What's On Malcolm & Marie

15 Φεβρουαρίου 2021 |

0

Malcolm & Marie

Σκηνοθεσία: Σαμ Λέβινσον

Παίζουν: Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον, Ζεντάγια

Διάρκεια: 106’

Ο Μάλκολμ και η Μαρί επιστρέφουν από την πρεμιέρα της ταινίας του πρώτου στην απομονωμένη κατοικία τους. Όλα πήγαν τέλεια, το φιλμ εντυπωσίασε τους παρευρισκόμενους θεατές και κριτικούς και προδιαγράφεται μία λαμπρή σταδιοδρομία μπροστά του. Μόνο που ο Μάλκολμ στον ευχαριστήριο λόγο του λησμόνησε να ευχαριστήσει τη σύντροφό του και αυτή του η παράλειψη πρόκειται να μετατρέψει αυτή τη βραδιά από ονειρώδη σε εφιαλτική, καθώς η Μαρί αποφασίζει να διεκδικήσει τη δέουσα ευγνωμοσύνη ως αντάλλαγμα για όσα έχει προσφέρει προκειμένου ο Μάλκολμ να φέρει εις πέρας την ταινία.

Σε ένα πρωταρχικό επίπεδο, το φιλμ του Σαμ Λέβινσον επιχειρεί να εισαγάγει τον θεατή στον αθέατο κόσμο των κλειστών θυρών ενός καλλιτεχνικού ζεύγους. Εκείνος είναι νέος και φέρελπις μαύρος δημιουργός που μόχθησε για την ταινία του και βλέπει τους κόπους του έτοιμους να ευοδωθούν. Εκείνη, επίσης μαύρη και ακόμη νεώτερη σε ηλικία, ήδη πρώην ηθοποιός και νυν μοντέλο, με ένα παρελθόν που στοιχειώνεται από τον εθισμό στα ναρκωτικά. Αμφότεροι συγκλονιστικά ευπαρουσίαστοι, αναδύουν coolness και φωτογένεια, ενώ φαντάζουν και ιδιαίτερα προικισμένοι ως προσωπικότητες.

Μέσα σε ένα δίωρο, ο πόλεμος μεταξύ τους θα φουντώσει, θα κοπάσει και θα αναζωπυρωθεί πλείστες φορές, θα κυριαρχήσουν φωνές, ύβρεις, η ψυχραιμία σύντομα θα εγκαταλείψει τον χώρο ∙ ο Λέβινσον προσδοκά να κινηθεί σε ατραπούς που θυμίζουν «Who’s Afraid of Virginia Wolf» ή κάποιον πρώιμο Κασσαβέτη (ειρωνικά, το ζήτημα της αυθεντικότητας στην καλλιτεχνική έκφραση κατέχει σπουδαία θέση στο «Malcolm and Marie» και ταυτόχρονα είναι από τις μεγαλύτερες πληγές του ίδιου του έργου).

Στον αφηγηματικό πυρήνα της ιστορίας του λοιπόν ο Λέβινσον σημειώνει μία –σχετική– επιτυχία. Οι χαρακτήρες Ο Μάλκολμ είναι ουσιωδώς αγνώμων απέναντι στη συνεισφορά της Μαρί, δεν ξέχασε απλώς να τη συμπεριλάβει στον μακρύ κατάλογο των ευχαριστιών του. Τρέπεται σε ανήμερο θηρίο μπροστά στην παραμικρή αμφισβήτηση της αξίας του και ασχημονεί λεκτικά απέναντι στη σύντροφό του διατρανώνοντας την πίστη και τη στήριξη που της έχει προσφέρει. Η Μαρί από την άλλη μεριά έχει καταπιέσει τη δικαιολογημένη οργή της σε βαθμό που καθιστά αδύνατη τη διεξαγωγή μίας κουβέντας χωρίς αυτή να εκτροχιαστεί εντός ολίγων λεπτών. Νιώθει ότι έχει ο Μάλκολμ προτίθεται να συνηθίσει τον υποβιβασμό της στη θέση της «συντρόφου του δημιουργού», όντας ο ίδιος απασχολημένος με το θαυμασμό του εαυτού του, και αυτό την εξοργίζει.

Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο και σε φιλμ 35mm κυρίως για να μπορέσει να το παινευτεί ο δημιουργός ότι δεν κάνει ψηφιακό σινεμά (και το εξοντωτικό είναι ότι προχωράει στον αυτοέπαινο δια στόματος του Μάλκολμ!), η εικόνα της ταινίας μαρτυρά έναν άνθρωπο που γνωρίζει πώς να χειριστεί τη φόρμα που επέλεξε, τη γεωμετρία των κλειστών χώρων και το εν γένει θεατρικό σκηνικό. Ακόμα, η σχεδόν real time αφήγηση προσδίδει μία αίσθηση εγγύτητας προς τα τεκταινόμενα και κυρίως τα λεγόμενα.

Ακόμα και αυτές οι ιδέες όμως εξαντλούνται σχετικά γρήγορα: τα τρικ με τον χώρο που μοιάζει πότε αχανής και πότε ασφυκτικός επαναλαμβάνονται, ενώ σίγουρα επανάληψη παρατηρείται και στις λεκτικές διαμάχες και τις εκατέρωθεν εκρήξεις. Το σύστημα των διαδοχικών κορυφώσεων της έντασης αποδεικνύεται αναποτελεσματικό, κυρίως γιατί του λείπει η προαναφερθείσα αυθεντικότητα την οποία λιβανίζει ο Λέβινσον στους διαλόγους. Έτσι, αφού είναι αδύνατο να εφευρεθεί ένα backstory δίχως ουσιώδεις αντιφάσεις για να δικαιολογήσει όσα διαμείβονται, τα νευρικά λόγια των χαρακτήρων καταλήγουν να ηχούν σαν θορυβώδη άσφαιρα πυρά.

Από εκεί και πέρα, αρχίζει η έκφραση μίας εξοργιστικής κομπορρημοσύνης. Το αχαλίνωτο name-dropping των σπουδαίων δημιουργών του παρελθόντος στο οποίο επιδίδεται ο χαρακτήρας του Ουάσινγκτον προκειμένου να αποδείξει –αυτός ή ο ίδιος ο Λέβινσον άραγε– ότι κατέχει μοναδικά την τέχνη του. Το οργίλο λογύδριό του (εδώ δε χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται για τον ίδιο τον Λέβινσον που αναγκάζει τον χαρακτήρα να εκστομίζει φαιδρότητες) εναντίον μίας λευκής κριτικού κινηματογράφου με την οποία έχει μανιάτικο σύμπλεγμα και διαλύει κάθε λέξη από την κριτική της κατηγορώντας την ότι δεν καταλαβαίνει την τέχνη. Η σπουδαιοφάνεια του δημιουργού σε όλο της το εκνευριστικό μεγαλείο.

Η θλιβερή απόπειρά του να πραγματευτεί τις συνθήκες του σημερινού arthouse αμερικανικού κινηματογράφου, όταν σε έναν διάλογο του ζευγαριού σχολιάζουν την παρουσία γυμνών γυναικών άνευ αφηγηματικού σκοπού στις ταινίες, ενώ η Μαρί τριγυρνά στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ταινίας με τα εσώρουχα και ο Λέβινσον φροντίζει να απεικονίσει σε ένα αισθαντικό πλάνο τη στιγμή που γδύνεται, δίχως τίποτα από τα παραπάνω να αφορά με οποιονδήποτε τρόπο τον διαπληκτισμό της με τον Μάλκολμ, ο οποίος διατηρεί τα ρούχα του σε όλη την ταινία. Βέβαια, δύσκολα μπορεί κάτι να ξεπεράσει την πασίδηλη αμηχανία του Λέβινσον ως προς τη μαύρη ταυτότητα του σκηνοθέτη Μάλκολμ στον χώρο του κινηματογράφου ∙ κάθε λέξη που του έγραψε ο Λέβινσον μοιάζει τεχνητή και απλοϊκή, δηλωτική μίας μονομανούς προσπάθειας του (λευκού) δημιουργού να αποδείξει πόσο εύκολα μπορεί να συναισθανθεί τους μαύρους συναδέλφους του. Όλα βέβαια οδηγούν στο ίδιο σημείο: την αυτάρεσκη διαπίστωση του Λέβινσον, δίχως ίχνος αυτοκριτικής, ότι οι κριτικοί δεν κατανοούν την τέχνη του.

Είναι αναμφίβολα δικαιολογημένη η ανάγκη ενός δημιουργού να διαπραγματευτεί με το κοινό του έργου του την υπάρχουσα κατάσταση της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Γι’ αυτό άλλωστε, για όσο ακόμα υπάρχει η αμφιβολία περί του εάν ο Λέβινσον φιλοτέχνησε έναν αυτάρεσκο χαρακτήρα για να διατυπώσει τις σκέψεις του και να πλαισιώσει το δράμα με αυτές ή είναι ο ίδιος ένας αυτάρεσκος καλλιτέχνης που βρήκε όχημα για να «τα πει», η ταινία διαθέτει αρκετά θέλγητρα. Με την πάροδο των λεπτών, όμως, γίνεται σαφές ότι ο δημιουργός έχει αποφασίσει να επιδοθεί σε ρεσιτάλ αυτοθαυμασμού, το οποίο μάλιστα σταδιακά εξαλείφει και την αξία του ίδιου του δράματος που αναπτύσσει.

Παρά λοιπόν τη φιλότιμη προσπάθεια του Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον σε έναν χαρακτήρα με αρκετές υπερβολικές αποκρίσεις και την εξαίσια παρουσία της Ζεντάγια που αποδίδει τα μέγιστα και πασχίζει να δώσει πνοή στο σύνολο, το φιλμ του Σαμ Λέβινσον υποσκάπτει τα ίδια του τα θεμέλια και βυθίζεται στην κινούμενη άμμο του ναρκισσισμού του. Η έπαρσή του είναι τόσο καταλυτική που ματαιώνει τη δια της ταινίας εξερεύνηση των ορίων της αγνωμοσύνης του ανθρώπου που παράγει τέχνη έναντι όσων των περιβάλλουν και τον υποστηρίζουν. Είναι άραγε η δημιουργία μία εγωιστική διαδικασία μετάφρασης αλλότριων εμπειριών σε τέχνη; Αυτό είναι το ερώτημα που δυστυχώς δεν ενδιαφέρεται να αναπτύξει ο Λέβινσον. Κρίμα για την ταινία του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑