Ladykillers

Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Μάκεντρικ

Παίζουν: Άλεκ Γκίνες, Σεσίλ Πάρκερ, Χέμπερτ Λομ, Πίτερ Σέλερς, Ντάνι Γκριν

Διάρκεια: 91’

Έτος παραγωγής: 1955

Το Ladykillers αποτελεί τον τελευταίο κρίκο στην αλυσίδα των μεγάλων σουξέ των λονδρέζικων Ealing Studios, που για περίπου μία 7ετία (από το 1949 ώς το 1955), έγραψαν τις δικές τους χρυσές σελίδες στην ιστορία του βρετανικού σινεμά, λανσάροντας ένα sui generis στυλ σατιρικής –και πολύ συχνά μαύρης- κωμωδίας. Εκείνη τη χρονιά, η θρυλική εταιρία παραγωγής πέρασε στην κατοχή του BBC, όπου και παρέμεινε για 40 ακριβώς χρόνια, μέχρι το 1995, προτού επαναδραστηριοποιηθεί στον χώρο του σινεμά, υπογράφοντας και πάλι τις δικές της παραγωγές, στην αυγή του 21ου αιώνα. Τα Ealing Studios φέρουν, σημειωτέον, το γαλόνι του μακροβιότερου χώρου γυρίσματος κινηματογραφικών ταινιών στην ιστορία του σινεμά, με το εναρκτήριο λάκτισμα να δίνεται τον Σεπτέμβριο του 1930.

Παρεμπιπτόντως, ο σκηνοθέτης της ταινίας Αλεξάντερ Μάκεντρικ, απογοητευμένος από την πώληση των Ealing Studios στο BBC, και αποκαρδιωμένος από τον τρόπο λειτουργίας της βρετανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, μετακόμισε στο Χόλιγουντ την αμέσως επόμενη χρονιά. Το ντεμπούτο του Sweet Smell of Success (1957) γνώρισε μεν μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, αλλά και την αποθέωση από τους κριτικούς της εποχής, αποτέλεσε όμως πολύ δυσάρεστη εμπειρία για τον σκηνοθέτη, καθώς βρισκόταν συνεχώς στα μαχαίρια με τους παραγωγούς της ταινίας (την παραγωγή είχε αναλάβει η εταιρία Hecht-Hill-Lancaster Productions [ΗΗL], στην οποία ένας από τους τρεις κύριους μετόχους ήταν ο Μπαρτ Λανκάστερ, που πρωταγωνιστούσε και στην ταινία, στο πλευρό του Τόνι Κέρτις). Δύο χρόνια αργότερα, ο Μάκεντρικ επέστρεψε στην Αγγλία για τη δεύτερη συνεργασία του με την ΗΗL Productions, την ταινία The Devil’s Disciple, από την οποία απολύθηκε ένα μόλις μήνα μετά την έναρξη των γυρισμάτων (με τον Γκάι Χάμιλτον να τον αντικαθιστά). Έκτοτε, η σκηνοθετική του καριέρα πήρε σχεδόν αυτόματα την κατιούσα, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί και να στραφεί στη διδασκαλία, στο πανεπιστήμιο CalArts της Καλιφόρνια.

Το Ladykillers, το οποίο φιγουράρει στη 13η θέση της λίστας του British Film Institute με τις σπουδαιότερες βρετανικές ταινίες όλων των εποχών, είναι μια κωμωδία που ενδύει τα ξέφρενα της gags με την ιερότητα μιας τελετουργικής μυσταγωγίας, λειτουργώντας ως μια ασταμάτητη υπενθύμιση πως η ιλαρότητα της ίδιας της ζωής είναι ίσως το μόνο στοιχείο της που οφείλουμε να πάρουμε δεόντως στα σοβαρά.

Μια πενταμελής ξεκούρδιστη κουστωδία επίδοξων ληστών νοικιάζει όλα τα δωμάτια στο σπίτι – ερείπιο μιας άκακης γριούλας, το οποίο είναι χτισμένο δίπλα στην είσοδο ενός σιδηροδρομικού τούνελ που οδηγεί στον πολύβουο σταθμό King’s Cross, στο Λονδίνο. Αυτή η φάλτσα Συμμορία των πέντε, η οποία παριστάνει το κουιντέτο μουσικών προκειμένου να καλοπιάσει τη φιλόμουση -και εξαντλητικά κουραστική μέσα στη σχολαστική αγαθοσύνη της- γριούλα, έχει καταστρώσει ένα υποχθόνιο σχέδιο ληστείας μιας χρηματαποστολής που μεταφέρεται σιδηροδρομικώς.

Το Ladykillers χρωστά την ιδιαίτερη φύση του και τα ξεχωριστά του θέλγητρα σε έναν ευφυή συνδυασμό ακατέργαστου ντελιρίου και χορογραφημένης υποτονικότητας. Όλα τα κωμικά ευρήματα της ταινίας μοιάζουν να κυλούν σε ένα ρυθμό που εκ πρώτης όψεως μοιάζει παντελώς αταίριαστος με τον μπουρλέσκ χαρακτήρα τους, σαν μια σπονδή στη ματαιότητα, σαν μια παρατεταμένη κηδεία που συντελείται σε κωμικό -και όχι πένθιμο- μοτίβο.

Η ισοπεδωτική απάθεια της γριούλας κερδίζει κατά κράτος όλες τις μηχανορραφίες των εγκληματιών, η στατική προσκόλληση στους τύπους, την απλοϊκότητα και τη συνήθεια ισοπεδώνει ολοκληρωτικά όλες τις απόπειρες επιβολής και βίας. H ληστεία θα εκτελεστεί στην εντέλεια, αλλά η αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη, όχι ως αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών, αλλά ως άμεση συνέπεια του ανθρώπινου ριζικού. Οι ήρωες της ταινίας είναι εκ προοιμίου καταδικασμένοι να βιώσουν τις συνέπειες των αληθινά ανίκητων αντιπάλων: της πλάνης και της πλεονεξίας, αλλά πρωτίστως της σαρωτικής ηλιθιότητας που δεν μπορεί να εμποδιστεί από κανένα ανάχωμα.

Ως μαέστρος αυτού του ξεχαρβαλωμένου κουιντέτου, ο υπέροχος Άλεκ Γκίνες ενσαρκώνει μια γκροτέσκα σκιώδη φιγούρα, που φέρνει σε θλιμμένο τέρας του παραμυθιού που δεν κατορθώνει πλέον να τρομάξει κανένα, μοιάζοντας με ξεψυχισμένο Δόκτωρ Γιόχαν Φάουστ, που ξεπούλησε την ψυχή του στον διάβολο, χωρίς όμως κανένα αντάλλαγμα. Ο Μάκεντρικ, εν έτει 1955, κατορθώνει να φτιάξει μια κωμωδία που υπονομεύει την ίδια της την κωμική φύση, λειτουργώντας όμως παράλληλα ως κωμικό παιχνίδισμα διαφόρων κινηματογραφικών ειδών (gangster και horror movies της εποχής). Το Ladykillers κλείνει ασταμάτητα το μάτι στον θεατή, σε ένα ατελείωτο κρεσέντο από υπονοούμενα, μισές αλήθειες και παραπλανητικές υπόνοιες. Και βαδίζει περήφανα προς ένα μηδενιστικό φινάλε καταδίκης και δικαίωσης, αλλά και απόλυτης ηθικής πολυσημίας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑