What's On Good Time

25 Νοεμβρίου 2017 |

0

Good Time

Σκηνοθεσία: Μπένι και Τζος Σαφντί

Παίζουν: Ρόμπερτ Πάτινσον, Μπένι Σαφντί, Τάλια Γουέμπστερ, Mπάντι Ντιούρες

Διάρκεια: 101᾽

Από την εναρκτήρια σκηνή του Good Time, αντιλαμβανόμαστε πως έχουμε να κάνουμε με μία αδελφική αγάπη που εφορμάται από αγνά κίνητρα, αλλά εκδηλώνεται με τοξικό τρόπο. Ο Νικ πάσχει από μία αδιευκρίνιστη νοητική υστέρηση και αδυνατεί να κουμαντάρει το μυαλό, τις σκέψεις και τα αισθήματά του. Ο αδερφός του, o Κόνι, τον νοιάζεται ειλικρινά, αντιλαμβάνεται ως ηθικό του χρέος να τον έχει από κοντά, να φροντίσει για το μέλλον του. Και υποπίπτει ευθύς εξαρχής στο ένα λάθος μετά το άλλο. Ξεκινώντας από την απροθυμία του να παραδεχτεί τόσο τις αδυναμίες του αδερφού του όσο και ότι δεν είναι σε θέση να του προσφέρει το είδος της βοήθειας που αυτός έχει ανάγκη.

Δεύτερη πράξη αυτού του δράματος ταχείας καύσης αποτελεί μια προσεκτικά σχεδιασμένη ληστεία, η οποία εκτελείται μεν στην εντέλεια, αλλά στραβώνει σε δεύτερο χρόνο. Σε αυτή τη ληστεία, οι μάσκες είναι σχεδόν κανονικά πρόσωπα, οι ληστές αδυνατούν να διαφύγουν παρότι δεν βρίσκεται κανείς στο κατόπι τους, η ανακοίνωση και η τέλεσή της επιτελούνται σε μία κατάσταση ακραίας και παλλόμενης σιγής, τα χρήματα βάφονται με αίμα από κόκκινη μπογιά, η λεία χρησιμοποιείται εν τέλει όχι για φτιαχτεί μια καλύτερη ζωή, αλλά μπας και αποτραπεί μία επερχόμενη κόλαση. Τα πάντα είναι υπερβολικά πλαστά για να είναι αληθινά, τα πάντα είναι υπέρ το δέον πραγματικά για να είναι ψεύτικα.

Τα αδέρφια Μπένι και Τζος Σαφντί, που ξεπήδησαν από την κινηματογραφική ομάδα Red Bucket Films, σε γραπώνουν από την πρώτη κιόλας στιγμή από τον γιακά και σε αφήνουν να κουτρουβαλήσεις σε μία άγρια κατηφόρα. Το Good Time, εμφανώς ειρωνικό στον τίτλο του, αφού κανείς από τους ήρωές του δεν θα περάσει ιδιαίτερα καλά σε αυτή τη φρενήρη καταβύθιση, ζει και αναπνέει σε ένα περιθωριακό νεοϋορκέζικο υπόκοσμο, που δίνει την εντύπωση πως τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν μέσα του.

Ακολουθούμε από απόσταση αναπνοής έναν απελπισμένο ολονύχτιο Γολγοθά, καθ᾽ οδόν προς ένα ξημέρωμα αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Ο Ρόμπερτ Πάτινσον, εδώ και καιρό απογαλακτισμένος από τις ερωτικές του περιπέτειες ως νεανίας βαμπίρ, πιστοποιεί αυτό που ήδη γνωρίζαμε από το Cosmopolis και το Life: ότι είναι πλέον ηθοποιός πρώτης γραμμής, ικανός να προσδίδει στον κάθε ρόλο μία αίσθηση εσωτερικού παλμού και μύχιας έκρηξης.

Το Good Time δεν μπαίνει σε καμία στιγμή στη διαδικασία να φλυαρήσει για τα κρίματα, τα βάσανα, τις ζοχάδες, τα απωθημένα, το κοινωνικό και οικονομικό background των ηρώων του. Διαλαλεί τα πάντα, χωρίς να τα βροντοφωνάζει ή να τα απαγγέλλει. Νιώθει άνετα σε ένα κόσμο όπου κάθε στιγμή μοιάζει κρίσιμη, όπου δεν υφίσταται καμία εναλλακτική από την ατελείωτη τρεχάλα και τον ενστικτώδη αυτοσχεδιασμό αυτού που έχει εθιστεί σε μία μάχη επιβίωσης. Η τσαλακωμένη ταυτότητα και η δυσμενής θέση των ηρώων του Good Time γίνεται υποδόρια κατανοητή, σε ένα επίπεδο περισσότερο συνειρμικό και συναισθηματικό, παρά χειροπιαστά νοητό.

Περίπου σαν την ανόθευτη ειλικρίνεια και την υπόγεια αλληλεγγύη που δένει τον κεντρικό ήρωα με τη 16χρονη Αφροαμερικανίδα που έρχεται στο διάβα του, σε ένα δεσμό που θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο σε αυτό το σύμπαν. Το παραισθησιογόνο μουσικό score του Oneohtrix Point Never (κατά κόσμον Daniel Lupatin) συντελεί τα μέγιστα στην καλλιέργεια ενός υπόγειου νεό—νουάρ κλίματος, αμβλύνοντας παράλληλα και τις υπόνοιες επιδειξιμανίας από την κατάχρηση των τρεμάμενων πλάνων, του vintage κόκκου και των ακραίων φωτισμών.

Μια ιστορία που ξεκινά ως heist movie και μετατρέπεται ταχύτητα σε ένα αγχωτικό και καθηλωτικό ντόμινο από οριακές συνθήκες, που φυτρώνουν η μία πίσω από την άλλη, απαιτώντας συνεχώς τη στάθμιση της κατάστασης και την επείγουσα λήψη της λιγότερο επώδυνης απόφασης. Με τελικό προορισμό ένα φινάλε ασυναίσθητα και χαμηλόφωνα συγκινητικό, το οποίο επιλέγει συνετά, για μια ακόμη φορά, να μην περιαυτολογήσει για την ευαισθησία του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑