Η Νικόλ Γκαρσία, παρότι είναι περισσότερο γνωστή ως ηθοποιός παρά ως δημιουργός, έχει μια σταθερή παρουσία στη σκηνοθετική καρέκλα την τελευταία εικοσιπενταετία, γυρίζοντας περίπου μία ταινία ανά τρία χρόνια. Το «Όλα Όσα Αγαπήσαμε» αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη μεγάλου βεληνεκούς προσπάθεια της, καθώς επιστράτευσε ένα υπερεπιτυχημένο ιταλικό μυθιστόρημα και την εγγύηση ποιότητας που ακούει στο όνομα Μαριόν Κοτιγιάρ και συμμετείχε μάλιστα στο διαγωνιστικό τμήμα του τελευταίου φεστιβάλ των Καννών.
Η Γκαμπριέλ ζει στην εξοχή της μεταπολεμικής Γαλλίας με τη συντηρητική οικογένειά της και αποζητά την ερωτική και σεξουαλική της απελευθέρωση. Όταν γνωρίζει την ερωτική απογοήτευση υφίσταται μεγάλη διαταραχή και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η οικογένειά της να την αντιμετωπίζει ως την τρελή του χωριού. Οδηγείται σ’ έναν αναγκαστικό και δυστυχή γάμο με έναν Ισπανό μετανάστη, που προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με σεβασμό, αλλά δεν καταφέρνει να υπερβεί το τοίχος που αυτή έχει χτίσει. Χρονίως πάσχουσα από νεφρικό πρόβλημα, η Γκαμπριέλ νοσηλεύεται σε μια κλινική στις Άλπεις, όπου γνωρίζει έναν Γάλλο απόστρατο ονόματι Αντρέ που μόλις έχει επιστρέψει από τον πόλεμο στην Ινδοκίνα με σοβαρά προβλήματα υγείας και τον ερωτεύεται.
Η Γκαρσία σκηνοθετεί ηδονικά την Κοτιγιάρ η οποία με τη σειρά της ανταποκρίνεται επάξια στο χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Μια γυναίκα που αναζητά την απόδραση και αρνείται να συμβιβαστεί, σε βαθμό που αυτό καταλήγει επιζήμιο για την ίδια. Η Γκαμπριέλ έχει υποστεί την καταπίεση της συντηρητικής κοινωνίας και έχει χάσει τη δυνατότητα να κρίνει ορθολογικά τις συνθήκες και να σταθμίζει τις επιλογές της. Επιζητά την έκρηξη και καταδικάζει οτιδήποτε και οποιονδήποτε λογαριάζει ως μέρος της κοινωνίας που την έχει ρημάξει ψυχικά. Ερωτεύεται τον απόστρατο, γιατί έχει ζήσει το εξωπραγματικό, έχει σπάσει τα δεσμά της κανονικότητας. Στο μυαλό της, η συμμετοχή στον πόλεμο αποκτά απευθείας ρομαντικές διαστάσεις , επειδή σηματοδοτεί τη ζωή έξω από τον εξαντλητικό κοινωνικό φορμαλισμό.
Η ονειρώδης υφή που διαθέτουν οι στιγμές που πέρασε στην κλινική συντροφιά του Αντρέ αρκεί ώστε να κάνει την Γκαμπριέλ να αφιερώσει τη ζωή της στην ανάμνηση, αλλά και να εδραιώσει τη διαταραχή της. Όταν καλείται να επιστρέψει στη ζωή της, αρνείται να το κάνει, αναμένοντας απλά τη στιγμή που θα αποδράσει ξανά. Η ηρωίδα του έργου αποκτά έτσι διαστάσεις τραγικές, κάτι που η Κοτιγιάρ αντιλαμβάνεται και αποδίδει με απόλυτη ακρίβεια, δίχως την παραμικρή υπερβολή. Αποτελεί σαφώς την κινητήριο δύναμη του έργου, αλλά επικουρείται σημαντικά και από τους δύο βασικούς άντρες πρωταγωνιστές. Τόσο ο Άλεξ Μπρέντεμιλ, αρκούντως δωρικός ως σύζυγος της Γκάμπριελ όσο και ο Λουί Γκαρέλ, που καλύπτει εύστοχα τον χαρακτήρα του Αντρέ με το μυστηριώδες πέπλο της παραίτησης από τη ζωή, στέκονται επάξια δίπλα στην Κοτιγιάρ και κατορθώνουν να μη μείνουν στη σκιά της σπουδαίας ερμηνείας της.
Δυστυχώς όμως, το πεδίο των ερμηνειών είναι το μοναδικό στο οποίο η εν λόγω ταινία διαθέτει κάτι αξιοσημείωτο. Η Γκαρσία στιλιζάρει υπερβολικά το έργο της και του δίνει ρυθμό πιο αργό του απαιτούμενου, εμποδίζοντας έτσι το θεατή να συμμετάσχει στο εσωτερικό ταξίδι τον χαρακτήρων. Η ιστορία δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας αλλά αυτό δεν είναι το πραγματικό πρόβλημα. Οι απαραίτητες προεκτάσεις, από σεξουαλικές μέχρι θεολογικές, κάνουν την εμφάνισή τους, αλλά δεν αναπτύσσονται επαρκώς και έτσι χάνονται μπροστά στο μελόδραμα που κυριαρχεί.
Συνολικά, το «Όλα Όσα Αγαπήσαμε» είναι ένα καλοφτιαγμένο έργο στο οποίο δυστυχώς η ουσία και το αληθινό συναίσθημα περνάει σε δεύτερη μοίρα, αφήνοντας τη θέση του στο ρομάντζο. Χωρίς να είναι ευτελές, δεν είναι και συγκλονιστικό. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα φιλμ το οποίο αφήνεται υπερβολικά στις δυνάμεις των πρωταγωνιστών του, οι οποίοι ουδέποτε το προδίδουν, αλλά αφήνονται έκθετοι απέναντι στη συνολική απουσία εμβάθυνσης στην ιστορία.