What's On Tenet

29 Αυγούστου 2020 |

0

Tenet

Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Νόλαν

Παίζουν: Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον, Ρόμπερτ Πάτινσον, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι, Κένεθ Μπράνα

Διάρκεια: 150᾽

Mέχρι το Τenet, η εκτίμηση στο πρόσωπο του Κρίστοφερ Νόλαν ήταν δεδομένη. Ιδιαίτερα αγαπητός στο κινηματογραφόφιλο κοινό, και εδώ και έξω, ειδικά στις ηλικίες από 20 μέχρι 40, αναμφισβήτητα ταλαντούχος, ευφυής (αν δεν προσπαθούσε και τόσο πολύ να το επιδεικνύει, βέβαια, θα ήταν καλύτερος και ως σεναριογράφος και ως σκηνοθέτης), με όραμα και διάθεση να πάει το μέσο ένα βήμα παραπέρα, να πειραματιστεί με τις δυνατότητές του, να το ψάξει με όλους τους τρόπους.

Έχει κάνει σημαντικές ταινίες που θα αντέξουν στον χρόνο (Memento / Ιnsomnia / The Prestige / Ιnception), άλλες κάπως προβληματικες αλλά με τη στόφα εκείνη που δίνει διάρκεια παρά τις ατέλειες -ή και εξαιτίας αυτών πολύ συχνά- (η τριλογία των Batman πχ), κι άλλες που δεν έχω ακόμα αποφασίσει σε ποια κατηγορία από τις προηγούμενες να τις κατατάξω (Interstellar / Dunkirk – μάλλον στη δεύτερη όμως).

Σε κάθε περίπτωση, αδιάφορος δεν υπήρξε ποτέ. Έχει πάντα κάτι να πει, ανεξάρτητα από το αν θα σου αρέσει αυτό που λέει, είναι ικανότατος στυλίστας όταν το θέλει αλλά περισσότερο κατασκευαστής κόσμων κι ένας άνθρωπος που σκέφτεται με το σινεμά του, που χρησιμοποιεί τις ταινίες ως προέκταση του εγκεφάλου του, ως μηχανισμούς σκέψης, όχι με τον συναρπαστικό τρόπο που το έκανε το είδωλό του, ο Κιούμπρικ, αλλά οπωσδήποτε με σοβαρότητα, μεράκι και περφεξιονισμό.

Τόσο διανοητικός σκηνοθέτης που είναι, βέβαια, το συναίσθημα δεν είναι το δυνατό σημείο των ταινιών του και θα είχαν απόλυτο δίκιο όσοι τον κατηγορούν για ψυχρότητα αν δεν είχε κάνει αυτό το γιγάντια ρομαντικό έργο που είναι το Inception κάτω από την εγκεφαλική του κρούστα (σίγουρα η πιο φιλόδοξη, επική, πολυεπίπεδη στιγμή της φιλμογραφίας του). Ο Νόλαν, όμως, κατά βάση σκέφτεται. Και μεγάλη του εμμονή είναι ο Χρόνος οπότε τη σωστή δουλειά κάνει -το σινεμά είναι κυρίως αυτό, μια τέχνη που διερευνά, εν χρόνω, το μείζον φιλοσοφικό ζήτημα του Χρόνου (αν το θέατρο είναι, όπως λέει ο Badiou, η τέχνη των σωμάτων που έχουν καταληφθεί από τον λόγο και βασανίζονται απ’ αυτόν, τότε το σινεμά είναι η τέχνη των προσώπων που έχουν καταληφθεί και βασανίζονται από τον χρόνο).

Οι ταινίες του Νόλαν είναι επιβλητικές κατασκευές, φτιαγμένες για να σε εντυπωσιάσουν και να τις θαυμάσεις. Και συμβαίνει αυτό, σχεδόν πάντα: θαυμάζεις την τεχνική τους αρτιότητα, τον τρόπο που αναπτύσσονται και εκπτυχώνονται, την περίτεχνη αφηγηματική αρχιτεκτονική τους. Οι ιδέες τους, όμως, σηκώνουν αρκετή συζήτηση. Όσο μεγάλο έργο κι αν είναι το “Inception”, ας πούμε, δεν του συγχωρείς εύκολα το ότι πετάει πάνω από έναν αιώνα ψυχανάλυσης στα σκουπίδια, ότι κάνει σαν ο Φρόιντ να μην υπήρξε ποτέ: αποσεξουαλικοποιεί πλήρως τον κόσμο του ονείρου, αρνείται το ασυνείδητο, αποσιωπά πλήρως τη λίμπιντο ως δύναμη η οποία οργανώνει τα ψυχικά συμβάντα του κοιμώμενου υποκειμένου.

Κι αυτό συμβαίνει διότι τον Νόλαν δεν τον απασχολεί το σώμα, ακόμα και τον έρωτα τον αντιλαμβάνεται σαν κατάσταση του μυαλού κυρίως, όχι τόσο των αδένων. Γι’ αυτόν υπάρχει βασικά η Ιδέα, τα υπόλοιπα έπονται αν δεν είναι a priori ψευδαισθήσεις (ότι είναι πλατωνιστής, το υποψιάζεσαι στο Inception και το σιγουρεύεις στον πεντακάθαρο χριστιανισμό του Interstellar, έναν ποιητικό, βέβαια, χριστιανισμό που εμψυχώνει ως μεταφυσική τον επιστημονικοφανή λόγο της ταινίας για να τον υπονομεύσει).

Πάλι περί Χρόνου εδώ. Η σταθερή εμμονή του. Το φιλοσοφικό πρόβλημα (με τις απαραίτητες αναφορές στη θεωρητική Φυσική που, φαίνεται, ότι είναι ένα αγαπημένο του πεδίο -το αν καταλαβαίνει οτιδήποτε είναι ένα άλλο ζήτημα) στη συσκευασία μιας κατασκοπικής περιπέτειας αλά Τζέιμς Μποντ: με μαγευτικές τοποθεσίες, πανάκριβα ρούχα και αυτοκίνητα, ωραίες γυναίκες, σαλεμένους κακούς, συναρπαστικές καταδιώξεις και μπόλικες εκρήξεις. Μέχρι εδώ όλα καλά. Καμία αντίρρηση.

Το concept του Tenet, άλλωστε, στα χαρτιά έμοιαζε συναρπαστικό. Το θέμα είναι τι γίνεται με την εκτέλεση. Στην πράξη, λοιπόν, το «καράβι» βυθίζεται. Όχι κατευθείαν. Αρχικά, είναι όμορφο το ταξίδι (όπως, φαντάζομαι, θα ήταν και στον Τιτανικό). Ο Νόλαν έμαθε επιτέλους να σκηνοθετεί σκηνές δράσης. Και σε ό,τι αφορά τις αφηγηματικές του ικανότητες δεν υπήρχε, έτσι κι αλλιώς, καμιά αμφιβολία: τον κινηματογραφικό χωροχρόνο τον κάνει ό,τι θέλει.

Δεν μπορείς, βέβαια, να πεις ότι όλα όσα συμβαίνουν σε σχέση με την περίφημη «αντιστροφή» και τα αντικείμενα που έρχονται από το μέλλον και διανύουν ανάποδα τη χρονική τροχιά, είναι απολύτως κατανοητά αλλά ένα κάποιο νόημα, έστω και ομιχλώδες, αναδύεται. Στην πρώτη σκηνή που οι ήρωες εφαρμόζουν την αντιστροφή, τα αποτελέσματα (τουλάχιστον σε κινηματογραφικό επίπεδο) είναι εντυπωσιακά. Ο θεατής έχει, επομένως, την αίσθηση ότι αυτό που παρακολουθεί είναι δομημένο και ενδιαφέρον, λιγότερο φιλόδοξο από το Inception (με το οποίο έγιναν και οι -ατυχείς- συγκρίσεις) αλλά σίγουρα όχι μια συνηθισμένη κατασκοπική περιπέτεια.

Βέβαια, ακόμα κι έτσι, τα σταθερά προβλήματα της νολανικής φιλμογραφίας υπάρχουν κι εδώ: διανοητική ψυχρότητα, συναισθηματική στεγνότητα, πομπώδης σκηνοθετική τονικότητα -άρα και έλλειψη χιούμορ-, επιφανειακή ανάπτυξη χαρακτήρων, «μπουκωμένο» από πολύπλοκες ιδέες σενάριο. Όμως, για μια ώρα τουλάχιστον το πράγμα λειτουργεί. Έπειτα ανακύπτουν τα μεγάλα θέματα.

Από ένα σημείο κι έπειτα, από όταν η πλοκή αρχίζει να ανεβάζει στροφές και να οδηγείται προς το κρεσέντο της, ο Νόλαν ξεχνάει (περίεργο για έναν σκηνοθέτη που επιμένει τόσο πολύ στη μνήμη από την αρχή της καριέρας του), ποια είναι η βασική δουλειά ενός mainstream δημιουργού: το να αφηγείται καθαρά και κατανοητά την ιστορία του, ώστε να εμπλέκει συναισθηματικά τον θεατή στα τεκταινόμενα επί της οθόνης. Κι αυτό δεν είναι ηθικό ζήτημα, αλλά καθαρά πρακτικό.

Αν σε μια περιπέτεια (έχει σημασία το είδος), ο θεατής δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς βλέπει, δεν μπορεί να νιώσει αγωνία, αυτοκαταργείται το σασπένς. Απασχολημένος τόσο πολύ με τον αυτοθαυμασμό για το mind bending σενάριο που έγραψε, κυριευμένος από την ανάγκη να δείξει πόσο έξυπνος είναι (η αληθινή εξυπνάδα θα ήταν να τιθασεύσει την έπαρσή του και να αντιληφθεί ότι τα τελευταία 45 λεπτά του Tenet ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΝΤΑΙ), ο Νόλαν αδιαφορεί για το αν όλο αυτό που στο κεφάλι του μπορεί να έμοιαζε τέλειο, βγάζει νόημα ή αν είναι απλώς παρακολουθήσιμο.

Το Tenet αποδεικνύεται μια δημιουργία ματαιόδοξη, υπερφίαλη και εγωιστική, που αδιαφορεί για το κοινό που ζητάει πρωτίστως να ψυχαγωγηθεί από όλο αυτό. Και προϋπόθεση για να ψυχαγωγηθεί κανείς είναι να μετέχει στο δρώμενο. Εδώ, δεν γίνεται να μετέχεις, ο Νόλαν σχεδόν στο απαγορεύει. Ειδικά στο -απαράδεκτο- φινάλε, αυτόν τον κακόφωνο ορυμαγδό εκρήξεων και πυροβολισμών που προκαλεί πονοκέφαλο και δυσφορία (για την ακρίβεια είναι μια, κακώς εννοούμενη, επίθεση στις αισθήσεις), χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί το μάνα.

Το να βγούμε από την αίθουσα με πονοκέφαλο και ζορίζοντας τον εαυτό μας να βγάλουμε μια άκρη, κουτσά στραβά, για το τι ακριβώς συνέβαινε σ’ αυτό το έργο, δεν είναι δείγμα σκηνοθετικού μεγαλείου. Χίλιες φορές η εμπορική επιτυχία των έργων της Marvel παρά αυτή η άκριτη ανακήρυξη αυτής της υπερφίαλης ματαιοδοξίας σε σωτηρία του σινεμά. Πρέπει, επιτέλους, να ειπωθεί απερίφραστα ότι ο Νόλαν δεν ενδιαφέρεται να επικοινωνήσει με κανέναν άλλον παρά μόνο με τον εαυτό του. Δεν τον ενδιαφέρει (πια) ούτε να μοιραστεί, ούτε να προσφέρει (διασκέδαση, συγκίνηση). Έχει ανάγκη από θαυμαστές-καθρέφτες που θα αντανακλούν το «μεγαλείο» του, αυτό είναι όλο.

Και το χειρότερο με το Tenet είναι πως, μεγεθύνοντας τα ελαττώματά του, φωτίζει διαφορετικά και όλο το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη (προσωπικά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξαναδώ το -κατά τα άλλα αγαπημένο μου- Inception, χωρίς να νιώσω ενόχληση για όλα αυτά που θα διαπιστώσω ότι εκκολάπτονται εκεί μέσα, σε σχέση με την εξέλιξη αυτού του κινηματογραφικού δημιουργού).

Μοιάζει σαν να κράτησε ένα πράγμα μόνο από την κριτική που του έκαναν για άλλες του ταινίες: το ότι οι ήρωές του μιλούν υπερβολικά πολύ και το σενάριο γίνεται υπερ-επεξηγηματικό προκειμένου να μη χαθεί ο θεατής στους λαβυρίνθους της πλοκής. Οπότε, τι έκανε; Αποφάσισε να μη λένε τόσα πολλά πια, να μην παρα-αναλύουν τι γίνεται, με αποτέλεσμα την απόλυτη τρικυμία εν κρανίω. 

Όσο για το στρεψόδικο επιχείρημα: «αφού ο άνθρωπος το λέει δια στόματος μιας ηρωίδας του απ’ την αρχή, να μην προσπαθήσουμε να καταλάβουμε αλλά να νιώσουμε», αυτό πια είναι ξεκάθαρος παραλογισμός. Τι να αισθανθείς σε μια ταινία που απουσιάζει εντελώς το συναίσθημα; Δεν υπάρχει αισθητική πρόταση στο Tenet, κινηματογραφική ποίηση, υψηλή εικαστικότητα ή πρωτοποριακός φορμαλισμός ώστε να κάνεις τα στραβά μάτια σε ό,τι αφορά τον σεναριακό του αυτισμό – υπάρχει, στην καλύτερη περίπτωση, μια ευπαρουσίαστη τεχνική κατασκευή (με αναμενόμενα τέλεια φωτογραφία, βιρτουόζικο μοντάζ και άρτια καλλιτεχνική διεύθυνση) που γοητεύει το μάτι αλλά αυτό δεν λέει και πολλά πράγματα: το μάτι είναι ένα όργανο που εύκολα ξελογιάζεται. 

Αν σε ένα φουτουριστικό θρίλερ με στοιχεία κατασκοπικής περιπέτειας αλά Bond, είναι ok να μην καταλαβαίνεις τι βλέπεις και απλώς να αφήνεσαι να «αισθανθείς», έτσι γενικά κι αόριστα, ας δίνει τουλάχιστον τα –«τώρα ετοιμαστείτε να ψαρώσω το σύμπαν»- σενάριά του στον Ντέιβιντ Λυντς, να τα γυρίζει αυτός για να κερδίζουμε και κάτι ως θεατές. Το Tenet, δεν είναι καν σεναριακά πρωτότυπο, ώστε να του αναγνωρίσεις έστω αυτό.

Μπορoύμε να απαριθμήσουμε μια σειρά από ταινίες επιστημονικής φαντασίας, από κλασσικά αριστουργήματα του είδους (τα δύο πρώτα Τerminator του Κάμερον, το 12 Monkeys, ακόμα και το Back to the Future), μέχρι εξαιρετικές σύγχρονες προσθήκες (σαν το σχετικά πρόσφατο Looper του Ράιαν Τζόνσον) αλλά και απίθανες πατάτες (όπως το Timecop, το Predestination ή το DejaVu), που έχουν παίξει με τις ίδιες «πρωτοποριακές» ιδέες.

Οι δυο, τρεις εξαιρετικά σκηνοθετημένες σκηνές δράσης (κυρίως η, άψογα ενορχηστρωμένη, εναρκτήρια σεκάνς) ή μερικές ενδιαφέρουσες σκέψεις για τη, μεταφυσικής χροιάς, απληστία της πλουτοκρατίας που εκτείνεται από τη μετατροπή των ανθρώπων σε αντικείμενα κτήσης (το συνηθισμένο «αν δεν έχω εγώ αυτή τη γυναίκα, δεν θα την έχει κανένας») μέχρι την απόλυτη βλασφημία της μεταμόρφωσης ολόκληρου του Είναι σε ιδιοκτησία (το ριζοσπαστικό «αν δεν έχω εγώ τον κόσμο, δεν θα τον έχει κανένας»), δεν μπορούν να σώσουν την κατάσταση.

Όπως δεν τη σώζει, προφανώς, ούτε ο απλοϊκός σεντιμενταλισμός του Νόλαν που -όπως και στο Interstellar– πιστεύει ότι η αγάπη έχει τη δύναμη να αντιστρέψει την πορεία της ανθρωπότητας προς τον όλεθρο. Αν ο σκηνοθέτης μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη μηχανή αντιστροφής του γραμμικού χρονικού βέλους, θα έπρεπε να το κάνει και να επιστρέψει στο σημείο πριν τη σύλληψη του Tenet. Να μην το έγραφε, να μην το σκηνοθετούσε, να έκανε κάτι άλλο. Κρίμα που αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑