Σκηνοθεσία: Τζον Μπερντ
Παίζουν: Στιβ Κούγκαν, Τζον Σ. Ράιλι
Διάρκεια: 97′
Ελληνικός τίτλος: “Χοντρός και Λιγνός”
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Στάνλεϊ Λόρελ και ο Όλιβερ Χάρντι αποτελούσαν παρελθόν από τα φώτα της διασημότητας. Πολλά χρόνια μετά την τελευταία του κινηματογραφική επιτυχία, το άλλοτε λαμπερό ντουέτο κίνησε για μία θεατρική περιοδεία στη Μεγάλη Βρετανία, ελπίζοντας να εξασφαλίσει τη μεγάλη του επιστροφή στο σινεμά. Ωστόσο, μεσήλικες πλέον, οι Λόρελ και Χάρντι έχουν να αντιμετωπίσουν το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου αλλά και ένα τραύμα στη σχέση τους που παραμένει ανεξίτηλο.
Το φιλμ του Τζον Μπερντ είναι αφιερωμένο στο λυκόφως της καριέρας του εμβληματικού ζευγαριού. Εκμεταλλεύεται τη μυθική τους υπόσταση με τρόπο πολύπλευρο, εντάσσοντας τον στην αφήγηση σαν κάτι παραπάνω από περασμένο μεγαλείο για τους πρωταγωνιστές. Περισσότερο Σταν και Όλι παρά «Χοντρός –Λιγνός», οι δύο ήρωες είναι σύμβολα μίας τέχνης που έχει αλλάξει αμετάκλητα. Ενός νέου είδους ψυχαγωγίας που μέσα στη νεότητά του λησμονεί να σταθεί προσοχή στους προπάτορές του. Είναι εξορισμένοι στο θεατρικό σανίδι και αναγκασμένοι να συνυπάρξουν με έναν κυνικό promoter που αγνοεί την αληθινή συνεισφορά τους στην έβδομη τέχνη. Τούτοι εδώ οι πατέρες της κωμωδίας είναι αναγκασμένοι να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ο, τι έπεται, παρότι αισθάνονται πολύ νέοι για συνταξιοδότηση.
Στον πυρήνα του φιλμ τοποθετείται η μεταξύ τους σχέση. Μία πληγή που σκεπάστηκε πρόχειρα, αλλά παραμένει ορθάνοιχτη. Αυτό που ο «Λιγνός» θεώρησε προδοσία και για τον «Χοντρό» υπήρξε αναγκαιότητα. Μία ταινία που γύρισε ο Χάρντι δίχως τον Λόρελ στο πλευρό του, λόγω του καυγά του τελευταίου με τον παραγωγό του ντουέτου και της πρόωρης μονομερούς αποδέσμευσής του από τις συμβατικές υποχρεώσεις του. Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια μετά, δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα συννεφιασμένα βλέμματα και τα γεμάτα επιφύλαξη χαμόγελα που ανταλλάσσουν οι δύο άλλοτε αχώριστοι συνεργάτες. Η αθωότητα με την οποία προσέγγιζαν κάποτε το καλλιτεχνικό τους έργο μπορεί να χάθηκε ανεπιστρεπτί, το χάσμα τους όμως δεν παραμένει αγεφύρωτο.
Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν αμφότεροι γνωρίζουν ότι ο χρόνος τους είναι περιορισμένος. Βρίσκονται στη δύση του καλλιτεχνικού και προσωπικού τους βίου και οι παρεξηγήσεις αποτελούν απλησίαστη πολυτέλεια. Ενώ το όνειρο της νόστου στο κινηματογραφικό στερέωμα εξαντλείται προτού ζωντανέψει, οι δύο θρυλικές μορφές της κωμωδίας συνεχίζουν τις εμφανίσεις τους στα θέατρα της βρετανικής επαρχίας, απολαμβάνοντας μέχρις εσχάτων τη συνύπαρξή τους. Μία καλλιτεχνική ένωση που σημάδεψε για πάντα το σινεμά, ακόμα και αν αυτό του γύρισε την πλάτη. Γιατί ως Στάνλεϊ Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι μπορεί να είχαν τα πλείστα όσα προβλήματα, μαζί όμως ήταν οι «Χοντρός και Λιγνός», δύο σώματα με μία κινηματογραφική ψυχή, ταγμένοι στην υπηρεσία του αγνού γέλιου ακόμα και όταν ο κόσμος βίωνε τη σκοτεινότερη ώρα του.
Ο Σκωτσέζος δημιουργός μπολιάζει το έργο του με μία ατμόσφαιρα που θυμίζει τηλεταινία του BBC, η οποία αποδεικνύεται κατάλληλη αφηγηματικά για την χαμηλόφωνη ιστορία που διηγείται. Με ήπιο μοντάζ και γλυκόπικρο κλίμα, ο Μπερντ στέκεται περισσότερο στις σιωπές των πρωταγωνιστών του, στις εναλλαγές των βλεμμάτων τους σε κάθε απογοήτευση που βιώνουν, στη μεταμόρφωση τους κάθε φορά που σηκώνεται η αυλαία, ανεξαρτήτως της πληρότητας του θεάτρου. Διαθέτει δύο σπουδαίους ρολίστες, στους οποίους αφήνει όλο το περιθώριο να σηκώσουν την ταινία στις πλάτες τους. Οι Στιβ Κούγκαν και Τζον Σ. Ράιλι αποδέχονται την πρόσκληση του δημιουργού και αγκαλιάζουν ολόψυχα τους εύθραυστους ψυχισμούς των ηρώων τους. Αναπτύσσουν σπουδαία χημεία και γεμίζουν κάθε εκατοστό της οθόνης με ένα αφοπλιστική ερμηνευτική ειλικρίνεια, με τον Κούγκαν ως Λιγνό να είναι βγαλμένος από ένα φελινικό σύμπαν, όπως άλλωστε ήταν και ο ίδιος ο Στάνλεϊ Λόρελ.
Ο «Χοντρός και Λιγνός» του Μπερντ είναι μία αξιέπαινα προσεγμένη δημιουργία, ικανή να κάμψει κάθε δικαιολογημένη επιφύλαξη απέναντί της. Υποκλίνεται στα είδωλα που εικονίζει δίχως να ξοδεύει την ενέργειά της στην περαιτέρω (απο)μυθοποίησή τους. Είναι πλημμυρισμένη από αυθεντικό σεβασμό, ο οποίος εκδηλώνεται με μία ζεστή ματιά στις χαμηλόφωνες στιγμές του ντουέτου και όχι υπό τη μορφή ψυχρής δοξολογίας. Αυτό που απομένει στο τέλος είναι ένας γνώριμος, χιλιοαγαπημένος χορός, δύο ημίψηλα καπέλα και ένα ζευγάρι από υπερεκφραστικά πρόσωπα που χωρούν όλη την αγάπη του κόσμου. Πάνω από όλα όμως, μία άδολη συγκίνηση που γεμίζει την ψυχή του θεατή με ένα συναίσθημα που σπανίως συναντά κανείς πλέον στις βιογραφίες.