Reviews Dredd

5 Δεκεμβρίου 2016 |

0

Dredd

Σκηνοθεσία: Πιτ Τράβις

Παίζουν: Καρλ Ούρμπαν, Ολίβια Θέρλμπι, Λένα Χίντεϊ

Διάρκεια: 95′

Εύστοχη comic μεταφορά που, ανεξήγητα, δεν βρήκε το δρόμο της για τις ελληνικές αίθουσες και που αποδίδει επιτέλους δικαιοσύνη στον εμβληματικό (για την κουλτούρα της 9ης τέχνης) χάρτινο ήρωα των John Wagner και Carlos Ezquerra. Τούτο το ακραία βίαιο, “τριπαρισμένο” b-movie με τα χυμένα μυαλά και τα υπερστιλιζαρισμένα slo-motion αιματοκυλίσματα, ξεπαστρεύει με άνεση τον χολιγουντιανό πρόγονο του (βλέπε το Judge Dredd του 1995 με τον Sly στον ομώνυμο ρόλο), όντας σαφώς πιο σαρδόνιο, σκοτεινό και “προσβλητικό”, λειτουργώντας ουσιαστικά σαν ένα κινηματογραφικό graphic novel-δωράκι για τους αληθινούς fans και όχι για το ομοιόμορφο -δηλαδή ισοπεδωμένο- γούστο του κοινού των multiplex.

Judge Dredd Still Image

Ακροπατώντας στα όρια της πολιτικής ορθότητας και υπό αυτή την έννοια πολύ πιο κοντά στην φιλοσοφία της σατιρικής πρώτης ύλης του (μακριά από τα εφηβικά πυροτεχνήματα της marvel, με τις ξεκάθαρες, μανιχαϊστικές ιδέες και τους “καθαρούς” ήρωες, το comic Judge Dredd αποτελούσε στα 80’s,μια δηλητηριώδη, αριστερίζουσα κριτική της ριγκανικής Αμερικής), το Dredd του 2012 συνδυάζει ακαταμάχητο μαύρο χιούμορ (όταν η rookie, Cassandra Anderson υποστηρίζει ότι λόγος που δε φοράει το κράνος της είναι γιατί το τελευταίο θα εμπόδιζε τις μαντικές της ικανότητες, ο Dredd την “ταπώνει” με ένα αποστομωτικά κυνικό “μια σφαίρα όμως θα τις εμποδίσει περισσότερο”), γραφική βία και ψήγματα πολιτικής κριτικής θυμίζοντας τις καλύτερες στιγμές του βασιλιά του μελλοντολογικού b-movie John Carpenter. Μια ατμόσφαιρα βγαλμένη θαρρείς από το εμβληματικό Escape from New York του τελευταίου, διαποτίζει τους διαδρόμους του κτιριακού συγκροτήματος όπου ο σκληροτράχηλος δικαστής οφείλει να εφαρμόσει τον νόμο και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα σκληρό βάπτισμα πυρός στην υποψήφια συνάδελφο του, με κάθε λογής παρακμιακά απομεινάρια ενός αμοραλιστικού “νέου κόσμου” να μπλέκονται στο δρόμο τους.

dredd-2

Η gore υπερβολή στην εκτύλιξη των συμπλοκών και τα πολύχρωμα εφέ, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας comic εικονογραφίας (καταπληκτική η σκηνή όπου οι φλόγες καθρεφτίζονται στην κάσκα του Dredd, σαν αυτούσιο καρέ μέσα από comic σελίδα) που αντιστέκεται στον “ρεαλισμό” αφού εδώ ο στόχος είναι ακριβώς αυτή η ιμπρεσιονιστική υπερβολή που θα παρέπεμπε στις σελίδες ενός graphic novel. Σαν σκηνοθετική επιλογή είναι άριστη, ενώ το σενάριο πασχίζει τα μέγιστα να αποδώσει σωστά τον Dredd σαν αντιήρωα, παραμένοντας σχετικά πιστό στην διάθεση των δημιουργών του comic. Το άκαμπτο, ασταμάτητο και ιδεοληπτικά αποφασισμένο αυτό τέρας του νόμου, δεν είναι ακριβώς ένας ανθρώπινος χαρακτήρας όσο ένα σύμβολο μιας φασιστικής εκτελεστικής (κυριολεκτικά και μεταφορικά) εξουσίας που αυτόματα δικάζει και τιμωρεί, χωρίς μεσοβέζικες δημοκρατικές πρακτικές.

dredd-4

Έτσι λοιπόν ενσαρκώνεται και από τον εξαιρετικά πειθαρχημένο Karl Urban, που δίνει στον ρόλο ακριβώς αυτή την “αντιανθρώπινη” διάσταση. O Dredd του δεν αμφιβάλλει, δεν μετανιώνει, δεν γνωρίζει τύψεις συνειδήσεως, δεν εξελίσσεται σαν χαρακτήρας, παραμένει άγνωστος σε μας σαν προσωπικότητα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι το σύμβολο ενός ακραία αυταρχικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης που οφείλει περισσότερο να μας τρομάξει παρά να μας καθησυχάσει. Δεν βλέπουμε ποτέ το πρόσωπο του (άλλη μια έξοχη, πιστή στο comic, σκηνοθετική επιλογή) άρα δεν μπορούμε να τον νιώσουμε ουσιαστικά σαν άνθρωπο, σαν έναν από εμάς

dredd-3

Η κάσκα αποκρύπτει διαρκώς τα μάτια, και ό,τι θα μπορούσαμε να “δούμε” μέσα από αυτά. Μπορεί η wannabe δικαστίνα να ισορροπεί την κατάσταση, μπολιάζοντας με την φοβισμένη κι ασθμαίνουσα ανθρωπιά της την αέναη μάχη της εξουσίας με την καλπάζουσα εγκληματικότητα, γνωρίζοντας τα αισθήματα του ελέους και την εσωτερική πάλη, ο Dredd όμως επελαύνει σαν μηχανή τιμωρίας, ορθώνοντας το ανάστημα μιας, πέρα από κριτική, αδιαμφισβήτητης, ηθικής υπεροχής που δεν “σκαμπάζει” από συνειδησιακά διλήμματα.

Ακόμα κι αν συνολικά η ταινία δεν μπορεί τελικά να αποφύγει τον ρυθμιστικό μοραλισμό της πεπατημένης “καλός μπάτσος εναντίον κακού εγκληματία” και να παρουσιάσει τον αντιήρωα της σαν το πραγματικό θηρίο της υπόθεσης, όπως έκανε σατιρικό δημιούργημα των Wagner και Ezquerra, κρατά τουλάχιστον θολές τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της νόμιμης και της παράνομης αγριότητας, αφήνοντας συχνά πυκνά τη στυφή γεύση μιας πικρής ειρωνείας. Όχι και μικρό κατόρθωμα αν συνυπολογίσεις το γεγονός ότι παραμένει ταυτόχρονα, και στα 95 εκρηκτικά λεπτά της, εξωφρενικά διασκεδαστική.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑