Σκηνοθεσία: Γκάρι Έβανς
Παίζουν: Ίκου Ουβάις, Τζόε Τασλίμ
Διάρκεια: 101′
Ο Δυτικός πολιτισμός, τους τελευταίους αιώνες, στο πλαίσιο της προσπάθειας του να εξευγενίσει και να εξημερώσει το άγριο ζώο που λέγεται άνθρωπος, εξώθησε την κάθε μορφής βία στη λίστα των κακών ελαττωμάτων που πρέπει να εξαλειφθούν για να προαχθεί η εξέλιξη της μεγάλης ράτσας. Σε θεωρητικό επίπεδο και μόνο βέβαια. Η σκληρότητα εξακολουθεί να διεκδικεί μεγάλο μερίδιο της υπόστασης μας, έστω και μεταμφιεσμένη σε αρετή, ηθική ακεραιότητα, συμπόνια ακόμα και μεγαλοψυχία. Περιορίζονται τα ξεσπάσματα της μόνο υπό το κράτος του φόβου και της απειλής της τιμωρίας. Ο σύγχρονος μικροαστός αποδοκιμάζει έντονα κάθε εκδήλωση της, ενοχλείται όταν την εντοπίζει μέσα του σε λανθάνουσα μορφή, εξεγείρεται και φρίττει με την υπόνοια και μόνο ότι, στο ενστικτικό επίπεδο, η βία και η ανάγκη για εκτόνωση της, προκαθορίζει τη συμπεριφορά και της πράξεις του σε μεγάλο βαθμό.
Το ζώο δεν εξανθρωπίζεται ποτέ απόλυτα, κι όταν το πετυχαίνει δεν είναι χωρίς τίμημα. Η “πισωγυρισμένη σκληρότητα”, που για τους κινδύνους της προειδοποιούσε ο μεγάλος φιλόσοφος της νεωτερικότητας, ο Νίτσε, στη Γενεαλογία της ηθικής, παραμένει ο καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης της κακής συνείδησης, που συχνά είναι υπεύθυνη για την ηθική στάση. Στρεφόμαστε προς τον εαυτό μας, τον τιμωρούμε, τον κάνουμε να “πονάει” με τις τύψεις και τις ενοχές, μεταμορφωνόμαστε σε ηθικά όντα μόνο και μόνο για να κλείσει ο φαύλος κύκλος της σκληρότητας.
Αλλά δεν τα καταφέρνουμε. Και γι αυτό έχουμε ανάγκη την τέχνη και το καθαγιασμένο ψέμα της, που μας λυτρώνει από τον εαυτό μας, που μας “ποτίζει” με το αναγκαίο φαρμάκι της βίας, μιας βίας όμως εικονικής, κατασκευασμένης, πλασματικής, προορισμένης να εκπληρώνει τον σκοπό που μας απαγόρευσε ο πολιτισμός να επιδιώκουμε και να αποζητάμε: την απόλαυση του πόνου που προκαλείται στον άλλο, μια νοσηρή και στα άκρα φτασμένη βούληση για δύναμη, για επιβολή, για αγνό, κτηνώδη επιβιωτισμό. Το ζώο χρειάζεται που και που να βρίσκεται στο φυσικό του περιβάλλον, έστω και αν ξεγελιέται συνειδητά.
Ο κινηματογράφος, η κατεξοχήν τέχνη της ψευδαίσθησης, φροντίζει ώστε η ισορροπία να αποκαθίσταται. Δεν υπάρχει λόγος να ρισκάρουμε την οποιαδήποτε παραβατική συμπεριφορά όσο η βιομηχανία κινούμενων εικόνων που εκμεταλλεύεται την άβυσσο του φαντασιακού μας, φροντίζει να μας “ταΐζει” διαρκώς με ακίνδυνη, νόμιμη, ηθικά αποδεκτή σκληρότητα (αφού στο κάτω κάτω δεν είναι παρά ειδικά εφέ, η συνήθης παρηγοριά της μητέρας στο φοβισμένο παιδί που όντας πιο φυσικό -γιατί δεν έχει προλάβει ακόμα να “ωριμάσει” άρα και να ρυθμίζει την αντίληψη του σύμφωνα με τον διαλεκτικό διαχωρισμό ουσίας – φαινομενικότητας, για το παιδί η εικόνα ΕΙΝΑΙ η πραγματικότητα- αντιδράει βάζοντας τα κλάματα καθώς οι θάνατοι και οι φρικαλεότητες που παρελαύνουν μέσα στα πλάνα μιας ταινίας, “επιτίθενται” στο αθώο φαντασιακό του). Η υποκρισία με την οποία αφήνεται στα αιμοβόρα ένστικτά του ο άνθρωπος της εποχής (της κάθε “πολιτισμένης” εποχής εδώ που τα λέμε), αποκαλύπτεται σε όλο το κωμικοτραγικό της μεγαλείο, όταν ο τελευταίος αποδοκιμάζει μια “υπερβολικά βίαιη” ταινία. Ξαφνικά βρίσκει το κτηνώδες πολύ “βαρύ” για τα γούστα του, το λεπτεπίλεπτο στομάχι του αδυνατεί να χωνέψει μια τόσο “ανθεκτική” στα οξέα, τροφή.
Η εικόνα παίρνει την εκδίκηση της. Από δουλοπρεπές εργαλείο στην υπηρεσία της χρηστικότητας (το Cabin in the woods της ίδιας χρονιάς κατέστησε σαφή-μέσα από μια εξόχως ειρωνική εικονογραφία, και με ένα καταπληκτικό, στην εφαρμογή της αλληγορίας μέσα στο μύθο, σενάριο- τον τρόπο που η κοινωνία “χρησιμοποιεί” την εικόνα για να λυτρωθεί από τους απωθημένους εφιάλτες της και ταυτόχρονα να παραδοθεί μαζοχιστικά σ’ αυτούς), μετατρέπεται σε αυτόνομο και αυθύπαρκτο όργανο τιμωρίας, και διαλύει, με την αβάσταχτη ένταση της δύναμης της, τον εφησυχασμό του όντος που προστάτευε, βυθίζοντας το στο χάος μιας προ-ανθρώπινης (η μάλλον, σωστότερα, προ-ηθικής) παράστασης του κόσμου. Εκεί που η ευσπλαχνία, ο οίκτος και η λογική (όλα όψιμες επινοήσεις της αστικής κοινωνίας, δομικά στοιχεία της σύγχρονης αντίληψης για το τι εστί άνθρωπος, όπως θα έλεγε και ο Φουκώ) δεν έχουν καμία θέση, και που ο πιο δυνατός κυριαρχεί.
Η ταινία The Raid: Redemption λειτουργεί κάπως έτσι. Μας εγκλωβίζει, μαζί με τους ήρωες της, μέσα σε μια τέτοια συνθήκη καθώς κρυφογελάει με τα, τόσο προβλέψιμα, ξεφωνητά αγανάκτησης των πιο υποκριτών. “Βία θέλατε κύριοι; Ε λοιπόν βία θα πάρετε!” μοιάζει να λέει στα 100 και κάτι λεπτά της, και -γεμάτη σπασμένα κεφάλια, κατεστραμμένες σπονδυλικές στήλες, κομματιασμένα γόνατα και στέρνα, βουτηγμένη σε αίμα, φωτιά και σφαίρες- γιορτάζει την πιο σκληρή έκφραση α-ήθικου και απάνθρωπου επιβιωτισμού που μας έδωσε ο κινηματογράφος τα τελευταία χρόνια.
Ελάχιστη εώς μηδαμινή ανάπτυξη χαρακτήρων, παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για τις όποιες πολιτικές προεκτάσεις του σεναρίου (κάτι μας λέει μέσα στον χαμό για τη διεφθαρμένη αστυνομία και την αδερφική -κυριολεκτικά- σχέση εκπροσώπων του νόμου και εγκληματιών, για την “γκανγκστερική” φύση της οποιαδήποτε εξουσίας, νόμιμης ή παράνομης, αλλά όλα περνάνε στα ψιλά, χωρίς να μας απασχολούν ιδιαίτερα) και κυρίως καμιά ανάγκη για εννοιολογική αποσαφήνιση των κινήτρων πίσω από πράξεις άλλοτε ηρωικές και άλλοτε παντελώς ηλίθιες.
Το μόνο που υπόσχεται η ταινία και πραγματοποιεί μέχρι κεραίας, είναι να μας απαλλάξει από τον τόσο “πολιτισμό” που μας έχει καταπλακώσει μέσα στον συγυρισμένο, ευπρεπή, λογοκρατούμενο κόσμο μας (που δεν έχει ανάγκη από μαχαίρια, κλωτσιές και κουμπούρια για να μας εξοντώνει, διαθέτει απείρως πιο “πολιτισμένους” τρόπους και μέσα), εκτοξεύοντας μας μέσα σε μια ζούγκλα πρωτόγονων ενστίκτων, αρχέγονης αρρενωπότητας (γιατί ως γνωστών στους αρχαίους πολιτισμούς το ανώτερο είδος αρσενικού ήταν ο πολεμιστής), απροσμέτρητης βαρβαρότητας, χορογραφημένης όμως στην εντέλεια σαν ένα μπαλέτο σωματικής οδύνης με χορευτές που πληρώνουν με τη ζωή τους το ταλέντο της καταστροφής.
Με ένα μοντάζ πολυβόλο, που κόβει και ράβει μαεστρικά, όλο αυτό το υπερβίαιο συνονθύλευμα πυροβολισμών, εκρήξεων και μαχών σώμα με σώμα, με μια αστείρευτη στην επινοητικότητα της πλανοθεσία και μια ξεσηκωτική μουσική μπάντα που καταργεί εντελώς τις όποιες αναστολές για απόλαυση του μηδενιστικού χαλασμού (τα κορμιά πέφτουν βροχή, πληγωμένα, και οι θάνατοι συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε σαδιστική αγριότητα), το The Raid δεν έρχεται να αλλάξει τον κινηματογράφο αλλά να τον διαλύσει (σενάριο, προεκτάσεις, μηνύματα, όλα πεταμένα απ το παράθυρο). Μοιάζει λιγότερο με ταινία και περισσότερο με διονυσιακή γιορτή. Μόνο που το όργιο αυτό δεν αποθεώνει την ηδονή αλλά την οδύνη (που τόσο συχνά συνυπάρχουν σφιχταγκαλιασμένες) και το κάνει με τόσο απενεχοποιημένο και έντεχνο στυλ -η έννοια της πολεμικής τέχνης, εδώ δικαιώνει το δεύτερο συνθετικό της- που είναι σχεδόν αδύνατο να της το προσάψεις.
Αν έπρεπε να αναζητήσουμε μια οποιαδήποτε θεωρητική θεμελίωση του μακελειού θα εντοπίζαμε ακριβώς αυτήν την συγκαλυμμένη πρόταση για επιστροφή στο θηρίο, σε μια αισθητική ενατένιση απαλλαγμένη απ τον οίκτο, που δεν έχει σκοπό να μας “προστατέψει” απ το ζώο μέσα μας, αλλά να μας παραδώσει αμαχητί σ αυτό (τα χειροκροτήματα στο τέλος της πιο βίαιης σκηνής της ταινίας, επιβεβαιώνουν την επίτευξη ενός τέτοιου σκοπού): ο άγριος θριαμβεύει έναντι του πολιτισμένου, το ζώο έναντι του ανθρώπου, το ένστικτό έναντι της λογικής. Και η ταινία, σαν μακάβριο τελετουργικό αφύπνισης του αλλοπαρμένου, αιμοδιψούς κτήνους (μια διαρκής υπενθύμιση της αιώνια αδιάφορης για την ανθρώπινη δικαιοσύνη, αδίσταχτης φύσης που μας γέννησε) που επιζεί στο περιθώριο του ορθολογικού κόσμου, πετυχαίνει το σκοπό της. Το ξυπνάει για τα καλά!