Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου
Παίζουν: Ντάνιελ Χιμένεθ Κάτσο, Γκριζέλντα Σισιλιάνι
Διάρκεια: 160’
Μεταφρασμένος τίτλος: Μπάρντο: Το Ψευδές Χρονικό ενός Σωρού Αλήθειες
Bardo, σύμφωνα με ορισμένες βουδιστικές διδαχές, είναι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ψυχή μετά τον θάνατο και πριν την αναγέννηση. Ο Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου επιστρέφει στη γενέτειρά του, κάτι παραπάνω από είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά το πολυαγαπημένο Amores Perros, για να αφηγηθεί μία ιστορία ενός -πανομοιότυπου στην όψη με τον ίδιο- δημοσιογράφου/ντοκιμαντερίστα που επιστρέφει επίσης μετά δύο δεκαετίες στη γενέτειρά του.
Το ευθέως αυτοαναφορικό project με τον μακροσκελή τίτλο συνιστά το πλέον προσωπικό πόνημα του δημοφιλούς Μεξικανού, η πρώτη ύλη του είναι τα ίδια του τα βιώματα και -κυρίως- ο τρόπος που τα εσωτερικεύει και προσπαθεί να τα μεταφράσει σε καλλιτεχνική έκφραση. Το αποτέλεσμα είναι συγχυσμένο, εν πολλοίς εκνευριστικό, αλλά ποτέ αδιάφορο ˙ είναι μία παθιασμένη αστοχία, η οποία θα ωφελούνταν αρκετά εάν ο δημιουργός έδειχνε περισσότερη εμπιστοσύνη στην αντιληπτική δυνατότητα του κοινού του και κατ’ επέκταση στην ίδια του την αφηγηματική δεινότητα.
Το φιλμ του Ινιάριτου δομείται πάνω σε τρεις άξονες: την αγωνία για την επαφή με την οικογένεια, που αφορά προγόνους και απογόνους, ζώντες και τεθνεώτες, την ανησυχία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και τον γεμάτο τύψεις νόστο σε μία ιστορικά ταλαιπωρημένη πατρίδα. Συχνά, οι άξονες αυτοί τέμνονται, αλλά παραμένουν εύκολα διακριτοί˙ αυτό συνιστά μία πρώτη αποτυχία του δημιουργού, που δεν καταφέρνει παρά την μεγάλη διάρκεια της ταινίας να μας κάνει κοινωνούς της πολυδιάστατης εσωτερικής ταραχής, του ορυμαγδού που βιώνει ως καλλιτέχνης. Οι σεκάνς της μοιάζουν ατάκτως ερριμένες με τρόπο που ακόμα και αν έμπαιναν σε άλλη σειρά το φιλμ θα είχε τον ίδιο βαθμό συνοχής, δείχνουν υπερβολικά καλογυαλισμένες για να συναρπάσουν, πολλώ δε μάλλον να αναδείξουν κάποια διάθεση αυτοκριτικής. Με άλλα λόγια, είναι ενδεικτικές ενός δημιουργού που εμφανίζεται ανέτοιμος να διαχειριστεί τα θέματα που ο ίδιος έθεσε προς καλλιτεχνική αναζήτηση.
Μετά από ένα σχεδόν ανυπόφορο διάστημα σαράντα πέντε λεπτών που γεμίζει από σκηνές περιορισμένης αισθητικής αξίας και αφηγηματικής πυκνότητας, πάντως, η ταινία βρίσκει σταδιακά παλμό. Διόλου τυχαία, τούτο συμβαίνει όταν ο Ινιάριτου καταπιάνεται με την πατρική φιγούρα και τον αγώνα του να σταθεί επάξια δίπλα της˙ το άγχος του να είναι παρών για τα παιδιά του, η προσπάθειά του να αγκαλιάσει το δικό του οικογενειακό παρελθόν και να του αποδώσει όσα του οφείλει για τον τρόπο που διαμορφώθηκε ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης, η μακρά συνθήκη του πένθους για μία προσωπική τραγωδία είναι τα ζητήματα που κατόρθωσε να διαχειριστεί με τη μεγαλύτερη συναισθηματική ευθύτητα. Είναι ίσως τα μόνα στα οποία αφήνεται να φανεί ευάλωτος, γεμάτος εύλογα ερωτηματικά και πάθη που τον ταλανίζουν, με μία γοητευτικά ανθρώπινη αδυναμία να τα υποτάξει, καταδικασμένος να κουβαλάει τα άγχη τους εφόρου ζωής.
Δυστυχώς, ο έμπειρος Μεξικανός δε βρίσκει τον τρόπο να εκφράσει με την ίδια αμεσότητα τους προβληματισμούς του περί καλλιτεχνικής δημιουργίας. Βυθίζεται υπό το βάρος του διογκωμένου εγωισμού του, δε δείχνει ειλικρινή διάθεση να διαπραγματευτεί με όσους διατυπώνουν ενστάσεις επί των πεπραγμένων του και ουσιαστικά φιλοτεχνεί το προφίλ ενός καλλιτέχνη που πασχίζει να μείνει ακέραιος σε μία κίβδηλη και άνευ συνεκτικού νοήματος πραγματικότητα. Δεν είναι ότι λείπουν οι σχετικές ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, επί παραδείγματι η θέση του alter ego του στην υπηρεσία της δημοσιογραφίας φανερώνει μία ανησυχία σχετικά με την εξαπάτηση που είναι σύμφυτη με το ίδιο το μέσο του (μυθοπλαστικού) σινεμά που με ζήλο υπηρετεί. Ωστόσο, ακόμα και αυτή ασφυκτιεί ανάμεσα στο βερμπαλισμό, την αδικαιολόγητη επανάληψη και τη φορτωμένη εικονοποιία του Bardo.
Το Μεξικό, στο κείμενο της ταινίας, είναι ένας τόπος που βρίσκεται στο φάσμα της ιδέας, ένα σημείο επιστροφής, μία γενέτειρα που ο καλλιτέχνης κουβαλά μαζί του και τελεί υπό το ασήκωτο φορτίο της αυτοεξορίας του από αυτήν. Όταν επιχειρεί να θέσει σε πραγματικές διαστάσεις την ψυχική του περιδίνηση γύρω από την έννοια της πατρίδας, το αποτέλεσμα είναι φοβερά αμήχανο. Ο Ινιάριτου μετέρχεται έναν σωρό τολμηρά και εντυπωσιακά στην όψη αφηγηματικά μέσα, δείχνοντας ψήγματα της δημιουργικής ικανότητας και της φαντασίας που αναμφιβόλως διαθέτει εν αφθονία, αλλά η προσέγγισή του είναι μονοδιάστατη, ενώ οι επιμέρους θεματικές εκ φύσεως ιδιαίτερα σύνθετες. Έτσι, οι αποικιοκρατικής και ιμπεριαλιστικής προέλευσης πληγές της χώρας, αλλά και η ιδιομορφία των σημερινών της αντιφάσεων, θυσιάζονται σε μία αφηγηματική απλοϊκότητα που εξυπηρετεί πρόχειρα την ανάδειξη της ταξικής και εθνοτικής κρίσης που διαφεντεύει την ψυχή του καλλιτέχνη.
Φελινικό μέχρι τελευταίας ρανίδας, αλλά δίχως να ανιχνεύει τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αγάπη και την αποστροφή που κάθε μεγάλος δημιουργός νιώθει για τον εαυτό του, το Bardo οδηγείται σε ένα υπερεπεξηγηματικό φινάλε, προδίδοντας τη γοητεία της αινιγματικότητάς του. Στο δικό του 8 ½, ο Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιάριτου, νιώθει το άλγος που αφήνει το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου, αλλά αδυνατεί να αποδεχθεί την αυταρέσκειά του ως αδυναμία και να απογυμνωθεί μπροστά στις ανασφάλειές του. Η προσπάθειά του μένει εν τέλει σε ασφαλείς οδούς, σφιχτά οχυρωμένη, ερμητικά κλειστή απέναντι στην ουσιώδη αυτοκριτική. Παραδίδει βέβαια μερικές από τις ομορφότερες εικόνες του (ο Ντάριους Κόντζι αποδεικνύεται άξιος αντικαταστάτης του γίγαντα Τσίβο Λουμπέσκι στη φωτογραφία), δείχνοντας την ικανότητά του στη σουρεαλιστική αφήγηση. Αλλά οι ικανότητες του Ινιάριτου δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν με ευλογοφανή επιχειρήματα˙ το μεγάλο ερωτηματικό είναι κατά πόσο ο εγωισμός του ως δημιουργού στέκεται εμπόδιο σε μία εντόνως εξομολογητικής φύσης ταινία. Η απάντηση σε αυτό μάλλον δεν φαίνεται ιδιαίτερα κολακευτική για τον ταλαντούχο Μεξικανό.