What's On West Side Story (2021)

17 Δεκεμβρίου 2021 |

0

West Side Story (2021)

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ

Παίζουν: Ανσελ Εγκορτ, Ρέιτσελ Ζέγκλερ, Ρίτα Μορένο, Αριάνα Ντεμπόουζ

Διάρκεια: 156’

 

Οι Jets και οι Sharks είναι δύο αντίπαλες συμμορίες που μάχονται για την κυριαρχία των δρόμων του Upper West Side του Μανχάταν. Οι μεν απαρτίζονται από λευκούς, οι δε από Πορτορικανούς, αμφότεροι όμως από εφήβους. Μέσα σε αυτό το πολεμικό πλαίσιο, ο Τόνι, μετανοημένο πρώην μέλος των Jets που τελεί σε αναστολή για ένα βίαιο έγκλημα γνωρίζει τη Μαρία, αδερφή του ηγέτη των Sharks. Οι δύο νεαροί ερωτεύονται μέσα σε αντίξοες συνθήκες, αλλά ο έρωτάς τους αδυνατεί να ξεφύγει από τα δεσμά της αντιπαλότητας των συμμοριών.

Η θέση της πρώτης διασκευής του πολυαγαπημένου μιούζικαλ του Broadway είναι εγνωσμένη στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά. Το «West Side Story» των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς απέσπασε στην εποχή του δέκα όσκαρ και αποτέλεσε μία κορυφή για το genre, στην κλασικού τύπου εκδοχή του τουλάχιστον. Πολλά από τα τραγούδια του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, σε στίχους Στίβεν Σόντχαϊμ, καταλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις στον κατάλογο με τα πιο αναγνωρίσιμα musical songs που ακούστηκαν ποτέ. Οι αναφορές στο σκοτεινό αστικό σύμπαν της ταινίας βρίσκονται παντού, ακόμα και στα παροιμιώδη βίντεο κλιπ του Μάικλ Τζάκσον στη δεκαετία του 1980. Βέβαια, σταδιακά πληθαίνουν και οι αναθεωρητικές φωνές που μιλούν για προβληματική αναπαραγωγή πολιτικών και φυλετικών στερεοτύπων, μολονότι ακόμα και όσοι εκφράζουν τέτοιου είδους ενστάσεις κατά βάση δεν αρνούνται το μεγαλείο που χαρακτηρίζει τα μουσικά και χορευτικά νούμερα της ταινίας.

Ο Σπίλμπεργκ, εξήντα χρόνια μετά την ταινία των Γουάιζ/Ρόμπινς, καλείται να διαχειριστεί μία κληρονομιά που απειλεί ποικιλοτρόπως το πόνημά του με εκτροχιασμό. Αντί μίας εκ βάθρων διαφορετικής ανακατασκευής ή μίας σύγχρονης μεταγραφής του φιλμικού κειμένου, ο πολύπειρος δημιουργός πατά σθεναρά στις ράγες του αρχικού υλικού το οποίο διασκευάζει. Το σενάριο του Τόνι Κούσνερ δεν επιχειρεί να «διορθώσει» ή να θέσει τις τυχόν προβληματικές όψεις της λαογραφικής απεικόνισης των Πορτορικανών μεταναστών σε ένα σύγχρονο πλαίσιο. Αντίθετα, ακολουθεί μία κλασικού τύπου αφήγηση, η οποία κεντράρει στη σεξπηρική ιστορία και αναπτύσσει, όπως και στην προηγούμενη διασκευή, το πλαίσιο εντός του οποίου είναι καταδικασμένη να εκτυλιχθεί.

Φυσικά, οι επιλογές αυτές οδηγούν νομοτελειακά στην κατασκευή ενός παλιομοδίτικου μιούζικαλ που δύσκολα ευδοκιμεί στις αίθουσες του 2021. Θα ήταν άδικο να χρεώσουμε οποιαδήποτε διάθεση βεβιασμένου εκμοντερνισμού στον Σπίλμπεργκ ∙ άλλωστε, ο φυλετικός/εθνολογικός εξορθολογισμός του καστ αποβαίνει σαφώς και αβίαστα υπέρ της ταινίας, σε σχέση με την κραυγαλέα αντινομία που παρατηρούνταν στον ρόλο της Πορτορικανής Μαρία, τον οποίο ενσάρκωνε στην προηγούμενη εκδοχή η ρωσικής καταγωγής Νάταλι Γουντ. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι η σκιά του Τζορτζ Τσακίρης και της Ρίτα Μορένο δεν πέφτει βαρύτατη πάνω στους αντίστοιχους ρόλους, ακόμα και αν η τελευταία παρίσταται εδώ συγκινητικά αλλά και με ερμηνευτική αρτιότητα σε έναν καίριο ρόλο. Κατά τα λοιπά, όλα τα μοντέρνα στοιχεία προκύπτουν ακραιφνώς από το πρωτότυπο υλικό ∙ ο Σπίλμπεργκ απλώς βρίσκει -όπως πάντα- τον τρόπο να τα αναδείξει με χάρη.

Ο δημιουργικός σεβασμός απέναντι στο πρωτότυπο υλικό και την κεφαλαιώδους σημασίας πρώτη του διασκευή, βέβαια, θα μπορούσε να εξαλείψει τον λόγο ύπαρξης της δεύτερης αυτής κινηματογραφικής ανάγνωσης. Ο Σπίλμπεργκ προσπερνά άνετα και αυτόν τον σκόπελο δίνοντας τον προσωπικό του στίγμα με διττό τρόπο. Αρχικά, ενώ διατηρεί σχεδόν ακέραιη την πρόζα, δημιουργεί ολότελα νέα νούμερα. Με τα τραγούδια και τους στίχους ανέγγιχτα, οι συνθήκες εντός των οποίων τα θέτει, από κοινού με τον χορογράφο Τζάστιν Πεκ, μαρτυρούν αυτοπεποίθηση και αναβλύζουν ενέργεια. Παρότι η σύγκριση με τις αντίστοιχες επιλογές των Γουάιζ και Ρόμπινς είναι αναπόφευκτη και αποβαίνει συνολικά μάλλον υπέρ αυτών, στην προκείμενη ταινία αφθονεί η φαντασία, ενώ τα σπουδαία τραγούδια παραμένουν το σημαντικότερο ατού του όλου εγχειρήματος.

Κυριότερα, ωστόσο, ο Σπίλμπεργκ παίρνει τη δράση -μουσική και μη- και την τοποθετεί στους Νεϋορκέζικους δρόμους, αξιοποιώντας έτσι στο έπακρο τις δυναμικές της ιστορίας. Ήδη από την εισαγωγική σεκάνς, στο νέο «West Side Story» οι ταξικές προεκτάσεις και οι ομοιότητες των δύο αντιμαχόμενων ομάδων είναι περισσότερο έκδηλες, ενώ η γειτονιά που αποτελεί το τρόπαιο αυτού του αγώνα ζωής και θανάτου είναι μία συλλογή από χαλάσματα. Κινηματογραφημένοι ανάμεσα στα ερείπια, οι δρόμοι της περιοχής είναι έτοιμοι να παραδοθούν στην επέλαση του gentrification, να αναπλαστούν και εξευγενισμένοι να προορίζονται πλέον προς κατοίκηση από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Σε αυτή την οπτική, αυτή η διαμάχη μέχρις εσχάτων των συμμοριών θυμίζει ένα ρέκβιεμ για μια περιοχή που πρόκειται σύντομα να εκδιώξει τόσο τους μεν όσο και τους δε.

Έπειτα είναι και η γνωστή βιρτουοζιτέ του δημιουργού η οποία τόσο αρμονικά εντάσσεται στην ορμητικά παιγνιώδη διάθεση αυτού του νέο-κλασικού μιούζικαλ. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τα κοστούμια και τα σκηνικά για να υπογραμμίσει τις ψευδεπίγραφες αντιθέσεις των αντιμαχόμενων (η σεκάνς του χορού είναι σπουδαία), οι αντικατοπτρισμοί των ηρώων ακόμα και μέσα στις λακκούβες των δρόμων, η γειτονιά που μοιάζει να διαστέλλεται για να χωρέσει την όρεξη της Ανίτα για ζωή στο λατρεμένο «America». Η σφραγίδα του Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι φαρδιά πλατιά στην ταινία, ενώ το γεγονός ότι το πρώτο του μιούζικαλ είναι τόσο καλοκουρδισμένο δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο ίδιος, άλλωστε, ήθελε πάντοτε να γυρίσει μία ταινία που να μοιάζει με τα κλασικά μιούζικαλ που κυριαρχούσαν στις αίθουσες όταν αυτός μεγάλωνε. Ευτυχώς, το δικό του «West Side Story» είναι ακριβώς αυτό: ένα υπέροχο παλιομοδίτικο έργο.

Συνολικά, το φιλμ του Σπίλμπεργκ είναι λιγότερο τραχύ από ο, τι προτείνει το ίδιο το αρχικό υλικό, με τον τόνο του ελαφρώς πιο χαρωπό και τα μέλη των συμμοριών να διατηρούν την εφηβική τους όψη. Είναι όμως αρμονικό και απολύτως αρραγές στο ρυθμό του, μία τέλεια κατασκευή. Αναγνωρίζοντας τη δύναμη της δουλειάς του Μπέρνσταϊν στη μουσική και του Σόντχαϊμ στο λιμπρέτο, η οποία δεσπόζει επί του συνόλου, ο Αμερικανός δημιουργός διακρίνει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που στέκει ανάμεσα στο «επίκαιρο» και στο «επικαιροποιημένο» και αγκαλιάζει ολόψυχα το πρώτο, χωρίς να αποφεύγει το απαραίτητο διακριτικό ρετουσάρισμα. Παρότι η ταινία δείχνει να δυσκολεύεται εμφανώς να βρει το κοινό της, συνιστά μία σεβαστή προσθήκη στη θρυλικών διαστάσεων φιλμογραφία του ανθρώπου που σημάδεψε όπως κανείς το δημοφιλές αμερικανικό σινεμά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑