Reviews Moonrise Kingdom

1 Σεπτεμβρίου 2020 |

0

Moonrise Kingdom

Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον

Παίζουν: Τζάρεντ Γκίλμαν, Κάρα Χέιγουορντ, Μπρους Γουίλις, Έντουαρντ Νόρτον, Μπιλ Μάρεϊ, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, Τίλντα Σουίντον.

Διάρκεια: 94’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο έρωτας του φεγγαριού»

 What kind of bird are you?

Ρίχνοντας μία προσεκτική ματιά σε όλες τις ταινίες του Γουές Άντερσον, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι οι ήρωές του υποφέρουν από κάποια επώδυνη διαδικασία ενηλικίωσης. Λαχταρούν μία σχετικά θολή και όχι απαραίτητα ευτυχισμένη παιδικότητα. Φοβούνται την αιμορραγία της πρώτης πληγής. Μία αίσθηση ρετρό αναπόλησης και νοσταλγικής ατμόσφαιρας κυριαρχεί. Όπως και μία δίψα για έναν αόριστο παράδεισο, ο οποίος ανάθεμα αν υπήρξε ποτέ στα αλήθεια. Στο Moonrise Kingdom, οι κεντρικοί χαρακτήρες δεν στοιχειώνονται από κάποια παιδική θύμηση, για ένα πάναπλο λόγο. Είναι ακόμη παιδιά. Ο Γουές Άντερσον ωριμάζει γινόμενος παιδί. Προχωρά στο μέλλον βουτώντας στο παρελθόν.

Τα γνώριμα κι αγαπημένα στοιχεία είναι όλα εδώ. Ξεχαρβαλωμένες και προβληματικές οικογένειες. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά απόντες γονείς. Γοητευτικοί απόκληροι έφηβοι που περιφέρουν την συναρπαστική παραξενιά τους. Πανέμορφα τράβελινγκ που χτίζουν την ιδιορρυθμία ενός απομονωμένου κόσμου. Ένα soundtrack που συμπαρίσταται στους ήρωες με τρυφερότητα. Παστέλ χρωματική παλέτα. Κάδρα που θυμίζουν μικρούς πίνακες. Ήρωες που φοράνε ρούχα που μοιάζουν με στολές.

Ο γνώριμος ακραίος φετιχισμός των αντικειμένων. Τα κυάλια θα είναι αυτή τη φορά το μαγικό ραβδί. Σοφή επιλογή και με σκεπτικό. Τα κυάλια είναι αντικείμενα που μετατρέπουν κόσμους μακρινούς σε χειροπιαστούς, όπως ακριβώς και το σινεμά. Χιούμορ που αναδύεται μέσα από την ειρωνεία της πραγματικότητας. Χιούμορ που πηγάζει από τον αμηχανία που προκαλούν οι σκέψεις και τα αισθήματα.

Καλώς ήρθατε στο βασίλειο της λεπτομέρειας του Γουές, όπου o χωροχρόνος εμφατικά προσδιορισμένος, όχι μόνο για λόγους ευχάριστου κωμικού διαλείμματος. Τη χρονιά που οι ΗΠΑ κλιμακώνουν την εισβολή τους στο Βιετνάμ, ο νεαρός πιονέρος μας, με καπέλο Ντέιβι Κρόκετ, αναζητά τη γαλήνη αρχαίων ινδιάνικων μονοπατιών.

Τη χρονιά που βγαίνει στις αίθουσες Ο τρελός Πιερό, η νεαρή φυγάς ντύνεται σαν κομψή Γαλλιδούλα δεσποινίς και ακούει φινετσάτους γαλλικούς δίσκους στο πικάπ της. Ούτως ή άλλως η φυγή του ανήλικου ζευγαριού θυμίζει τη δραπέτευση του Πιερό και της Μαριάν στην ταινία του Γκοντάρ. Ευτυχώς, ο Γουές δεν βάζει τον πιτσιρικά πρόσκοπο να βάψει το πρόσωπο του μπλε και να ανατιναχτεί με εκρηκτικά.

Οι δύο νεαροί μας επαναστάτες ερωτεύονται λοιπόν κεραυνοβόλα. Ερωτεύονται και σχεδιάζουν μεθοδικότατα τη φυγή τους από ένα κόσμο που δεν τους χωράει. Την ίδια στιγμή, παραμονεύει μία βιβλικών διαστάσεων θύελλα. Δεν μας έρχεται όμως κατακέφαλα η απειλητική θεομηνία, καθώς έχει προ-οικονομηθεί κομψά και έξυπνα. Από την πρώτη γνωριμία των δύο φυγάδων εν μέσω μιας θεατρικής σχολικής παράστασης που αναπαριστά τον Κατακλυσμό του Νώε. Όπως είχαμε αναφέρει πρωτύτερα, ο Άντερσον δείχνει να ψάχνει συνεχώς κάτι. Αυτό το κάτι όμως, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το είχε ποτέ στην κατοχή του. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα είναι που χαρίζει το τόσο ξεχωριστό στιλ και βάθος στην αναπόληση που πραγματοποιεί.

Ο Άντερσον αναζητά μανιωδώς τον αυθορμητισμό και την απλότητα της παιδικής ηλικίας. Την ασύλληπτη και απέραντη μαγεία ενός ολάκερου κόσμου που ξεδιπλώνεται μπροστά σε ορθάνοιχτα μάτια, αλλά με εφόδια και μυαλό ενηλίκου. Όπως ακριβώς η ατελείωτη λίστα με εμπειρίες του καθενός μας, τις οποίες θα θέλαμε να επαναλάβουμε ξανά από την αρχή, αλλά λίγο παραλλαγμένες. Με λίγη περισσότερη προσοχή ή συνειδητοποίηση ή ωριμότητα ή βάλτε όποιο ουσιαστικό θέλετε, τέλος πάντων λίγο καλύτερα και ομορφότερα. Η παιδικότητα τελειώνει οριστικά με το πρώτο σκίρτημα της νοσταλγίας. Κι εμείς μένουμε μετέωροι σε αυτό το κενό, χαμένοι σε δύο κόσμους.

Διόλου τυχαία λοιπόν, στο βασίλειο του φεγγαριού οι κανόνες αντιστρέφονται. Τα παιδιά συζητούν, πράττουν, αποφασίζουν, επιλέγουν, μάχονται και σκέφτονται. Κάνουν τα πάντα τόσο με την ορμή της παιδικότητας όσο και με τη λογική ενός ενήλικου. Στον αντίποδα, οι ενήλικες αδυνατούν να αποκτήσουν αυτό-έλεγχο, δεν μπορούν να διαχειριστούν τις καταστάσεις. Χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, όπως και κάθε κύρος ή σεβασμό.

Ο Άντερσον κοροϊδεύει τους ήρωές του με συμπάθεια, τους φέρνει στα όρια του γελοίου με τρυφερότητα. Αποπνέει μία μόνιμη αίσθηση θλίψης και συγκίνησης, μέσα από το κωμικοτραγικό του όλου πράγματος. Το παραμύθι είχε πάνω κάτω προδιαγεγραμμένη διάρκεια ζωής και αυτοί που το έζησαν δεν τα πέρασαν και άσχημα. Η ζωή από την άλλη, δεν έχει καθορισμένη ημερομηνία λήξης. Επίσης, είναι δυστυχώς συνεχόμενη και χωρίς pit stops για ξεκούραση. Επομένως, θα έχει πάντα ανάγκη από λίγο ψέμα, από λίγο παραμύθι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑