Reviews How to Steal a Million

14 Δεκεμβρίου 2018 |

0

How to Steal a Million

Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Γουάιλερ

Παίζουν: Όντρεϊ Χέπμπορν, Πίτερ Ο’ Τουλ

Διάρκεια: 123’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Πώς να κλέψετε ένα εκατομμύριο δολάρια»

Ο Ζαν Λυκ Γκοντάρ, μέσα στα πολλά και διάφορα που εκστόμιζε με ρυθμό πολυβόλου, είχε  πει κάποτε πως «το μόνο που χρειάζεσαι για να κάνεις μία ταινία είναι ένα κορίτσι και ένα όπλο». Mάλλον υπερέβαλε κιόλας, καθότι κάποιες φορές δεν έχεις ανάγκη καν το όπλο, αρκεί μονάχα το κορίτσι. Ιδιαίτερα αν αυτό το κορίτσι είναι η Όντρεϊ Χέπμπορν. Εμφανίζεται και η οθόνη γεμίζει. Τραβιέσαι προς τα πίσω για να την απολαύσεις προσεκτικά. Αποχωρεί και κουβαλά την αύρα της μαζί της. Γέρνεις προς τα εμπρός για να παρατείνεις τη στιγμή. Κρυστάλλινη και εύθραυστη, σου μεταδίδει την αίσθηση πως πρόκειται για ένα καθρέφτισμα. Μία αντανάκλαση και όχι η απτή πραγματικότητα. Όπως περίπου και ο κινηματογράφος δηλαδή.

1966: Audrey Hepburn: How to Steal a Million

Για να καταστεί βέβαια όλη αυτή η σύνδεση εφικτή, είναι απαραίτητος και ένας διαμεσολαβητής. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει η σκηνοθετική δεξιοτεχνία με την οποία υπήρξε προικισμένος ο  Γουίλιαμ Γουάιλερ. Παρακολουθώντας το How to Steal a Million, δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πως ο ίδιος σκηνοθέτης είχε γυρίσει μόλις ένα χρόνο νωρίτερα το ολότελα διαφορετικό, σκοτεινό και βίαιο The Collector (Ο Συλλέκτης, 1965), με πρωταγωνιστή τον καθηλωτικό Τέρενς Σταμπ. Μία εναλλαγή – δείγμα του πολυσχιδούς ταλέντου του Γουάιλερ, το οποίο θάφτηκε (άδικα μεν, εύλογα δε μέσα στο τότε παθιασμένο καλλιτεχνικό κλίμα της εποχής) από τα γαλλικά «Κινηματογραφικά Τετράδια», λόγω του  πομπώδους, επικού και εμπορικά επιτυχημένου Μπεν Χουρ, που είχε σκηνοθετήσει το 1959 και με το οποίο σάρωσε τα Όσκαρ.

HTRA130 VV249

Για να επιστρέψουμε όμως στα της ταινίας μας, το How to Steal a Million αποτέλεσε γνήσιο τέκνο ενός εξαιρετικά δημοφιλούς για την εποχή κινηματογραφικού είδους: της μίξης ρομαντικής κομεντί και αστυνομικού μυστηρίου. Πρόκειται στην ουσία για το, κατά τρία χρόνια μικρότερο, αδερφάκι του Charade (Ραντεβού στο Παρίσι, 1963), με το οποίο εμφανίζει ομοιότητες και συγγένειες. Πρώτον, βασίζονται αμφότερα στη λάμψη της Όντρεϊ Χέπμπορ. Δεύτερον, εκτυλίσσονται στο ίδιο σκηνικό, το Παρίσι, το οποίο προσφέρει το όμορφο πίσω φόντο στο ρομάντζο της ταινίας. Τρίτον, μοιράζονται την ίδια παιχνιδιάρικη διάθεση εξαπάτησης. Την ίδια ανάλαφρη μετάβαση από το ψέμα στην αλήθεια, με ένα τρόπο που εκμηδενίζει τη σοβαροφάνεια. Στην περίπτωσή μας πάντως, ο Γουάιλερ προχωρά ένα βήμα παραπέρα, καθώς αφήνει ένα εύθυμο σχόλιο περί γνησιότητας και πλαστότητας.

How 2

Φτιάχνει ένα ατελείωτο bras-de-fer μεταξύ φαίνεσθαι και είναι, όπου νικητής και ηττημένος αλλάζουν συνεχώς θέσεις. Ταυτόχρονα, ρίχνει μία ειρωνική ματιά στα ενδότερα μίας κοινωνίας υποκριτικής. Αψεγάδιαστη  συμπεριφορά και πανέμορφο περιτύλιγμα, αμφιλεγόμενη ποιότητα και  βάθος που μάλλον δεν υπάρχει. Ο κόσμος των επαγγελματιών «τεχνολάγνων» απεικονίζεται φαιδρός, καταναλωτικός και άξεστος. Με επιφανειακές γνώσεις και με ακόμη πιο επιφανειακά αισθήματα. Τέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που θεωρείται τέχνη, μοιάζει να μας λέει ο Γουάιλερ, κλείνοντας πονηρά το μάτι.

MSDHOTO FE005

Το βασικότερο όλων όμως σε μία τέτοια ταινία είναι ο κωμικός συγχρονισμός του πρωταγωνιστικού διδύμου. Ο αμφίδρομος ερωτισμός, τα σερβίς κομψότητας που αποκρούονται με εξίσου κομψές άμυνες. Το φλερτ λοιπόν είναι ο κινητήρας της υπόλοιπης πλοκής, η οποία θα έρθει ως παρεπόμενο και ως φυσική κατάληξη του ειδυλλίου. Η πρώτη γνωριμία απεικονίζεται σε μία σκηνή εξαιρετικά καλοζυγισμένη, με διάταξη και κίνηση των σωμάτων στον χώρο που θα ζήλευε και ο Ευκλείδης. Η ηρωίδα μας, σε μία σκηνή ψεύτικου σασπένς, κρύβει το “τρομαγμένο” της πρόσωπο με ένα κινηματογραφικό περιοδικό, όπου διακρίνονται καθαρά το όνομα και η φωτογραφία του μετρ του σασπένς, Άλφρεντ Χίτσκοκ.

How 4

Στη συνέχεια, ο Γουάιλερ αφήνει τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους, δίχως να τον απασχολούν ζητήματα πλοκής ή δραματουργίας. Δίνει μπόλικο χρόνο στους δύο εκκολαπτόμενους εραστές να αστειευτούν, να περιπλανηθούν, να ανταλλάξουν βλέμματα και λόγια προτού καταστρώσουν και υλοποιήσουν το σχέδιο τους. Ο «Λώρενς της Αραβίας» Πίτερ Ο’ Τουλ (που κατέχει το πικρό ρεκόρ των περισσότερων οσκαρικών υποψηφιοτήτων χωρίς αντίκρισμα στην ιστορία του θεσμού) μπορεί να μην είναι μυδραλιοβόλο ατάκας όπως ο Κάρι Γκραντ στο Charade, διαθέτει όμως την απαιτούμενη φινέτσα για να σταθεί επάξια στο πλευρό της Όντρεϊ.  Τα υπόλοιπα θα επέλθουν δοσμένα με αφηγηματική αρτιότητα, δίχως την παραμικρή βιασύνη. Πάντα με στυλ, με αρχοντική άνεση και με καλοδεχούμενες πινελιές χιούμορ. Το φινάλε προβλεπόμενο και γλυκανάλατο, είναι η αλήθεια. Τι περισσότερο (ή μάλλον τι λιγότερο) να περιμένει όμως κανείς από ένα καλοφτιαγμένο παραμύθι…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑