Μεταφρασμένος τίτλος: «Άλλη μια νύχτα»
Σκηνοθεσία: Πολ Βάιτζ
Παίζουν: Πολ Ντέινο, Ρομπερτ Ντε Νίρο, Τζούλιαν Μουρ, Ολίβια Θέρλμπι, Λίλι Τέιλορ
Διάρκεια: 102΄
Ο μικρός Νικ Φλιν μεγαλώνει με την μητέρα του και η ζωή του ορίζεται από την απουσία του πατέρα του, μια αόρατη φιγούρα που εμφανίζεται μονάχα μέσα από δεκάδες γράμματα στα οποία επαναλαμβάνει πως μια μέρα θα γίνει διάσημος συγγραφέας. Η μητέρα του δουλεύει πρωί και βράδυ προσπαθώντας να τα φέρει βόλτα, αλλά δεν την παλεύει, δεν αντέχει, δεν τα βγάζει πέρα με τους δαίμονές της και αυτοκτονεί. Ο Νικ πελαγωμένος ψάχνει από κάπου να πιαστεί και βρίσκει δουλειά σ’ ένα καταφύγιο για αστέγους. Όσοι δουλεύουν εκεί, ξορκίζουν τους δικούς τους δαίμονες, όσοι κοιμούνται εκεί, έχουν χάσει από παντού. Σ’ ένα παιχνίδι της μοίρας, ένας από τους αστέγους που θα ψάξει κρεβάτι για να προφυλαχθεί από το θανατηφόρο κρύο είναι ο πατέρας του. Πλέον ο Νικ θα έρθει αντιμέτωπος με τη βαριά κληρονομιά του πατέρα του, αυτήν ενός ανθρώπου αλκοολικού, δύστροπου, ομοφοβικού και ρατσιστή που βρίσκεται συνεχώς στο μεταίχμιο της παράνοιας, ο οποίος όμως δεν τα παρατάει ποτέ. Κι όταν λέμε «ποτέ», εννοούμε «ποτέ».
Το αμερικάνικο όνειρο έχει ήδη καταρρεύσει προ πολλού, ασχέτως αν διατηρείται στη φορμόλη μέσω των φαντεζί πολυεθνικών, του χόλιγουντ και της ευημερίας όσων ζουν σε ουρανοξύστες και άνετες μονοκατοικίες. Η διατήρηση του ονείρου ανέκαθεν λειτουργούσε ως εφιάλτης για όσους δεν κατάφερναν να πετύχουν το κάτι παραπάνω, για όσους γεννιούνται και πεθαίνουν σε γκέτο και σε τροχόσπιτα, για όσους πενηντάρηδες χάνουν τη δουλειά τους και δεν μπορούν να πληρώσουν το νοίκι ή το δάνειο. Το δίπολο γουίνερ-λούζερ λειτουργούσε και λειτουργεί ως μια κρεατομηχανή που αλέθει, ατάκες του στιλ «ο δεύτερος δεν είναι τίποτα» μετατρέπουν τη ζωή σε πρωταθλητισμό, και στον πρωταθλητισμό υπάρχει χώρος μόνο για σκληρούς αγωνιστές. Οι υπόλοιποι είναι φύρα, είναι τα κοκαλάκια στον κιμά που τα φτύνεις, καθώς σου παρεμποδίζουν το μάσημα.
Η σκληρή καθημερινότητα των πολλών, της ανώνυμης μάζας, σβήνεται από την ιστορία, μπαίνει κάτω από το χαλάκι, η ζωή τους μετατρέπεται σ’ ένα απλό στατιστικό, που εφόσον δεν μπορεί να επηρεάσει τους οικονομικούς δείκτες, είναι επί της ουσίας ασήμαντο.
Όπως για παράδειγμα στη χώρα μας… Η οικονομική αφαίμαξη που βιώνουμε μας κάνει ακόμα πιο αδύνατους και η φωνή μας χάνει την ισχύ της. Οι οικονομικοί δείκτες μπορεί κάποτε να λειτουργήσουν σε επιθυμητά επίπεδα, μπορεί ο εθνικός ισολογισμός τελικά να ισοσκελιστεί, μπορεί στα χαρτιά κάποτε να φαίνεται πως η Ελλάδα είναι μια χώρα αντάξια των ευρωπαϊκών στάνταρ, αλλά στην ελεύθερα αγορά πρωταθλητισμού, τα νούμερα χτίζονται πάνω στην ανέχεια των πολλών και στην εξαθλίωση των αδυνάτων.
Η ταινία δεν είναι πολιτική, αλλά έχει το άρωμα της πολιτικής. Έστω και άθελά της αφού ο κεντρικός άξονας είναι η σχέση πατέρα και γιου, απογυμνώνει ένα σύστημα που τρώει τις σάρκες του. Ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο είναι εξαιρετικός στο ρόλο του πατέρα, ο Πολ Ντέινο το ίδιο στο ρόλο του γιου, παρά το ναρκισσιστικό ερειστικό του βλέμμα. Το μοναδικό σημείο που πραγματικά σχεδόν τα καταστρέφει όλα, είναι η μουσική επένδυση. Μια γλυκανάλατη μουσική εύκολης συγκίνησης και σαχλαμάρας που επί της ουσίας απαλύνει την κοινωνική κριτική και προσπαθεί ως αντίρροπη δύναμη να βγάλει «ανθρώπινα» εμπορικά συναισθήματα (ή αλλιώς “εμετό”). Κλείστε τα αυτιά σας και θα την απολαύσετε δυο φορές περισσότερο.
Σωτήρης Μπαμπατζιμόπουλος
sotirisdog@gmail.com