Les Innocentes

Σκηνοθεσία: Αν Φοντέν

Παίζουν: Λου ντε Λαάζ, Αγκάτα Μπούζεκ, Αγκάτα Κουλέσα, Γιοάνα Κούλιγκ

Διάρκεια: 115’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Η ενοχή των αθώων»

Πολωνία, 1945, στα απόνερα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας κόσμος θαρρείς λουσμένος επί μονίμου βάσεως σε ένα παρατεταμένο σκοτάδι, σε μία νυχτιά που δεν λέει να ξημερώσει. Η φρίκη είναι ακόμη νωπή, το μούδιασμα κυριαρχεί. Όπως και η αμφιβολία για το αν μπορεί να φυτρώσει ξανά η (οποιαδήποτε) ελπίδα. Μία Γαλλίδα νοσοκόμα, ιδεολογικά προσηλωμένη στο κόκκινο, αλλά χωρίς την παραμικρή αρτηριοσκλήρυνση, παρεκκλίνει από το πρωτόκολλο της αποστολής της, όταν συγκινείται από ένα απρόσμενο κέλευσμα για βοήθεια.

Σε ένα γυναικείο Καθολικό μοναστήρι της πολωνικής υπαίθρου, έχουν τρυπώσει ο όλεθρος και η ζωή από την ίδια χαραμάδα. Ο σπόρος του θανάτου και του πολέμου μπορεί να καρποφορήσει φως και αισιοδοξία. Αρκεί να αφεθεί όχι στη μοίρα της Θείας Πρόνοιας, αλλά στην πρόνοια της ανθρωπιάς. Σε ένα κόσμο χρεοκοπημένο από ιδανικά και σύμβολα, η μόνη πηγή σωτηρίας είναι η απαγκίστρωση της καλοσύνης από οποιοδήποτε άρμα. Η υπαγόρευση του καλού οφείλει πλέον να είναι εσωτερικός αυτοσκοπός και όχι οργανικό γρανάζι.

Όπως έχει πολλάκις αποδειχτεί, όταν ο άνθρωπος κραυγάζει, η σιωπή του θεού γίνεται ακόμη πιο εκκωφαντική. Σε μία εναρκτήρια σκηνή ανατριχιαστικής έντασης, η προσευχή μετατρέπεται από δίαυλος επικοινωνίας σε μέσο κώφωσης. Οι φωνές ενώνονται, οι ψαλμωδίες κορυφώνονται, τα βλέμματα χαμηλώνουν, τα ουρλιαχτά πόνου καταπνίγονται. Μέχρι που θα τρυπώσει μία παρείσακτη εντός των απαγορευμένων τειχών, μετά από πρόσκληση μίας ανυπάκουης αγγελιοφόρου.

Με μπλε κασκόλ και πουλόβερ τόσο λαμπερά και θερμά, ικανά να σπάσουν τη μονοτονία της εσώκλειστης καταχνιάς. Μία εισβολή λογικής σε ένα κλειστό κύκλωμα παραλογισμού. Μία επίθεση φιλίας και ζεστασιάς, που θα αναγκάσει δυο διαμετρικά αντίθετους κόσμους να ενώσουν καρδιές και χέρια. Σαν μία μεσσιανική μικρογραφία, μία χούφτα γυναίκες θα επιφορτιστούν με ένα επώδυνο χρίσμα. Θα πρέπει να προδώσουν τον θεό, για να λατρέψουν τον άνθρωπο. Για να φέρουν στον κόσμο την υποψία ενός ηπιότερου αύριο και την υπόνοια ότι το κακό μπορεί κάποτε να ξορκιστεί.

Η Αν Φοντέν στήνει μία διελκυστίνδα πίστης και απελπισίας, υπέρβασης και παραίτησης, βγάζοντας νικήτρια την -έστω πρόσκαιρη, ατελή και πέρα για πέρα αβέβαιη- ελπίδα. Σε μία συνθήκη πνιγηρή και αποπνικτική, τη στιγμή της υπέρτατης ανάγκης για οποιαδήποτε άνωθεν κι ετερόφωτη καθοδήγηση, ο άνθρωπος είναι λυτρωτικά μονάχος. Η Φοντέν θα χτίσει ένα κόσμο αμφιβολίας και ηθικών διλημμάτων εσωτερικής φύσης, μέσα από μία σειρά από μικρά -και ίσως αθέατα στην πρώτη ματιά- κινηματογραφικά θαυματάκια.

Όπως μία πανέμορφη σεκάνς, όπου για λίγα δευτερόλεπτα αδυνατείς να αντιληφθείς αν πρόκειται για αναμόχλευση των οδυνηρών βιωμάτων ή για επανάληψη της τραγωδίας. Όπως έναν χαμηλόφωνο έρωτα, που κινείται μονίμως διακριτικά και σε πίσω φόντο, που σε αναγκάζει να κρυφοκοιτάς λαίμαργα, χωρίς όμως να αποσπάσαι. Όπως έναν καταπληκτικό συμπληρωματικό χαρακτήρα (τον μόνο ανδρικό), που λειτουργεί όχι ως φτηνιάρικο comic relief, αλλά ως υπενθύμιση εκείνου του περιπαικτικού αυτοσαρκασμού που φυτρώνει μετά από κάθε τραγωδία και απώλεια. Όπως έναν διαρκή υπαινιγμό σύγκρουσης, από το σκουρόχρωμα ράσα που σέρνονται στο χιόνι θαρρείς χωρίς πόδια από κάτω τους, ώς τη συνετή εναλλαγή κοντινών πλάνων συνειδητοποίησης και αποπροσανατολιστικού βάθους πεδίου.

Με ρυθμό σταθερό και βλέμμα ξάστερο, η Φοντέν αφήνει ορθάνοιχτο ένα παράθυρο αισιοδοξίας, χωρίς να μπαίνει στην περιττή διαδικασία να απεικονίσει την ίδια τη διαφυγή. Και κατορθώνει να σε γραπώσει τόσο συναισθηματικά όσο και εγκεφαλικά, να σαγηνεύσει το μάτι και την ψυχή σου σε επαρκή βαθμό ώστε να συγχωρέσεις κάποιες περιορισμένες μικρό-αστοχίες. Όπως την ολίγον περιττή υπερβολή στη δρομολόγηση της ενσυναίσθησης της ηρωίδας (που έχει έναν εγγενή ουμανισμό και δεν έχει ανάγκη από κραυγαλέα ερεθίσματα) ή την κάπως ελλιπή απεικόνιση της μεταστροφής των πιο διστακτικών μοναχών. Μικρά ψεγάδια σε μία κινηματογραφική δημιουργία γοητευτική και λεπτεπίλεπτη, ικανή να μετατρέψει το ζοφερό μισοσκόταδο σε υποσχόμενο ημίφως.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑