Σκηνοθεσία: Ιβάνο ντε Ματέο
Παίζουν: Αλεσάντρο Γκασμάν, Τζοβάνα Μετσοτζόρνο, Λουίτζι Λο Κάσο, Μπάρμπορα Μπομπουλόβα
Διάρκεια: 92’
Ο Πάολο (νεαρότερος) και ο Μάσιμο (πρεσβύτερος) είναι δύο αδέρφια που δεν συμπαθιούνται. Βασικά, για να είμαστε πιο ξεκάθαροι, είναι δύο αδέρφια που ακροβατούν στο όριο του μίσους. Ο Πάολο είναι χειρουργός που σώζει παιδικές ζωές δουλεύοντας ασταμάτητα. Ο Μάσιμο είναι εξίσου εργασιομανής, αλλά σώζει ζωές με την ιδιότητα του δικηγόρου που υπερασπίζεται καθάρματα. Ο Πάολο και ο Μάσιμο έχουν ένα γιο και μία κόρη αντίστοιχα, οι οποίοι είναι συνομήλικοι, όντας στα τελευταία στάδια της εφηβείας, και οι οποίοι, σε αντίθεση με τους γονείς του, τα πηγαίνουν καλά μεταξύ τους.
Κάθε μήνα, τα δυο αδέρφια, παντελώς εθιμοτυπικά και ρομποτικά, συναντιούνται με τις γυναίκες τους στο ίδιο εστιατόριο, στο ίδιο τραπέζι. Δίχως αγάπη κι ενδιαφέρον, παρά μόνο με μπηχτές και απροθυμία. Με πιάτα και εδέσματα που ταιριάζουν με το προφίλ του Μάσιμο, τουλάχιστον όπως το έχουν σκιαγραφήσει ο Πάολο και η γυναίκα του. Επιδειξιμανές και φανφαρόνικο. Το γεύμα αυτό, σε αυτό το εστιατόρια, είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ταινίας. Είναι ο πυρήνας της, περικλείοντας το κεντρικό της νόημα. Ένα γεύμα υποκρισίας, λεπτών ισορροπιών και αποκοπής από τις έννοιες της ηθικής και της ειλικρίνειας. Το βιβλίο εξάλλου του Χέρμαν Κοχ (η πλοκή του οποίου εκτυλίσσεται βέβαια στην Ολλανδία), που αποτέλεσε την πρώτη ύλη της ταινίας, φέρει τον τίτλο Το δείπνο.
Η εναρκτήρια καλογυρισμένη σκηνή της ταινίας, γεμάτη σκληράδα και ψυχολογικό σφίξιμο για τον θεατή, δίνει τον τόνο. Η σκληρή βία. Βία οπουδήποτε, βία και στις πιο ανύποπτες στιγμές, βία και για τις πιο ασήμαντες αφορμές. Βία ασύμμετρη και παντελώς δυσανάλογη με τα ερεθίσματα που τη γεννούν. Βία που εκτίθεται σε κοινή θέα και είτε τρομοκρατεί αθώα μάτια είτε τα προσκαλεί να την αγκαλιάσουν. Ο Ιβάνο ντε Ματέο σκηνοθετεί ένα βραδυφλεγές δράμα, που χτίζει με υπομονή τις κορυφώσεις του, ποντάροντας σε ένα εξαίρετο κουαρτέτο ηθοποιών που ενσαρκώνουν τα δύο ζευγάρια των γονέων. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο σε ένα μωσαϊκό αδυναμιών, διλημμάτων, ενοχών και κρίσιμων αποφάσεων. Όταν το βράζει το σίδερο, τα πάντα είναι διαπραγματεύσιμα, τα πάντα είναι αναθεωρήσιμα από οποιαδήποτε πλευρά και με οποιονδήποτε τρόπο.
Τα παιδιά τους, τα «δικά τους παιδιά» έβγαλαν όλο το σκότος που κρυβόταν κάτω από την επιφάνεια. Η παρατεταμένη σιωπή τους, η βαθιά απομάκρυνσή τους δεν κυοφορούσαν κάποια ανείπωτη ευαισθησία. Κυοφορούσαν το σκότος. Εν τέλει, μετά από λίγο δεν ξέρουμε τι είναι πιο σκληρό, μία έκρηξη βίας ή μια μακρόσυρτη απάθεια απέναντι στην έκρηξη που προηγήθηκε; Τελικά όμως, το I Nostri Ragazzi είναι μία, τύπου Μίκαελ Χάνεκε, υποδειγματική σπουδή πάνω στις υπόγειες διαδρομές της βίας στη σύγχρονη κοινωνία και οικογένεια; Όχι, είναι η απάντηση για τους δυόμιση παρακάτω λόγους: α) η ταινία πατάει παραπάνω απ’ ότι έχει εν τέλει ανάγκη σε στερεοτυπικές εικόνες «ρόλων» για να αποδείξει το point της, β) καταφεύγει σε ένα φινάλε που κάπως μας αποσπά την προσοχή από την εύστοχη και εύλογη θολούρα των κινήτρων και των καταστάσεων και σχεδόν γ) παρουσιάζει μεν ένα ολοκληρωμένο κουαρτέτο, αλλά όχι ένα πλήρες σιξτέτο. Θα ήταν ίσως προτιμότερο κάποιες πτυχές των δύο παιδιών είτε να φωτιστούν είτε να συσκοτιστούν περισσότερο. Όπως και να έχει όμως, το I Nostri Ragazzi καταφέρνει να φέρει τόσο τους ήρωές τους όσο κι εμάς σε δύσκολη θέση. Κι αυτό αποτελεί γαλόνι.