Reviews Memento

5 Οκτωβρίου 2019 |

0

Memento

Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Νόλαν

Παίζουν: Γκάι Πιρς, Κάρι-Αν Μος, Τζο Παντολιάνο 

Διάρκεια: 113′

«Θυμόμαστε τη ζωή μας λίγο περισσότερο από ένα μυθιστόρημα που διαβάσαμε στο παρελθόν», γράφει κάπου ο Άρθουρ Σοπενχάουερ. Πάνω σ’ αυτή την τρομακτική διαπίστωση, χτίζεται ένα απ’ τα πιο συγκλονιστικά υπαρξιακά νέο-νουάρ της τελευταίας εικοσαετίας. Το Memento, η ταινία που μας σύστησε το ωκεάνιο ταλέντο του Κρίστοφερ Νόλαν, είναι ένα σπουδαίο κινηματογραφικό σχόλιο για τους δύο βασικούς λόγους που μετατρέπουν τη μνήμη σ’ ένα είδος κατάρας για το ανθρώπινο ον: την επιμονή και την αναξιοπιστία της.

Δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτήν (όπως δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ τον εαυτό μας -λογικό, ο εαυτός είναι, ουσιαστικά, απόρροια της μνήμης), αλλά δεν μπορούμε να της έχουμε και καμιά εμπιστοσύνη. Τι ειρωνεία! Διαμορφώνουμε ένα Εγώ μέσα από επιλεγμένα θραύσματα εμπειρίας που έχουν αποθηκευτεί στη συνείδηση, κουτσά στραβά, ενδεχομένως παραποιημένα, αλλοιωμένα, οπωσδήποτε πολύ πιο φτωχά σε λεπτομέρειες απ’ όσο υπήρξαν όταν τα ζούσαμε και αυτή η πενιχρή λεία του περάσματός μας απ’ τον κόσμο, πρέπει να μας πει ποιοι είμαστε. Φυσικό είναι να μην έχουμε ιδέα, τελικά.

O Λέοναρντ δεν μπορεί να δημιουργήσει νέες αναμνήσεις. Έχει μείνει κολλημένος σ’ ένα κομβικό σημείο της ζωής του: τον θάνατο της γυναίκας του. Ο διαρρήκτης που τη σκότωσε και τραυμάτισε τον ίδιο, είναι υπεύθυνος για την ελαττωματική κατάσταση της μνήμης του. Θυμάται καλά ό,τι συνέβη πριν από αυτό το γεγονός, από εκεί και μετά, όμως, είναι καταδικασμένος να μπορεί να επαναφέρει στο μυαλό του μόνο τα τελευταία 15 λεπτά που έχει ζήσει.

Προκειμένου να τα βγάλει πέρα μ’ αυτό το τεράστιο πρόβλημα αλλά και να καταφέρει να εντοπίσει τον φονιά της συζύγου του, κατασκευάζει μια τεχνητή μνήμη που αποτελείται από μυριάδες χαρτάκια με σημαντικές πληροφορίες, φωτογραφίες, τατουάζ κτλ. Κάθε φορά (δηλαδή ανά ένα τέταρτο της ώρας) που η φυσική μνήμη τον προδίδει, βυθίζοντάς τον στην άγνοια για το τι του συμβαίνει, η τεχνητή μνήμη τον επαναφέρει στην πραγματική του κατάσταση, τον δένει ξανά με τον σκοπό της ύπαρξής του. Που είναι η εκδίκηση.

Ο Λέοναρντ τα καταφέρνει τόσο καλά που όχι μόνο δεν αισθάνεται ελαττωματικός σε σύγκριση με τους φυσιολογικούς ανθρώπους αλλά θεωρεί κιόλας ότι υπερτερεί σημαντικά εκείνων, σε ό,τι αφορά την αντίληψη της πραγματικότητας. Διότι εμείς, για παράδειγμα, θυμόμαστε ένα ζευγάρι πράσινα μάτια ενώ τα μάτια ήταν γαλάζια. Αυτός θα τραβήξει μια polaroid φωτογραφία που θα αποδίδει την αλήθεια στον αιώνα τον άπαντα: το γαλάζιο χρώμα που η μνήμη μας έκανε πράσινο.

Βάζει τόσα πολλά θέματα το Memento που είναι περίπου αδύνατον να το αναλύσεις γράφοντας κάτι μικρότερο από ένα δοκίμιο εκατό σελίδων τουλάχιστον. Το ζήτημα της προσκόλλησης στο παρελθόν, είναι ένα από αυτά. Το πώς μετατρέπουμε κάποια βιώματα σε οδοδείκτες όλης της μετέπειτα ζωής μας, ανίκανοι να απαγκιστρωθούμε, καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε μοτίβα συμπεριφοράς με προδιαγεγραμμένη κατάληξη, μόνο και μόνο γιατί έτσι θα διατηρήσουμε αρραγή την ταυτότητά μας (σεμινάριο ψυχανάλυσης είναι το φιλμ).

Η κυκλική δομή της πλοκής -συνειδητοποιούμε στο ιδιοφυές φινάλε ότι όλη η αφήγηση είναι ένας κύκλος-, υπονοεί το είδος του σπειροειδούς μαρτυρίου στο οποίο υποβάλουμε τους εαυτούς μας όταν αδυνατούμε να απελευθερωθούμε απ’ την ισχύ των αναμνήσεων. Το κρίσιμο, εδώ, είναι η επανάληψη γιατί η ανάμνηση δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αδέξια, a priori καταδικασμένη στην αποτυχία, προσπάθεια να ξαναζήσουμε το χαμένο παρόν. Ο Μαρσέλ Προυστ, στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, θυμάται με τέτοια εξαντλητική λεπτολογία την περασμένη ζωή του, διότι δεν του έχει απομείνει άλλη.

Ο ήρωας του Memento, εφόσον αδυνατεί να αντικαταστήσει τις παλιές του αναμνήσεις με νέες, μοιάζει σαν να έχει πεθάνει ενώ είναι ακόμα ζωντανός. Ατενίζει τη ζωή του σαν να επρόκειτο για ένα κλειστό κύκλωμα, μια ολοκληρωμένη παρτίδα, ένα πεπρωμένο. Δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά, αφού στερείται τον μηχανισμό εκείνο που επιτρέπει στις εμπειρίες να μετατραπούν σε αναμνήσεις, συνεπώς δεν έχει πλέον πρόσβαση στο μέλλον. Προϋπόθεση γέννησης του μέλλοντος είναι ο θάνατος του παρελθόντος, αλλά γι’ αυτόν τον δυστυχισμένο, το παρελθόν δεν πεθαίνει με τίποτα, αφού τίποτα δεν έρχεται να πάρει τη θέση του εντός της συνείδησης.

Παράλληλα, αυτό το μέλλον που δεν λέει να γεννηθεί, τον καταδικάζει να μην έχει άλλον εαυτό από εκείνον που απέκτησε μια για πάντα. Την ελευθερία που έχει κάθε ανθρώπινο ον, να επινοεί τον εαυτό του όποτε θελήσει απ’ την αρχή, αποφασίζοντας κάτι διαφορετικό, αυτός τη στερείται. Αυτός ξυπνάει μονίμως αποπροσανατολισμένος, αόριστα τρομοκρατημένος και σε κατάσταση αγωνίας. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται δεν του επιτρέπει να γίνει τίποτε άλλο παρά κάποιος που οφείλει να εκδικηθεί.

Αν η ανάμνηση, όπως έλεγε ο Κούντερα, δεν είναι μια μορφή της μνήμης αλλά μια μορφή της λήθης (διότι ποτέ δεν μπορεί να επαναφέρει τον, παλλόμενο από χιλιάδες ερεθίσματα, πλούτο του παρόντος έτσι όπως το βιώσαμε μια φορά κι έναν καιρό, αποτυγχάνοντας, ωστόσο, να το συλλάβουμε πραγματικά), αν γνωρίζουμε τον εαυτό μας μονάχα σε παρελθοντικό χρόνο, μέσω αυτών των ελάχιστα αξιόπιστων αναμνήσεων, αν όντως πεθαίνουμε χωρίς να ξέρουμε τι ζήσαμε, τότε ο Λέοναρντ αντικατοπτρίζει μεγεθυμένη την υπαρξιακή σύγχυση του καθενός, τη σταθερή επέλαση της λήθης σε συνδυασμό με μια μνήμη μαζοχιστικά καθηλωμένη στο παρελθόν.

«Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί», έγραφε ο Σεφέρης. Ίσως γιατί, στο βάθος, είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Όπως και ο εαυτός μας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑