The Dinner

 

Σκηνοθεσία: Όρεν Μούβερμαν

Παίζουν: Στιβ Κούγκαν, Ρίτσαρντ Γκιρ, Λόρα Λίνεϊ, Ρεμπέκα Χολ

Διάρκεια: 120’

Το μυθιστόρημα Το δείπνο, του Ολλανδού συγγραφέα Χέρμαν Κοχ, γράφτηκε το 2009 και μέσα σε μόλις 8 χρόνια έχει προλάβει (πέρα από το να πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα και να μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες) να μεταφερθεί στο κινηματογράφο 3 φορές! Τον χορό άνοιξε ο -συμπατριώτης του Κοχ- Μένο Μέγιες, το 2013, ο οποίος διατήρησε τον αρχικό τίτλο, για να πάρει τη σκυτάλη ο Ιταλός Ιβάνο ντι Ματέο, την επόμενη χρονιά, με το I Nostri Ragazzi («Τα δικά μας παιδιά», ελληνιστί).

Τρίτος στη σχετική λίστα ο Ισραηλινός Όρεν Μούβερμαν, στην πρώτη αγγλόφωνη μεταφορά του μυθιστορήματος, σε μία ταινία που φημολογούνταν πως θα αποτελέσει το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Κέιτ Μπλάνσετ. Τελικά, ο Μούβερμαν, που μας έχει δώσει τα πολύ αξιόλογα The Messenger και Rampart (αμφότερα με τον Γούντι Χάρελσον στον πρωταγωνιστικό ρόλο) δεν περιορίστηκε στη συγγραφή του σεναρίου, όπως ήταν το αρχικό πλάνο, αλλά ανέλαβε και τη σκηνοθεσία.

Οι λόγοι που το συγκεκριμένο μυθιστόρημα δείχνει να σαγηνεύει επανειλημμένα τον κινηματογραφικό κόσμο είναι μάλλον εξηγήσιμοι. Ένα στέρεα δομημένο σκηνικό βραδυφλεγούς και καλπάζουσας ενδό-οικογενειακής έντασης, η οποία ψήνεται σε χαμηλή φωτιά, με το μεγάλο μυστικό να κυοφορείται μεθοδικά, προτού βγει εν τέλει στην επιφάνεια. Μία ιστορία στριφνών ηθικών διλημμάτων και αδιέξοδων καταστάσεων, που επιζητούν γενναίες αποφάσεις και ακόμη πιο θαρραλέες συνειδητοποιήσεις. Μια παραβολή για την αμοραλιστική χυδαιότητα μίας προνομιούχου κάστας ανθρώπων που έχουν συνηθίσει να εξοβελίζουν κάθε τι δυσάρεστο σε μία εξορία, όπου δεν θα είναι ορατό και ανιχνεύσιμο.

Μια δηκτική ειρωνεία για τα προκάτ και ψευδεπίγραφα γαλόνια μίας ιντελιγκέντσιας αυνανιστικής κουλτούρας και φαινομενικού αντικομφορμισμού, η οποία, μόλις σφίξουν τα γάλατα, θα βυθιστεί ανενδοίαστα στις ηθικές εκπτώσεις πάσης φύσεως. Μία αμήχανη και άβολη καταγραφή της στιγμής, όπου η ελπίδα για κάτι ομορφότερο, καλύτερο και αγνότερο, όπως εκφράζεται από τη φυσική συνέχεια της επόμενης γενιάς, αποδεικνύεται σκοτεινός εφιάλτης.

Το κακό καιροφυλακτεί και παραμονεύει σε κάθε γωνιά. Ιδίως όταν δεν υπάρχει καμία προειδοποίηση. Ιδίως όταν δεν έχει προηγηθεί καμία χαρτογράφησή του, καμία θωράκιση απέναντι στην ύπουλη έλευσή του. Σε ένα καθεστώς γενικευμένης απάθειας, μηδενικής ανάληψης ευθυνών και τρυφηλής φιλαυτίας, είναι μάλλον παράλογο να απαιτεί κανείς την ύπαρξη ενός ηθικού χάρτη. Το κακό δεν χρειάζεται να διδαχτεί για να επικρατήσει.

Του αρκεί να αφεθεί στην ησυχία του, να φωλιάσει σε αθέατες γωνιές και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει. Το ρητό (που εφορμάται, πιθανώς, από ένα παραπλήσιο θρησκευτικό εδάφιο, αλλά είναι επί της ουσίας προϊόν λαϊκής θυμοσοφίας) υποστηρίζει ότι αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Στην περίπτωσή μας, η φορά ολίγον τι αντιστρέφεται κι οι γονείς βυθίζονται σε ένα φαύλο κύκλο ενοχών, συγκάλυψης, επώδυνου τετ-α-τετ με την αλήθεια και αναβίωσης θαμμένων μυστικών και τραυμάτων.

Όλα τα παραπάνω δηλώνουν την παρουσία τους στο The Dinner, αλλά χωρίς την παραμικρή αίσθηση τακτ, υπαινιγμού και χαμηλόφωνης ενδοσκοπικής διάθεσης. Αντιθέτως, διαλαλούν την παρουσία τους φωνακλάδικα και φασαριόζικα, με θεατράλε εκρήξεις που φαντάζουν υπερβολικά στημένες και ένα εικαστικό περίβλημα δεόντως φορτικό και πνιγηρό, παρά την καλλιέπειά του (ίσως, ακριβώς, και εξαιτίας αυτής). Με τελικό αποτέλεσμα ένα βερμπαλιστικό καταιγισμό (που εκφράζεται κυρίως μέσα από την περσόνα του Κούγκαν (που ξεκινά ως συμπαθέστατα αντιπαθής, για να καταλήξει τραβηγμένη από τα μαλλιά) από ακατέργαστα αισθήματα, σκόρπια φιλοσοφικά τσιτάτα και εσωτερικούς στομφώδεις μονολόγους.

Ο Μούβερμαν -που αφήνει εν πολλοίς αναξιοποίητο το πλούσιο καστ του- εναλλάσσει ασταμάτητα τονικότητες, στιλ, χρωματισμούς, γωνίες λήψης και χωρο-χρονικές συντεταγμένες, αλλά κατορθώνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιδιώκει. Αντί να καταλύσει την εγγενή στατικότητα του original κειμένου και να προσδώσει μία συνεχή αίσθηση ρευστότητας και μεταβλητότητας, αποπνέει στασιμότητα και αδράνεια, χωρίς καν τα θέλγητρα μίας στιβαρής ακινησίας. Και παρά το καλοδεχούμενο (μέσα στις υπερβολές του) φινάλε ανοιχτής εκκρεμότητας και αδυναμίας επίλυσης μίας κατάστασης εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων υπερχειλισμένης, αδυνατεί να συμμαζέψει τα όσα ασυμμάζευτα έχουν προηγηθεί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑