Reviews Itsi Bitsi

28 Απριλίου 2016 |

0

Itsi Bitsi

«Κι αν πράγματι ο κόσμος είχε δίκιο, αν αυτή η μουσική στα καφενεία, αν αυτές οι μαζικές διασκεδάσεις, αν αυτοί οι άνθρωποι που είναι ικανοποιημένοι με τόσα λίγα, έχουν δίκιο, τότε εγώ έχω άδικο, τότε είμαι τρελός, τότε είμαι πράγματι ο λύκος της στέπας, όπως συχνά αποκαλούσα τον εαυτό μου, το ζώο που χάθηκε σ’ έναν ακατανόητο κόσμο και δεν μπορεί να βρει μια πατρίδα, αέρα και τροφή».

Ο Άικ Σκάλο είχε μια ζωή τόσο κινηματογραφική που δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί στον κινηματογράφο χωρίς να φανεί γραφική. Ο Όλε Κρίστιαν Μάντσεν, βρισκόταν μπροστά σ’ ένα μεγάλο στοίχημα από την πρώτη στιγμή που αποφάσισε να τολμήσει αυτό το εγχείρημα. Ο Άικ δεν ήταν ούτε ροκάς, ούτε χίπης. Ούτε και μια προχίπστερ φιγούρα που γλίστρησε στον κόσμο του καλτ. Ήταν ένας βασανισμένος ποιητής, οπλισμένος με μια τεράστια άρνηση για τον αστικό κώδικα διαβίωσης και αποφασισμένος να δώσει με πάθος κάθε μάχη απέναντι σε οτιδήποτε καταπιέζει την ελευθερία. Ή καλύτερα, αυτή είναι η εικόνα που θα ήθελε ο σκηνοθέτης να δώσει, γιατί, δυστυχώς, από την ταινία δεν προκύπτει κάτι τέτοιο με σαφήνεια, παρά μόνο σε μικρές εκλάμψεις καθαρότητας.

ItsiBitsi-Photo1_b_986

 Ο Μάντσεν δοκιμάζει να φέρει το θεατή σε μια κατάσταση μέθης σαν αυτή που βίωνε παρατεταμένα ο Άικ ώστε να επιτύχει μια ιδιόμορφη επικοινωνία μεταξύ τους. Χωρίς καμία αμφιβολία, μεταχειρίζεται το βασικό του ήρωα με στοργή και ειλικρινή αγάπη, δίνει όμως έμφαση στα ταξίδια και στην έμφυτη τάση για ανατροπή των μέχρι τότε παραδεδεγμένων, παραμερίζοντας κάπως τον αγώνα του με το δαίμονα της εσωτερικής του αντίφασης. Βαγδάτη, Παρίσι, Βόρεια Αφρική, Αθήνα, μεταξύ άλλων, στεγάζουν το love story του Άικ και της Ίμπεν και μαζί με αυτό φιλοξενούν και τις νοσταλγικές σκέψεις του θεατή για την επαναστατική αλλοφροσύνη της δεκαετίας του 1960. Η φωτογραφία που ντύνει το μακρύ ταξίδι του ζευγαριού βοηθάει στη δημιουργία ελεγειακού κλίματος και τελικά η όλη ταινία είναι μια πετυχημένη ωδή σε έναν γλυκό, αθώο αντικομφορμισμό που μοιάζει οριστικά χαμένος.

Εκεί όμως που θα έπρεπε να αφεθεί λίγος χώρος στον πολυδαίδαλο χαρακτήρα του Άικ να αναπτυχθεί, ο Μάντσεν επιμένει στη διατήρηση του αρχικού κλίματος της ταινίας και μοιάζει σαν να μην τολμάει να στρέψει το κέντρο βάρους του στον ψυχισμό του ήρωα. Έτσι, αντί για ένα ειλικρινές ψυχογράφημα έχουμε μια καλοσκηνοθετημένη ταξιδιάρικη ερωτική ιστορία στα χρόνια των ναρκωτικών. Αυτό βέβαια δε θα αποτελούσε καν πρόβλημα, αν η ίδια η ταινία δεν υποσχόταν πολλά παραπάνω ως προς τους χαρακτήρες. Ενώ λοιπόν αφήνεται όμορφα να φανεί ότι η μεγαλύτερη μάχη του Άικ είναι ο ίδιος ο έρωτας, ποτέ δε δίνεται πλήρως, με αποτέλεσμα να συμπληρώνει ο θεατής τα κενά με τη δική του φαντασία, προσπαθώντας από καλή προαίρεση να αντιληφθεί τις αυτοκαταστροφικές αντιφάσεις του.

itsi b

Συνολικά, πρόκειται για μια ταινία η οποία είναι ενδιαφέρουσα σε κάθε λεπτό, αρκετά ροκ και έξαλλη, περιέχει δε και μια σειρά σκηνοθετικών ευρημάτων που εντυπωσιάζουν. Δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να γίνει λόγος για προχειρότητα, αλλά περισσότερο για μια ταινία που φοβήθηκε τα όρια της και έναν δημιουργό που αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα θα έπρεπε να αξιώσει από τον εαυτό του. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μια απλή βιογραφία, αλλά μια αξιοπρεπής πλην ελλιπής μελέτη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑