Σκηνοθεσία: Κρίστοφερ Νόλαν
Παίζουν: Αλ Πατσίνο, Χίλαρι Σουάνκ, Ρόμπιν Γουίλιαμς
Διάρκεια: 118′
Πριν τους εκκωφαντικά μπαρόκ τόνους της δημοφιλούς comic τριλογίας. Πριν τους σεναριακούς μαιάνδρους του υπερεγκεφαλικού Inception. Πριν κι από την αλληγορία για το παραπλανητικό της αισθητικής θεώρησης The Prestige κι αμέσως μετά το ιδιοφυές Memento, ο Κρίστοφερ Νόλαν είχε ήδη φτιάξει την καλύτερη ταινία της καριέρας του. Εκ πρώτης όψεως, ψυχολογικό θρίλερ στα χνάρια του Seven, απ’αυτά που θα βιαζόσουν να πεις ότι έχεις χορτάσει, αλλά λίγο βαθύτερα να κοιτάξεις και θα δεις την άβυσσο να ανοίγεται μπροστά σου.
Για να επιτρέψεις στο Insomnia να γλιστρήσει κάτω από το δέρμα σου, αρκεί να αφεθείς στον καθηλωτικό, αβίαστο ρυθμό του, με τις απαιτήσεις του γύρω κόσμου σε αναστολή. Το κοπάδι δαιμόνων που αλυχτά κάτω από την ήρεμη επιφάνειά του θα σε υποδεχτεί σε ένα αλύπητο σύμπαν που στερεί την παρηγορητική λειτουργία του ύπνου (οποιασδήποτε μορφής). Η αδιάκοπη μέρα του αρκτικού κύκλου επιβάλλει την ειλικρίνεια (ετυμολογικά: “είλη”=θέρμη του ήλιου + “κρίνω”) ως αδήριτη ανάγκη και είναι γνωστό ότι μόνο στο σκοτάδι μπορεί κανείς να λουφάξει αποτελεσματικά.
Σαν μετουσίωση μιας εμμονοληπτικής αποκαλυπτικής διαδικασίας που εξελίσσεται, φυσικώ τω τρόπω και ερήμην των προσώπων, η οδυνηρή απαίτηση της αλήθειας κατοικεί τον νοηματικό πυρήνα του Insomnia. Συμπλέκει τόσο τον εκπρόσωπο του νόμου όσο και τον ψυχωτικό συγγραφέα (κάθε συγγραφέας είναι ψυχωτικός στο βαθμό που εμμένει, κόντρα σε κάθε έννοια διακριτικότητας, να “φέρνει στο φως”), σ’ένα διαλεκτικό εναγκαλισμό που θολώνει τις διαχωριστικές γραμμές, μετατρέποντας τον έναν σε αρνητική όψη του άλλου.
Εδώ, οι αρχές τους, τούς γυρίζουν μπούμερανγκ, διώκτης και διωκόμενος γίνονται τα θύματα του αξιακού τους συστήματος. Καλούνται να κρυφτούν από τον ίδιο τον εαυτό τους σε ένα σκηνικό που δεν προσφέρει την παραμικρή σκιερή γωνία. Αυτό το ανηλεές φως, τούς βρίσκει παντού και δεν είναι παρά το εξωτερικό σύστοιχο μιας εσωτερικής λειτουργίας που λέγεται “ηθική συνείδηση”.
Ο δολοφόνος όμως (έξοχος ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, σε μια ερμηνεία που απαιτεί κότσια και αξιοποίηση μύχιων βασάνων: δυστυχώς απέδειξε, με τον πιο στενάχωρο τρόπο, ότι το κρατούσε στα τρίσβαθα το έρεβος που απαιτούσε ο ρόλος) διαθέτει πλεονέκτημα γιατί συλλαμβάνει απλά και με αμοραλιστική διαύγεια το φευγαλέο νόημα της πράξης που παραμένει απρόσβλητο από τις κοινωνικές εκτιμήσεις και την ανθρωποκεντρική ερμηνεία. Επαναλαμβάνει πως ο φόνος ήταν “ατύχημα”, κάτι σαν φυσικό φαινόμενο που βρισκόταν πέρα από τον έλεγχο του.
Yπήρξε μόνο ο διαμεσολαβητής ανάμεσα σε μια σκληρή, απάνθρωπη νομοτέλεια των πραγμάτων και στις συντριπτικές συνέπειες που καλούνται οι άνθρωποι να κουλαντρίσουν. Ένας ενδιάμεσος σταθμός και τίποτα περισσότερο. Ενσαρκώνει την κοινοτοπία του κακού σε όλο της το σατανικό μεγαλείο. Οι ενοχές δεν τον αγγίζουν στο βαθμό που τούς διαφεύγει, επικαλούμενος την πλήρη ανευθυνότητα του απέναντι σε μια ανθρώπινη φύση ολοκληρωτικά κυριευμένη από ασυνείδητους μηχανισμούς και τυφλές ενορμήσεις. Είναι παγωμένος και “αθώος” σαν το τοπίο που τον περικλείει.
Ο αστυνομικός του Πατσίνο από την άλλη, βασανίζεται με Ντοστογιεφσκικό τρόπο (δεν θυμάμαι να έχω δει πιο ενδελεχή κινηματογραφική αποτύπωση της προβληματικής που επεξεργάστηκε ο τιτάνας της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο Έγκλημα και Τιμωρία), ακριβώς γιατί στέκεται ιδεολογικά στον απόλυτο αντίποδα μιας τέτοιας αντίληψης. Το μαρτύριο του φέρνει στο μυαλό εκείνο του Ρασκόλνικωφ, τη στιγμή που συνειδητοποιεί πως ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Οι πράξεις επιφέρουν συνέπειες και η ευθύνη είναι απόλυτη. Όχι μόνο σε επίπεδο προθέσεων -που μπορεί να είναι σωστές- αλλά κυρίως σε επίπεδο αποτελεσμάτων. Τίποτα δεν μπορεί να αποτελέσει αντίβαρο στην απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής. Και ο υπαρξιακός αυτοβασανισμός του δεν μπορεί παρά να τελειώσει με μια ομολογία.
Ομολογία ενοχής, άγνοιας ή ποταπότητας, λίγη σημασία έχει. Μόνο η παραδοχή μπορεί να σε γλιτώσει από την αγωνία να γνωρίζεις το σφάλμα σου. Αυτό τον αδιάφθορο(;), που είχε χτίσει μια ζωή επιρρίπτοντας ευθύνες, διαλύοντας αυταπάτες μέσα στο επικριτικό του κοίταγμα, εγκλωβίζοντας συνειδήσεις στην αρπάγη ενός βλέμματος που καταδικάζει, αυτόν, λοιπόν, ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν τον γιατρεύει. Η αϋπνία του, προϊόν και συμβολική μορφή της ενοχής, είναι η δυσάρεστη εικόνα της ανθρώπινης κατάστασης. Οφείλει να την περιφέρει δεξιά κι αριστερά, σαν διαρκή, ενοχλητική υπενθύμιση του τι σημαίνει να πολιορκείσαι νυχθημερόν από τις ερινύες. Κάθε στιγμή, αδιάλειπτα, χωρίς τον προστατευτικό μανδύα της νύχτας που θα μπορούσε να καλύψει ίσως, έστω και στιγμιαία, την ασχήμια ενός τέτοιου φορτίου.
Πέρα από τις, ούτως ή άλλως, έκδηλες αρετές της, δηλαδή την υπέροχη σκηνογραφία που σχεδόν μετατρέπει το τοπίο σε χαρακτήρα, την μινιμαλιστική, ουσιαστική, σχεδόν “ευρωπαϊκή” σκηνοθετική προσέγγιση (δυστυχώς από ένα σημείο και μετά ο Νόλαν την εγκατέλειψε, πασχίζοντας να αποδείξει, με το στανιό που λέμε, ότι είναι βιρτουόζος), τη στοιχειωτική φωτογραφία “πάλης” μεταξύ των σκιών και του επίμονου φωτός που αντανακλά συγκρουσιακά τη διττή ψυχολογία των ηρώων, η ταινία ριζώνει σε ανείπωτα βάθη γιατί διαθέτει ΑΥΤΟΝ τον ηθοποιό!
Αν δεν μετέτρεπε ΑΥΤΟΣ (προσωπικά ακόμα δυσκολεύομαι να βρω ανώτερο του στην ιστορία του σινεμά), ολόκληρη την σημειολογία του φιλμ, σε εκφράσεις, βλέμμα, κίνηση, τόνο φωνής, ακόμα και πετάρισμα βλεφάρου, μπορεί να μιλάγαμε για ένα έργο τελείως διαφορετικό και ενδεχομένως πολύ μικρότερο σε σημασία. Η ιδανική σύμπραξη σκηνοθέτη-στην πιο ώριμη και εσωτερική στιγμή του-και ηθοποιού, ξαναλέω ΑΥΤΟΥ του ηθοποιού, έδωσαν στα 00’s ένα σπουδαίο, εμβριθές δείγμα σινεμά είδους που ανυψώνει την κατηγορία του την ίδια στιγμή που την ξεπερνάει.