El Castillo de la Pureza

Σκηνοθεσία: Αρτούρο Ριπστάιν

Παίζουν: Κλαούντιο Μπροκ, Ρίτα Μασέδο, Αρτούρο Μπεριστάιν, Ντιάνα Μπράτσο, Γκλάντυς Μπερμέχο.

Διάρκεια: 110’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Το κάστρο της αγνότητας»

Το θρυλικό Κάστρο της αγνότητας (1973) είναι η μοναδική ταινία του Αρτούρο Ριπστάιν που βρήκε ποτέ τον δρόμο προς την ελληνική διανομή, ενώ το όνομά του Μεξικανού σκηνοθέτη – θρύλου έγινε λίγο πιο γνωστό στο ελληνικό κοινό το 1997, όταν το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης φιλοξένησε ρετροσπεκτίβα στο συνολικό έργο του. Το 2009, μάθαμε για τα καλά τον Ριπστάιν όταν βούηξε ο τόπος πως ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου αποτελεί ξεδιάντροπο κοπιάρισμα του El Castillo de la Pureza, το οποίο –μάλλον όχι τυχαία- κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες ως επανέκδοση τον Φλεβάρη του 2011, όταν το Dogtooth διεκδικούσε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Για να μην νομίσετε πως αποφεύγουμε την ζόρικη ερώτηση, αν αντιπαραβάλλει κανείς τις δυο ταινίες, είναι εμφανές ότι αμφότερες εκκινούν από ένα παραπλήσιο σεναριακό εύρημα, ενώ ο Λάνθιμος έχει σαφώς ξεπατικώσει σκηνές από το μεξικάνικο φιλμ, όπως αυτή με το παιχνίδι της τυφλόμυγας, αλλά και ορισμένες έννοιες που δρουν ως καταλύτης. Κατά τα λοιπά, οι δυο ταινίες διαφέρουν σε πολλά και ουσιώδη στοιχεία, όπως στην επιλογή και τη χρήση των εκφραστικών μέσων, τη δομική τους κατασκευή, αλλά και τις συντεταγμένες της αλληγορίας στην οποία παραπέμπει η καθεμία.

Ο Ριπστάιν παίρνει αφορμή από μία αληθινή ιστορία που συντάραξε το Μεξικό στη δεκαετία του ’50 και ιχνογραφεί μία παραληρηματική πολιτική αναγωγή, ανατέμνοντας όλες τις πηγές παθογένειας και καταπίεσης της μεξικάνικης κοινωνίας, σε μία διάρθρωση χαρακτήρων με σαφή ταξική παραπομπή. Ο Pater Familias είναι ο Πατέρας – Αφέντης, ο οποίος καταστέλλει κάθε ελευθερία για το υποτιθέμενο καλό των υπολοίπων μελών, λειτουργώντας ως θεός – τιμωρός και επιβάλλοντας απαγορεύσεις και φιμώσεις.

Στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται κάθε φορέας της μεξικάνικης άρχουσας και καθεστηκυίας τάξης, σε όλες της τις μορφές και εκφάνσεις της, πολιτικής, στρατιωτικής, θρησκευτικής, οικονομικής. Η μητέρα, από τη μεριά της, ενθαρρύνει τα παιδιά να μην ξεστρατίσουν από τον δρόμο της υποταγής, υπακούει πειθήνια τον πατέρα, αποδέχεται πλήρως το ρόλο της, καθώς και το ξεροκόμματο αξιοπρέπειας και ισχύος που της αναλογεί σε σχέση με τον πάτο του πηγαδιού. Δρα εν ολίγοις ως φοράς ενός αφόρητης δουλοπρέπειας, πυλώνας και στήριγμα κάθε νοσηρής συντήρησης, μια σιωπηλή κι αμαρτωλή συνενοχή όσων βρίσκονται σε μία ενδιάμεση κατάσταση, αποδεχόμενοι με μοιρολατρία τα λίγα και καλά.

Τα παιδιά, φορείς κατά κυριολεξία μέσω των ονομάτων τους («Ουτοπία», «Μέλλον» και «Θέληση», οι μεταφρασμένες εκδοχές τους) εννοιών φυλακισμένων, σύμβολα μίας εξαθλιωμένης και υποτακτικής λαϊκής μάζας. Η σπίθα της αντίδρασης είναι πρωτίστως βιολογική, εκπεφρασμένη μέσα από την καταπιεσμένη σεξουαλικότητα (ο καταλύτης που δρομολογεί τις εξελίξεις και στον Λάνθιμο, υπό μία έννοια), μια ορμή που καταστέλλεται βιαίως, γεννώντας ένα υπόβαθρο φυσικής, άρα και δίκαιης, εξέγερσης.

Παρά το εμφανές μελοδραματικό στιλιζάρισμα, ελαφρά πομπώδες και πιθανώς ενοχλητικό στα μάτια ενός σύγχρονου θεατή, αλλά και την αδυναμία ευλυγισίας στης απόδοση ορισμένων εννοιών, αυτό το λαμπρό τέκνο του λατινοαμερικάνικου σινεμά των 70s διαθέτει μπόλικες αρετές, πολλές εκ των οποίων μπορούν να χαρακτηριστούν και ως «μπουνιουελικές». Η σαρωτική δύναμη μιας αίσθησης αφόρητου παραλόγου κι ενός ντελιριακού σαρκασμού. Η υποδειγματική αρχιτεκτονική κατάστρωση στην πλανοθεσία και το μοντάζ. Τα αδιάκοπα παιχνίδια με το φως και τις σκιές, τα (συμ)πάσχοντα αλλά συγχρόνως ζοφερά χρωματικά ξεσπάσματα.

Η μόνιμη βροχή στην αυλή όπου παίζουν τα παιδιά, του μόνου δηλαδή αφύλακτου σημείου στην περιχαρακωμένη περιοχή της καταναγκαστικής αγνότητας. Η οικογενειακή επιχείρηση παρασκευής ποντικοφάρμακου, που εξασφαλίζει την ευρωστία του οικοδομήματος. Ένα σκηνικό μουντό που διατρανώνει την ολη δυστοπία, την εξωτερίκευση μίας κατάρας, ταυτόχρονα όμως μία πολιορκία δυνάμεων που βράζουν και ετοιμάζονται να εξεγερθούν. Η δυσωδία αναδύεται από τους υπονόμους, στην ουσία όμως ξεκινά από αλλού. Μια ταινία σταθμός, η δεύτερη της φιλμογραφίας του σπουδαίου Μεξικανού σκηνοθέτη, το ντεμπούτο του οποίου Tiempo de morir (Time to Die, 1966) είχαν υπογράψει σεναριακά οι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκεζ και Κάρλος Φουέντες…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑