί. Πού και πού όμως, ισχύει και το αντίστροφο. Ενίοτε, μια μέρα είναι κάτι παραπάνω από αρκετή. Για την πιο ευγενή θυσία. Για την πιο θαρραλέα αυτογνωσία.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑