Headhunters

Μεταφρασμένος τίτλος: Κυνηγοί κεφαλών

Σκηνοθεσία: Μόρτεν Τίλντουμ

Παίζουν: Άξελ Χένια, Σινόβε Μακόντι Λουντ, Νικολάι Κόστερ Ουαλντάου

Διάρκεια: 100΄

Υποτίθεται πως οι εποχές που οι άντρες θεωρούσαν τις γυναίκες ως καταναλωτικές μηχανές που σ’ αγαπάνε όσο τους δίνεις λούσα, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Μάλιστα κανείς θα έλεγε πως στη μετροσέξουαλ σκανδιναβική Νορβηγία, εκεί που υποτίθεται πως η δαρβινική εξέλιξη βρίσκεται μισό αιώνα μπροστά από εμάς, μια τέτοια λογική θα ήταν ξεδιάντροπη, σεξιστική και σίγουρα βγαλμένη από κάποιον άλλο αιώνα. Κι όμως… Παραμύθια της Χαλιμάς. Ο πρωταγωνιστής Ρότζερ έχει ύψος 1.68, ομορφάντρα σίγουρα δεν τον λες και πιστεύει πως ο μοναδικός λόγος που εξακολουθεί να είναι παντρεμένος με την ψηλή ξανθιά καλλονή Νταϊάνα, είναι ότι της παρέχει πλουσιοπάροχες ανέσεις. Κι αν ο Ρότζερ είχε μια κάνουλα που έβγαζε λεφτά, τότε δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Δυστυχώς ο μισθός του ως κυνηγός κεφαλών (ατζέντης στελεχών επιχειρήσεων, ας πούμε) δεν είναι αρκετός για να καλύψει το παλάτι που ‘χει αγοράσει, οπότε προκειμένου να μην μείνει μόνος κι άραχνος, δίχως την ξανθιά καλλονή, καταστρώνει κλοπές. Για την ακρίβεια εντοπίζει πανάκριβους πίνακες ζωγραφικής σε σπίτια ιδιωτών, τους αντικαθιστά με αντίγραφα και πουλάει τους πρωτότυπους στη μαύρη αγορά συλλεκτών έργων τέχνης. Φυσικά, επειδή βρισκόμαστε στο genre του θρίλερ, όλα θα πάνε στραβά, όταν θα κλέψει έναν πίνακα από το σπίτι του Κλας, ο οποίος είναι πρώην μέλος των ειδικών δυνάμεων και ο οποίος βγάζει τα μάτια του με τη σύζυγο του Ρότζερ.

Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του πιο χοτ Νορβηγού συγγραφέα Τζο Νέσμπο κι έσπασε τα εγχώρια ταμεία αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές τόσο στη Νορβηγία όσο και στις Η.Π.Α. Τι μας λέει αυτό; Δυο είναι οι πιθανότητες: Α) μιλάμε για μια εξαιρετική ταινία Β) μιλάμε για μια ταινία που βρήκε τη χρυσή τομή της επιτυχίας. Θα πάρουμε το Β. Ακολουθώντας μια αφηγηματική γραμμή που θυμίζει καλές αμερικάνικες ταινίες, στις οποίες το σασπένς ξεπερνάει τη λογική των εκρήξεων και στηρίζεται στις πράξεις των χαρακτήρων, τις αποφάσεις τους και τα ρίσκα που σ’ αυτές ελλοχεύουν, κερδίζει το Νορβηγικό κοινό που θαμπώνεται από το γοργό ρυθμό. Ταυτόχρονα η νορβηγική γλώσσα και τα νορβηγικά τοπία είναι αρκετά ώστε να προσδώσουν μια νότα εξωτικού, «εναλλακτικού» κινηματογράφου και έτσι η ταινία κερδίζει και το αμερικάνικο κοινό που παραβλέπει τις κοινοτυπίες που έχει δει χιλιάδες φορές σε αντίστοιχες αμερικάνικες ταινίες.

Αυτά τώρα είναι ψιλά γράμματα, διότι όντως η ταινία είναι άκρως ψυχαγωγική. Ο Ρότζερ τρώει το ξύλο της αρκούδας, το έτερο δέος Κλας (αν βλέπετε «Game of thrones», τότε θα απολαύσετε σε ακόμα ένα ρόλο κακού τον… Τζέιμι Λάνιστερ) τα δίνει όλα, οι εκπλήξεις πέφτουν σαν σφαίρες πολυβόλου και φυσικά τα νοηματικά κενά και οι απιθανότητες υπάρχουν, αλλά δεν είμαστε σχολαστικοί. Υπάρχει, όμως, κάτι που μου στραπατσάρισε τη μάπα κι έμεινα με μια γεύση αίματος σαν να ‘φαγα μπουνιά. Εξηγώ: Αυτό που εμείς έχουμε πλάσει στο μυαλό μας ως σκανδιναβικό πρότυπο-μοντέλο, παράδεισο κοινωνικών παροχών και ισότητας των φύλων, παρουσιάζεται ως ένα εμετικό ελιτίστικο κακέκτυπο άκρατου καπιταλισμού και βαθύτατου σεξισμού. Πολυεθνικές εταιρείες τεχνολογικού και πολεμικού εξοπλισμού με στελέχη που βγάζουν σ’ ένα μήνα όσα δεν θα βγάλουμε εμείς σε είκοσι χρόνια, γυάλινα χλιδάτα σπίτια και μια νοοτροπία εξαγοράς της ανθρώπινης σάρκας, η οποία όσο αφορά τις ερωτικές σχέσεις στο τέλος καταρρίπτεται από μια χειρότερη και γλοιωδέστατη λογική: όσο και να απατάς τη γυναίκα σου, όσο και να σ’ απατάει, μην ανησυχείς. Καν’ της ένα παιδί και όλα θα πάνε καλά, αφού αυτό και μόνο ζητάει. Τζίζους…

sotirisdog@gmail.com




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑