Reviews Get the Gringo

11 Απριλίου 2012 |

0

Get the Gringo

Σκηνοθεσία: Άντριαν Γκρούνμπεργκ

Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Πέτερ Στορμάρε, Ντιν Νόρις

Διάρκεια: 95’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Οι καλοκαιρινές μου διακοπές»

Ο Άντριαν Γκρούνμπεργκ έχει διατελέσει επί σειρά ετών βοηθός σκηνοθέτη στο πλευρό πολύ γνωστών σκηνοθετών, σε μία πληθώρα εξίσου γνωστών ταινιών. Ενδεικτικά να αναφέρουμε το «Traffic» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, το «Limits of Control» του Τζιμ Τζάρμους, το «Frida» της Τζούλι Τέιμορ, το «Apocalypto» του Μελ Γκίμπσον. Η τελευταία ταινία δεν αναφέρθηκε τυχαία, διότι η τότε συνεργασία εξελίχτηκε σε φιλία, σε σημείο μάλιστα που ο Μελ Γκίμπσον ανέλαβε τους ρόλους του συν-σεναριογράφου, πρωταγωνιστή και πάνω απ’ όλα χρηματοδότη στο σκηνοθετικό βάπτισμα πυρός του Γκρούνμπεργκ. Ένα από τα θεωρούμενα καμένα χαρτιά του Χόλιγουντ, ο Mad Max – Braveheart – Riggs της καρδιάς μας επιστρέφει λοιπόν στο προσκήνιο ή τέλος πάντων προσπαθεί να επιστρέψει, δεδομένου ότι οι πρόσφατες απόπειρές του, «The edge of darkness» (2010) και «Beaver» (2011), είχαν στεφθεί με παταγώδη αποτυχία. Η συνταγή μοιάζει γνωστή και επιτυχημένη, μία action comedy, ενα κινηματογραφικό είδος δηλαδή στο οποίο μοιάζει να ειδικεύεται και το οποίο απογείωσε την καριέρα του. Απομένει να δούμε αν το Χόλιγουντ θα δεχτεί πίσω στη ζεστή του αγκαλιά το απολωλός πρόβατο, το οποίο είχε εξοριστεί από το ποίμνιο, μετά από αντισημιτικές δηλώσεις, βίαιες απειλές κατά της συζύγου του και συλλήψεις για μέθη.

Αν πάρει πουθενά πάντως το μάτι σας πουθενά τον χαρακτηρισμό «η νέα ταινία όπου πρωταγωνιστεί ο Μελ Γκίμπσον», να ξέρετε πως είναι ολίγον αναληθής, καθότι η ταινία δεν είναι ακριβώς ολόφρεσκη. Γυρίστηκε πριν δύο χρόνια και όσο έμεινε στο ράφι πρόλαβε μάλιστα να αλλάξει και τίτλο, καθώς το «How I Spent my Summer Vacation» θεωρήθηκε χλιαρό και αντικαταστάθηκε από το πιο πιασάρικο και περιγραφικό «Get the Gringo». Η ταινία μάλιστα δεν πρόκειται να βγει ποτέ στις αμερικάνικες αίθουσες παρά μόνο σε Video On Demand (VOD) κύκλωμα, ενώ έχουμε κάθε λόγο να νιώθουμε εθνικά υπερήφανοι, καθώς η Ελλάδα είναι πέμπτη κατά σειρά χώρα στον κόσμο, όπου η ταινία θα βγει στις αίθουσες, μετά από το Ισραήλ, τη Ρωσία, την Ουκρανία και τον Λίβανο, στα πλαίσια μίας ομολογουμένως ιδιόρρυθμης πολιτικής προώθησης…

Σε μία εναρκτήρια σκηνή ικανοποιητικής έντασης, δίχως περιττές διευκρινίσεις και αναδρομές, η ιστορία μας θα προσδιοριστεί οριστικά και αμετάκλητα ως προς το γεωγραφικό της σκέλος. Προσπαθώντας να ξεφύγει από τους διώκτες του, ο ήρωάς μας θα περάσει τη διαχωριστική γραμμή και βρεθεί σε πολύ χειρότερη κατάσταση. Η έναρξη μίας αιματοβαμμένης μεξικάνικης saga, εξοπλισμένης με όλα τα απαραίτητα συνοδευτικά στοιχεία. Ιδρώτας, διαφθορά, αλκοόλ, αμοραλισμός και αναρχία, αδέσποτες σφαίρες, εκβιασμοί, κυνήγι των χαμένων χρημάτων. Όλα τα παραπάνω δοσμένα σε μία τραμπάλα μόνιμου μισοσκόταδου και ήλιου που λεκιάζει και ζέχνει, εδώ είναι Μεξικό και όποιος αντέξει. Για να προλάβουμε τυχόν αιτιάσεις έλλειψης αληθοφάνειας, να αναφέρουμε πως η ιδιόρρυθμη φυλακή, η οποία απεικονίζεται στην ταινία, έχει υπάρξει στην πραγματικότητα. Το «Pueblito» («Χωριουδάκι», ελληνιστί) στην Τιχουάνα υπήρξε ένα σωφρονιστικό τερατούργημα, το οποίο έλαβε τη μορφή μίας μικρής κοινότητα θεσμοθετημένης παρανομίας. Τα καρτέλ και οι βαρόνοι του εγκλήματος ζούσαν πλουσιοπάροχα και συνέχιζαν τις δουλειές τους με μεγαλύτερη άνεση, καθώς είχαν ως βιτρίνα την τυπική τους φυλάκιση, ενώ παράλληλα η συνδρομή της πάντα άτεγκτης μεξικάνικης αστυνομίας ήταν ευκολότερη. Την ίδια στιγμή, οι μικροεγκληματίες κρατούμενοι ζούσαν σε καθεστώς στρατοπέδου συγκέντρωσης και πήγαιναν σαν τα σκυλί στο αμπέλι.

Μέσα σε όλο αυτό το χάος λοιπόν, ο φτωχός και μόνος καουμπόι θα βρει έναν ανέλπιστο φίλο, θα τα βάλει με όλους τους κακούς, το φούξια πουκάμισό του θα μείνει ατσαλάκωτο, θα ξορκίζει τις δύσκολες στιγμές με μορφασμούς, θα ανταμειφθεί με το τρίπτυχο της ευτυχίας αιώρα – παραλία – κορίτσι. Κορυφαία του στιγμή κατά τη γνώμη μου, όταν σε ιπτάμενη κατάσταση πιάνει «μήλο» μία χειροβομβίδα και την επιστρέφει συστημένη στον αποστολέα της ενώ βρίσκεται ακόμη στον αέρα, με κίνηση «φόλοου», για να δανειστώ έναν μπασκετικό όρο. Κατά τα λοιπά, η ταινία προσπαθεί ολίγον εκβιαστικά να στυλιζάρει περίτεχνα τη βία της, εκλιπαρώντας να ενταχθεί σε μία hype σινεφίλ κουλτούρα. Όπως είθισται σε ανάλογες περιπτώσεις, όλη αυτή η πρεμούρα δύσκολα βγαίνει σε καλό. Για να το θέσουμε διαφορετικά, με κάποιο ταλέντο στη θέση του σκηνοθετικού οδηγού ίσως βλέπαμε κάτι πραγματικά στιλάτο και σενιαρισμένο. Από την άλλη βέβαια, οφείλουμε να παραδεχτούμε: α)πως η ταινία κρατά ζωντανό τον χτύπο της έντασης σε όλη τη διάρκειά της, β)να της καταλογίσουμε ότι διασκεδάζει αβίαστα, ίσως ακριβώς επειδή δεν σκοπεύει σε καμία στιγμή να ψυχαγωγήσει σε βάθος και γ)δεν προδίδει το φτωχό πλην τίμιο είδος που υπηρετεί.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑