Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου
Παίζουν: Χαβιέ Μπαρδέμ, Μαριθέλ Άλβαρεζ, Γκιγιέρμο Εστρέγια
Διάρκεια: 147’
Η τέταρτη ταινία του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιαρίτου είναι αφενός μία εκ των τεσσάρων συνυποψήφιων μαζί με τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου για το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, αφετέρου αποτελεί την πρώτη δουλειά του Μεξικάνου σκηνοθέτη δίχως το υπόστρωμα της σεναριακής πένας του Διόσκουρού του, Γκιγιέρμο Αριάγα. Ταυτόχρονα συνιστά και μίας πρώτης τάξεως απόδειξη για το πώς η διάλυση ενός δίπολου στα εξ ων συντίθεται ενδέχεται να αποδυναμώσει τον κάθε πόλο, αφήνοντας αμφότερους σε μία κατάσταση μετέωρη και προβληματική.
Ο εξαίρετος τεχνίτης στη σπουδή χαρακτήρων Αριάγα πραγματοποίησε πρόσφατα το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με το φιλμ «Τα σύνορα της μοναξιάς». Η απουσία της μελαγχολικής υγρής ματιάς του φακού του Ινιαρίτου απογύμνωνε το κάθε ατομικό δράμα από τις πανανθρώπινες διαστάσεις που οφείλει να λαμβάνει, ενώ δεν επέτρεπε το χτίσιμο ενός οικοδομήματος αλληλεξάρτησης επί του οποίου θα θεμελιωνόταν κάθε άλμα και αλλαγή κατεύθυνσης. Αντιστοίχως, η σκηνοθετική κομψοβελονιά του Ινιαρίτου δεν αρκεί για του προσφέρει τη διέξοδο από τα δύσβατα και ανήλιαγα μονοπάτια στα οποία εγκλωβίζει το περιεχόμενο του. Η ομολογουμένως εντυπωσιακή αρτιότητα της κατασκευής ασφυκτιά και υποφέρει δίχως την πνοή της δραματουργίας, δίχως το προστατευτικό δίχτυ της μυθοπλασίας.
Ως κυριότερη και πλέον εμφατική απόδειξη της απαγκίστρωσής του από τη δομή των σεναρίων του Αριάγα, ο Ινιαρίτου εγκαταλείπει τη σπονδυλωτή αφήγηση -η οποία στις επιτυχείς της εκφορές («21 γραμμάρια») είχε προσφέρει μία υποδειγματική εναλλαγή της θέσεως ισχύος μεταξύ θεατή και ήρωα- και υιοθετεί μία γραμμική προσέγγιση, η οποία με φιλοσοφικούς όρους ομοιάζει χριστιανική ή τέλος πάντων μονοθεϊστική, καθώς ακολουθεί μία αταλάντευτη προδιαγεγραμμένη πορεία για να καταλήξει σε ένα κτιστό σύστημα ανακύκλησης που θυμίζει αιώνια κόλαση. Μέσα από ένα γνώριμο κινηματογραφικό μοτίβο του προαναγγελθέντος θανάτου και του αγώνα ενάντια στην κλεψύδρα για την τακτοποίηση όλων των ουσιωδών ζητημάτων, ο Ινιαρίτου χτίζει την ταινία του σε μία διττή πλατφόρμα. Από τη μία, τον προσωπικό πόνο, τη ανείπωτη σιωπή, τη γειτνίαση με το θάνατο και το τέλος και από την άλλη, την εξωτερική αναμέτρηση με τον κίνδυνο, τους ανθρώπους, τον δρόμο, την (ο Θεός να την κάνει) ζωή.
Ουδείς μπορεί να απαιτήσει από οιονδήποτε καλλιτέχνη να αφορίσει ή να προσπεράσει τις εμμονές του. Το ζητούμενο όμως είναι η νηφάλια διαχείρισή τους, η αντίσταση στην άνευ όρων άφεση στα μεθυστικά τους θέλγητρα. Ο Ινιαρίτου διακατέχεται από μία ιδεοληπτική εμμονή προς την έννοια του ατυχήματος και της συμφοράς, παρασύρεται οικιοθελώς από μία ακατανίκητη έλξη για την ψυχική εξαθλίωση, για την προαποφασισμένη ζοφερή κατάληξη των πραγμάτων. Σε μία Βαρκελώνη που δεν θυμίζει τίποτα τις εικόνες περιοδικών και τηλεοπτικών αφιερωμάτων μετατρέπει τον ήρωα του σε τελευταίο τροχό της αμάξης, τον εγκαταλείπει αβοήθητο να αγκομαχά, χωρίς καν να του προσφέρει τον θάνατο ως έσχατη διαφυγή λύτρωσης. Τίποτα από τα παραπάνω δεν συνιστά a priori μειονέκτημα αν δεν συνοδευόταν από μία βασανιστική αίσθηση εξαναγκασμού, από μία αδυναμία εύρεσης ενός ενοποιητικού πλάνου που θα έδινε μία άλλη οπτική πέρα από την πλάνο προς πλάνο σφιγμένη ανάσα.
Η εικονοπλαστική δεξιότητα και ικανότητα ανάδυσης μίας ατμόσφαιρας πέρα από τα λόγια και τις πράξεις, καθώς και η πλούσια ερμηνευτική φαρέτρα του Χαβιέ Μπαρδέμ, γλυτώνουν οριακά τον Ινιαρίτου από την ύβρη του φτηνού μελοδράματος. Δεν του εξασφαλίζουν όμως άφεση αμαρτιών για το παραληρηματικό βύθισμα σε μία μαύρη τρύπα επιτηδευμένης δυστυχίας, για την ανορθογραφία (πέραν της σκόπιμης του τίτλου) της συσσώρευσης μιζέριας, για τον ομηρία σε ένα συναισθηματικό εκβιασμό που επιδιώκει. Ακόμη και αν η ζωή δεν είναι ποτέ όμορφη, υπάρχουν πολύ όμορφοι τρόποι για να το δείξεις.
Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.
Δείτε σχετικά: εδώ.