Όπως στη ζωή, έτσι και στον έρωτα, δεν εισέρχονται όλοι με τις ίδιες αποσκευές. Άλλοι κουβαλούν μαζί τους πάρα πολλά κι άλλοι πολύ λίγα. Άλλοι -έχοντας συνηθίσει στην ιδιοκτησία, την κατοχή, την ευμάρεια- εμφανίζονται στη συνάντηση με φορτωμένες καρδιές κι άλλοι μονάχα με το ταλαίπωρο σαρκίο τους, το μονίμως εκτεθειμένο στις διαθέσεις του καιρού και της μοίρας, χωρίς να μπορούν με σιγουριά να πουν αν τους ανήκει έστω αυτό.
Η περίπτωση του Άλεξ και της Μισέλ, είναι αυτή η δεύτερη. Δεν τους ανήκει τίποτα, ούτε καν ο ίδιος τους ο εαυτός (άλλωστε η αντίληψη του εαυτού μας περνάει πάντα μέσα απ’ τον κόσμο των υλικών κτήσεων: όσο λιγότερα κατέχεις, τόσο λιγότερο «εαυτό» διαθέτεις), τίποτα στον κόσμο δεν μπορούν να αποκαλέσουν, ελαφρά τη καρδία, «δικό τους». Η Μισέλ χάνει σιγά-σιγά μέχρι και την όρασή της, την αίσθηση που της επιτρέπει να κάνει αυτό που αγαπάει, να ζωγραφίζει. Άστεγα σώματα, αδέσποτες ψυχές χωρίς υλική προέκταση, ο Άλεξ κι η Μισέλ θα ερωτευτούν ωστόσο. Κι ο έρωτάς τους θα είναι αγνός, υπέρλαμπρος, τέλειος. Απαλλαγμένος απ’ το βάρος των αντικειμένων, όπως οι ίδιοι. Γιατί ο έρωτας, για να φανερώσει τα βαθύτερα μυστικά του, θέλει ανθρώπους-πτηνά.
Οι -θρυλικοί για το σινεμά των 90s-Εραστές της Γέφυρας είναι ο τρόπος του Καράξ να πει ότι το αληθινό πάθος δεν αναπνέει ελεύθερο μέσα στις κρεβατοκάμαρες αλλά έξω, στους δρόμους, τις γέφυρες, τα ποτάμια και τις θάλασσες, οπουδήποτε κινδυνεύεις να σκοτωθείς, να πνιγείς ή να ανέλθεις στους ουρανούς, τόσο ελεύθερος κι αθάνατος όπου τα σπίτια, αυτά τα μεγάλα τσιμεντένια κουτιά, να μη σε χωράνε. Κι ωστόσο δεν είναι μια ταινία που εξιδανικεύει την ανέχεια, που μετατρέπει την εξαθλίωση σε φωτογενές θέαμα, κάθε άλλο.
Το άσχημο παρουσιάζεται ακριβώς όπως είναι, ενοχλητικό και δυσάρεστο. Δεν είναι στις προθέσεις του Καράξ να μας στείλει μια καρτ ποστάλ από μια κόλαση που ξέρει ότι μόνο υποκριτικά και κακόπιστα θα δηλώναμε ότι βρίσκουμε γοητευτική. Προφανώς όλα όσα βλέπουμε έχουν περάσει απ’ το φίλτρο της ποίησης, κι αυτό από μόνο του αρκεί για να μπορεί κάποιος να μιλήσει για «παραποίηση της σκληρής πραγματικότητας» ή «ωραιοποίηση της αθλιότητας». Ωστόσο ο Καράξ πουθενά δεν φαίνεται να αναπαράγει κάποιο αφελές -και παντελώς ψεύτικο- ιδεολόγημα που θα κήρυττε ότι ο έρωτας είναι όμορφο πράγμα ακόμα κι όταν κοιμάσαι κάτω από γέφυρες, φοράς κουρέλια, ζητιανεύεις ή κλέβεις. Αυτό που θέλει να δείξει είναι το πάθος απεγκλωβισμένο από τις κοινωνικές συμβάσεις, ελεύθερο να συνδυάζει συνεχώς το άσχημο με το όμορφο, το λυπητερό με το χαρούμενο, το χθαμαλό με το υψηλό, χωρίς να προβαίνει σε αξιολογικές κρίσεις ή να προτείνει εναλλακτικά μοντέλα ύπαρξης.
Στο υπέροχο φιλμ του υπάρχουν απλώς δυο περιθωριακοί που αγαπιούνται έξω απ’ την επικράτεια του κομφορμισμού, και είναι εκεί μόνο για να τους δούμε, ούτε για να τους ζηλέψουμε, ούτε για να τους περιφρονήσουμε. Διακηρύττουν το δικαίωμά τους στην ερωτική παραφορά, ανεξάρτητα απ’ τη συγκατάθεση ή την άρνησή μας, για τις οποίες νιώθουν, έτσι κι αλλιώς, θεϊκή αδιαφορία. Γι’ αυτό είναι μια διαδρομή ελευθερίας. Αυτή η ελευθερία, όμως, δεν εξιδανικεύεται ποτέ. Σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί απλώς την άλλη όψη της αυτοκαταστροφής κι ο Καράξ το ξέρει ότι ελευθερία και ευτυχία δεν πάνε απαραίτητα μαζί.
Ο Άλεξ κι η Μισέλ δεν καθαγιάζονται ως «ελεύθερες» ή «αυθεντικότερες» ή «ανυπόκριτες» ψυχές, σε αντίθεση με τους «κανονικούς», συμβατικούς, κοινωνικά ενταγμένους ανθρώπους που ο πληκτικός κομφορμισμός τους θα τους στερούσε την πρόσβαση στο αληθινό πάθος: κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αισχρή ωραιοποίηση της αδικίας και θα δικαιολογούσε τη δεινή θέση τους, μετατρέποντάς την σε απαραίτητο συμπλήρωμα ενός ορθολογικού και καλώς καμωμένου κόσμου για τον οποίο εκείνοι και όλοι όσοι τους μοιάζουν θα αποτελούσαν το απαραίτητο καρύκευμα αντικομφορμισμού. Προφανώς οι δυο καταραμένοι εραστές είναι θύματα της κοινωνίας. Αυτή τους η ιδιότητα, όμως, δεν τους απαγορεύει να είναι άνθρωποι, να ζουν και να αγαπούν. Ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο, ο Καράξ θα τους διαλέξει για ήρωές του και θα επιτρέψει στις ψυχές τους να εκραγούν επί της οθόνης σαν πυροτεχνήματα (όχι τυχαία, η πιο εμβληματική σκηνή του φιλμ είναι γεμάτη με τέτοια).
Ηλεκτρίζοντας τα -πανέμορφα- πλάνα του με την ανυπόταχτη ορμή, τον οίστρο και την ποιητική τρέλα δυο κατατρεγμένων πλασμάτων, μπροστά στα οποία η πραγματικότητα απλώνεται ρευστή και μονίμως ταραγμένη, σαν απειλητικός χείμαρρος και μόνιμο ερέθισμα για φευγιά και περιπέτειες, ο Καράξ σκηνοθετεί μοναδικά και με παραληρηματική έμπνευση τη φαινομενολογία της ερωτικής παραζάλης, αφαιρώντας από πάνω της τα δραματουργικά/ ιδεολογικά/ πνευματοκρατικά ιζήματα που άφησαν αιώνες ψυχολογισμού. Κι έτσι μετατρέπει ένα ολόκληρο Παρίσι (σπανίως τόσο σαγηνευτικά κινηματογραφημένο), σε κρεβατοκάμαρα για εκείνους που δεν έχουν «που την κεφαλήν κλίναι». Οι «Εραστές της γέφυρας» δεν μπορούν (ή ίσως και να μη θέλουν τελικά) να στεγάσουν τα αισθήματά τους μέσα σε κάποιο διαμέρισμα αλλά οι δρόμοι είναι πάντα εκεί για τα ταξίδια τους.
Κι όπως λέει κι ο Χατζιδάκις, κάθε δρόμος έχει μια καρδιά για τα παιδιά.