Reviews Inception

8 Ιουλίου 2020 |

0

Inception

Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Νόλαν

Παίζουν: Λεονάρτνο Ντι Κάπριο, Τζόζεφ Γκόρντον Λεβίτ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Έλεν Πέιτζ, Τομ Χάρντι, Κεν Γουατανάμπε, Κίλιαν Μέρφι

Διάρκεια: 150’

Ο Κομπ είναι ένας επαγγελματίας κλέφτης ιδεών, ο οποίος εισχωρεί δεξιοτεχνικά στο υποσυνείδητο -όπως αυτό εκδηλώνεται με τη μορφή των ονείρων- των θυμάτων του προκειμένου να αποσπάσει κάποια σκέψη τους και να την παραχωρήσει στον εκάστοτε εργοδότη του. Τελεί σε πλήρες προσωπικό αδιέξοδο, αυτοεξόριστος μακριά από την πατρίδα του προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη, καθώς κατηγορείται ότι σκότωσε τη γυναίκα του.

Όταν ένας Ιάπωνας μεγιστάνας της ενέργειας του ζητάει να εμφυτεύσει μία ιδέα στο υποσυνείδητο του κληρονόμου του μεγαλύτερου ανταγωνιστή του, προκειμένου να αποφευχθεί το καταστροφικό μονοπώλιο του τελευταίου, ο Κομπ δελεάζεται, αφού το αντάλλαγμα είναι πραγματικά ανεκτίμητο: του εγγυάται την ασυλία που θα του επιτρέψει να επιστρέψει σπίτι του. Έτσι, συγκεντρώνει μία ικανότατη ομάδα προκειμένου να φέρει εις πέρας το ακατόρθωτο, δημιουργώντας πολλαπλά ονειρικά επίπεδα στα οποία σκοπεύει να βυθίσει τον ανυποψίαστο επιχειρηματία ώστε να επιτύχει την αποστολή του.

Στο πρωταρχικό επίπεδο της βασικής αποστολής του πρωταγωνιστή, ως ένα αντίστροφο heist movie, το Inception είναι σχεδόν παιδαριώδες, διάτρητο σαν απλοϊκή ιδεαλιστική περιπέτεια. Αλλά τούτο αποτελεί το απολύτως έλασσον στοιχείο του νολανικού έργου, μία ικανή πρόφαση που χρησιμεύει για κάτι εμφατικά ανώτερο.

Πρόκειται για μία εμβριθή αναζήτηση περί του τι συμβαίνει στα αλήθεια και τι όχι, τι συνιστά πραγματικότητα και κατά πόσο αυτό εξαρτάται από τον τρόπο που το εκάστοτε υποκείμενο προσλαμβάνει όσα συμβαίνουν. Φαντάζει αφηρημένη, πιθανώς γενικόλογη και δίχως εστίαση, ωστόσο δεν είναι ∙ ο Κρίστοφερ Νόλαν συνθέτει ένα φιλμ φιλοσοφικού/ψυχικού μυστηρίου, του οποίου η προσχηματική βασική ιστορία μοιάζει με αφορμή σωκρατικού διαλόγου με αντικείμενο την υπόσταση της πραγματικότητας.

Φυσικά, αλλοιώνεται από την περιπετειώδη δομή του φιλμ, το οποίο βρίθει καταδιώξεων και τεχνασμάτων που εντείνουν την αγωνία. Τελικά, όμως, ακόμη και οι εγγενείς αδυναμίες τίθενται εντός του πλαισίου λειτουργίας του έργου: το Inception είναι, εκτός των άλλων, και μία ταινία για τις ίδιες τις ταινίες. Το πώς δουλεύουν, το πώς εισχωρούν άνευ αδείας στο ασυνείδητο του θεατή, το πώς μπορούν να τον «χειριστούν». Άλλωστε, στη μη υπερηρωική φιλμογραφία του και με αποκορύφωμα το Prestige, ο Νόλαν ασχολείται κατά κόρον με αυτό, δηλαδή τη δυνατότητα του σινεμά να «εξαπατά» τον θεατή.

Εδώ, η διαδικασία παρασκευής του υποσυνείδητου κόσμου μιμείται τα στάδια της δημιουργίας της ταινίας. Δίπλα στον Κομπ (σκηνοθέτη και εμφανές alter ego του Νόλαν, ακόμα και εμφανισιακά ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο του μοιάζει), στέκουν όλοι οι πολύτιμοι συνεργάτες που δίχως αυτούς δε μπορεί να σχεδιαστεί μία ταινία. Ο σεναριογράφος (εξαιρετικός εδώ ο Τομ Χάρντι πριν το βαρύ stardom), η σχεδιάστρια των σκηνικών (Έλεν Πέιτζ), ο παραγωγός (τα στουντιακά χρήματα του Ιάπωνα Σάιτο που ενσαρκώνει Κεν Γουατανάμπε πρέπει να μεταμορφωθούν σε έργο και σε αυτό κατατείνει η εκτελεστική συνεισφορά του χαρακτήρα του Τζόζεφ Γκόρντον Λεβίτ).

Όλοι δουλεύουν από κοινού και υπό το πρόσταγμα και την εποπτεία του Κομπ, που βάζει μέσα στη δημιουργία την ψυχή του με όλα της τα ασήκωτα βάρη και τις εμμονές που θα διαμορφώσουν το τελικό αποτέλεσμα: η «ταινία», εν προκειμένω, είναι ο ψεύτικος κόσμος στον οποίο θα βυθιστεί το θύμα, και για να είναι πετυχημένη, πρέπει να φαντάζει ολότελα αληθινή. Όπως και μία ταινία που προσέρχεται κανείς να δει στη σκοτεινή αίθουσα: αν αρχίσει να χάνεται η ψευδαίσθηση, η απομυθοποίηση του θεάματος είναι αναπόδραστη.

Όπως παρατηρεί και ο Μαρκ Κάζινς στο κολοσσιαίο δεκαπεντάωρο The Story of Film: An Odyssey, οι ταινίες μοιάζουν να είναι καμωμένες από το υλικό των ονείρων ∙ το Inception αποθεώνει και υμνεί αυτήν ακριβώς τη διάσταση του κινηματογράφου, μη λησμονώντας να παίξει και το παιχνίδι των σινεφίλ αναφορών.

Στο Inception διακρίνει κανείς και μία πληθώρα κινηματογραφικών ειδών και σεναριακών επιπέδων. Η εναλλαγή τους αποσκοπεί στον χειρισμό του θεατή, ο Νόλαν όμως μάλλον φορτώνει το έργο του προχωρώντας σε επίδειξη δημιουργικής ισχύος παρά το υπηρετεί. Πρόκειται για ένα φύσει σύνθετο έργο, το οποίο η νολανική γραφή περιπλέκει έτι περαιτέρω, με αποτέλεσμα να καθίσταται πρακτικά δυσχερές να ακολουθήσει κανείς τα πεπραγμένα (ή μάλλον, σε ποιο επίπεδο αυτά τελούνται).

Όσο όμως και αν αυτό κοστίζει σε ενδιαφέρον, εισφέρει στο σύνολο τη διαρκή αμφισβήτηση (πρωτίστως στο πρόσωπο του βασικού χαρακτήρα και μέσω αυτού στο κοινό) περί του τι είναι πραγματικό και τι όχι, η οποία φλερτάρει με το να αποτελέσει δημιουργικό τέχνασμα, αλλά τελικώς αναδύεται ως φιλοσοφικός άξονας του έργου.

Προχωρώντας σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα φινάλε των τελευταίων ετών, θα λέγαμε ότι το ζήτημα δεν είναι κατά πόσο η σβούρα στο τέλος γυρίζει ή όχι (η άρνηση του Νόλαν να εξηγήσει είναι μία εξωτερίκευση του δημιουργικού εγωισμού του αλλά και της χειριστικής δεινότητάς του), αλλά το γεγονός ότι ο Κομπ δεν επιζητά πλέον το πόρισμα του στροβιλισμού.

Με άλλες λέξεις, ο βεβαρημένος με ασήκωτο φορτίο τύψεων χαρακτήρας διάγει έναν βίο ειρήνευσης, απολαμβάνει την άφεση των αμαρτιών του. Ελάχιστη σημασία έχει το κατά πόσο αυτό τελείται στο πρώτο επίπεδο της πραγματικότητας που μοιράζεται με τον υπόλοιπο κόσμο ή σε κάποια από τις εσωτερικές του εναλλακτικές.

Πρόκειται για μία μεστή επιβεβαίωση του ρομαντισμού που διαθέτει ο Νόλαν και αποτυπώνεται στις δημιουργίες του. Εύκολα μπορεί κανείς να εκλάβει τον Βρετανό ως έναν ρασιοναλιστή καλλιτέχνη λόγω της σύνθετης μαξιμαλιστικής φόρμας που εμπιστεύεται στα έργα του, ωστόσο η καρδιά του «Inception» πάλλεται και ηχεί δυνατότερα από κάθε λογικό γρίφο κρύβει η εξέλιξη της πλοκής του.

Είναι μία ταινία που καταλήγει στο τραύμα -υπαιτιότητας του ίδιου του τραυματισμένου εν προκειμένω- που ακρωτηριάζει την ψυχή σε τόσο μεγάλο βαθμό που της στερεί μέχρι και το τελευταίο καταφύγιό της: τη φαντασία. Ο Κομπ είναι ένας άνθρωπος ανίκανος να ελέγξει τους όρους της φαντασίας του καθώς αυτή μοιάζει να μην του ανήκει, και η ειρωνεία σε αυτό είναι τραγική ∙ αναλαμβάνει να φτιάξει έναν καινούριο ρεαλιστικό κόσμο εντός του ασυνειδήτου του επιχειρηματία, ενώ ο ίδιος δε μπορεί να αποβάλλει τις ερινύες από τη δική του ονειρώδη διαφυγή.

Ακολουθώντας την πιο περιπεπλεγμένη δυνατή διαδρομή, ο Κρίστοφερ Νόλαν καταλήγει στον εγωισμό της μεγαλοφυΐας που δηλητηριάζει την ευτυχία και στο διαρκές ανθρώπινο ανικανοποίητο από το οποίο εκκινούν συχνά οι ύβρεις. Το στοιχειωμένο ασυνείδητο του Κομπ καταδυναστεύεται από την εφιαλτική παρουσία της συζύγου του, η οποία καταλαμβάνει βιαίως τον αναγκαίο χώρο στο φαντασιακό σύμπαν του ώστε να του ματαιώνει τα σχέδια επιστροφής. Είναι λυσσαλέα η εσωτερική του μάχη και καθίσταται ακόμη πιο βάναυση λόγω της όψης του «στοιχειού», που έχει τη μορφή της γυναίκας του, η οποία εν ζωή ήταν πηγή ευδαιμονίας για εκείνον. Η κραταιά παρουσία της Μαριόν Κοτιγιάρ είναι καταλυτική, αφού η απουσία συγκεκριμένων χαρακτηρολογικών στοιχείων σε μία παρουσία ύψιστης σημασίας για το φιλμ δυσχεραίνει τη δουλειά της.

Χρησιμοποιώντας πληθώρα οπτικών εφέ που του επιτρέπουν να εξειδικεύσει το όραμά του και να επιτύχει το αναγκαίο δέος (σήμερα, βέβαια, μόλις δέκα έτη μετά, μοιάζουν ήδη αφηρημένα παλιομοδίτικα) και μέσα σε ένα πλαίσιο εξοντωτικής λεπτομέρειας, ο Βρετανός δημιουργός εκκολάπτει τον προαναφερθέντα ρομαντισμό του σε μία κεντρομόλο διαπίστωση: ότι η αντικειμενική πραγματικότητα, αν υποτεθεί ότι υφίσταται, ωχριά μπροστά στην υποκειμενική. Εκεί δίνει ο καθένας τη μάχη του, εκεί βιώνει τις ήττες και τις ματαιώσεις του, εκεί νιώθει οτιδήποτε υπάρχει για νιώσει.

Άλλωστε, δεν υπάρχει τελικά κανένας τρόπος να αποδείξει κανείς πως οτιδήποτε συμβαίνει συνιστά αντικειμενική παράσταση και όχι δική του ονειρική προβολή. Αποδεσμεύοντας οριστικά την κατάσταση του ύπνου από το προνομιακό πεδίο της ασφάλειας στο οποίο εντάσσεται και καταργώντας το βασικό αξίωμα που θέλει όποιον ονειρεύεται να μην ξέρει ότι βρίσκεται σε κατάσταση ονείρου αλλά να πλανάται περί του αληθούς όσων βιώνει, ο Νόλαν ανακαλύπτει το ανεξάντλητο της αυτοεπίγνωσης. Ακόμα και αυτό, όμως, παραμένει έρμαιο των τραυμάτων που διαπερνούν συνειδητό και ασυνείδητο, επικαθορίζοντας το περιεχόμενο εκούσιων και ακούσιων σκέψεων και φαντασιώσεων.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑