L’important c’est d’aimer

Σκηνοθεσία: Αντρέι Ζουλάφσκι

Παίζουν: Ρόμι Σνάιντερ, Φάμπιο Τέστι, Ζακ Ντυτρόνκ, Κλάους Κίνσκι

Διάρκεια: 105’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Σημασία έχει ν’ αγαπάς»

Έτος παραγωγής: 1975

Ένα κινηματογραφικό πλατό ξέχειλο από κόσμο, μηχανήματα, καλώδια, φωνές πανικό, καθώς και μία ακαθόριστη αίσθηση κούρασης και λίγδας. Μία ταλαίπωρη σκηνή, σε μία ταινία ελαφρού πορνό και φτηνιάρικου τρόμου, που φλερτάρει με το φαιδρό και παλεύει να γυριστεί. Η Ναντίν, που αγκομαχεί να προσδώσει υπόσταση και νόημα σε μία περσόνα και μία συνθήκη κούφια, να χαρίσει όγκο, σώμα και ψυχή σε ένα πουκάμισο αδειανό.

Της ζητείται επιτακτικά να αρθρώσει με πάθος δύο απλές λέξεις: «Σ’ αγαπώ». Αδυνατεί. Καταρρέει. Είναι πάνω από τις δυνάμεις της. Είναι διατεθειμένη και ικανή να υποστεί πολλά και δυσβάσταχτα, αλλά όχι αυτό. Είναι νοσηρό να της ζητείται να ξεστομίσει αυτές τις λέξεις, αφενός χωρίς να τις νιώθει κι αφετέρου σαν να ήξερε τι ακριβώς σημαίνουν, σήμαιναν κάποτε ή θα μπορούσαν να σημαίνουν στο μέλλον.

Καθώς η κάμερα πλησιάζει στο πρόσωπό της Ρόμι Σνάιντερ και μας φανερώνει την εκτυφλωτική του θλίψη και την τσακισμένη του ομορφιά, ένα αδηφάγο κλικ-κλικ καταπίνει το πλάνο. Ο ίδιος φόβος. Η ίδια αγωνία. Ότι κάποιος απρόσκλητος επισκέπτης θα αιχμαλωτίσει την ανεπάρκειά μας, τον ξεπεσμό και τον μαρασμό μας. Προοριζόμασταν άπαντες για κάτι ανώτερο και πιο ευγενές, αλλά η ζωή μας ξεπέταξε σε κάτι πιο ευτελές, αμήχανο και ντροπιαστικό.

Η ζωή μας ξεπλήρωσε με τον πιο ανίερο και σκληρό τρόπο τη δέσμευση στην οποία μας είχε καθυποτάξει: ότι πρέπει να τη ζήσουμε φτιάχνοντας κάτι όμορφο, ό,τι διάολο κι αν σημαίνει αυτό. Ότι μπορούμε και πρέπει να βελτιωνόμαστε συνεχώς. Ότι πάντα θα υπάρχουν κάποιες ανεξερεύνητες, αλλά μονίμως εφικτές, δυνατότητες, που υποτίθεται ότι οφείλουμε να κυνηγήσουμε και να αδράξουμε.

Η Ναντίν αποστρέφεται το παραμορφωμένο και στραπατσαρισμένο της είδωλο, όπως αυτό αποτυπώνεται στον φακό του φωτογράφου Σερβέ, ο οποίος όμως αντικρίζει ένα θέαμα ολότελα διαφορετικό. Αυτό του κρυστάλλινου και αδιαπραγμάτευτου έρωτα. Ο Σερβέ δεν απαθανατίζει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη δική του λαχτάρα, τον κατάδικό του πόθο. Την αυστηρώς προσωπική του εμμονή, που θα τον οδηγήσει στην εξύψωση και την καταβύθιση. Και καθώς οι νότες του Ζωρζ Ντελερί πλημμυρίζουν το κάδρο που μαυρίζει απότομα, συνειδητοποιεί κανείς πως ο Αντρέι Ζουλάφσκι τα είχε ήδη πει όλα με μία εναρκτήρια σκηνή. Η εικόνα δεν υφίσταται, υπάρχουν μονάχα τα καθρεφτίσματα και οι αντανακλάσεις.

Η αγάπη είναι παντού, ενώ εξαϋλώνεται ασταμάτητα. Κατακερματίζεται σε αμέτρητα ρυάκια από ανάγκες, επιθυμίες, ψευδαισθήσεις, αυθόρμητες διακλαδώσεις της στιγμής και γέρικες ρίζες που ξεκινούν ενός θεός ξέρει από πού, καταλήγοντας σε μία ατελή πυρηνική σχάση. Η αγάπη έχει τους εθελούσιους νεκρούς της, που απελευθερώθηκαν από το βάρος των επώδυνων αναμνήσεων και της αιώνιας προσπάθειας. Έχει αυτούς που είναι προγραμματισμένοι για να επιβιώνουν, ούτως ώστε να υποφέρουν από τις θύμησες. Έχει και τους απέθαντους νεκροζώντανους, που την εκλιπαρούν για λίγη ναφθαλίνη ακόμη.

Όπως ακριβώς ο Σερβέ, ένας γενναίος στρατιώτης της αγάπης, που θα πεθάνει για ένα σκοπό που ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει πως αξίζει. Όπως ακριβώς η Ναντίν, που ρουφά ζωή από τις κατραπακιές και τις ταπεινώσεις, και θα αναγκαστεί να συνεχίσει τον δρόμο της, με κυριότερο σημείο αναφοράς έναν επιθανάτιο ρόγχο αγάπης. Όπως ακριβώς ο Ζακ, ο σύζυγος της Ναντίν, που είναι απόλυτα ικανοποιημένος με την ανυπαρξία που τον αγκαλιάζει, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να βαστάξει μέχρι και την αιωνιότητα.

Το Σημασία έχει ν’ αγαπάς είναι ολόγιομο από ακρότητες και υπερβολές που ενδέχεται να φανούν παρωχημένες ή παράταιρες σε ένα ανυποψίαστο θεατή του σήμερα, αλλά είναι απλώς τα fundamentals στο παρανοϊκό σύμπαν του Ζουλάφσκι, που συνήθως άγγιζε πολύ πιο ακραίες τιμές. Είναι διάσπαρτο από μπαρόκ σκηνικά που μεταδίδουν μία αίσθηση γκροτέσκου. Από χώρους εκκωφαντικά γυμνούς και αποπροσανατολιστικούς. Από ξέφρενα ζουμαρίσματα και φρενήρη cuts. Από παγανιστικό μακιγιάζ προσώπων που βρίσκονται σε συνεχή έκσταση. Από σαλεμένους Κουασιμόδους και τσαρλατάνους, που ακρωτηριάζονται ασταμάτητα ώς τα βάθη της ψυχής τους.

Μέσα σε όλη αυτή τη χλιδή της υπερβολής και τον εξτραβαγκάν πλούτο, ο Ζουλάφσκι διατηρεί ακέραιο το θείο άγγιγμα της λιτότητας. Και είναι ικανός να μεταδώσει με ένα και μόνο καρδράρισμα το απόλυτο ανοίκειο ενός συναισθήματος που γυροφέρνει μέσα στα πόδια μας για όλη μας τη ζωή, αλλά ποτέ δεν γίνεται αυθεντικά κτήμα μας. Η αγάπη, το σκοτεινότερο όλων των συναισθημάτων, το πιο ανεξήγητο, το πιο δεσμευτικό, η πιο αναγκαία μας υποχρέωση, ένα μόνιμο καταφύγιο που δεν μοιάζει όμως με φιλόξενη φωλιά, αλλά με μία αβαθή μαύρη τρύπα. Η αγάπη, μία λέξη που εφηύραμε για να βαφτίσουμε μία κατάσταση που μας ξεπερνά εξ ορισμού, εκ των προτέρων και δια παντός.

Με τελικό επιμύθιο ένα φινάλε που υποκλίνεται στην αφόρητη διαπίστωση ότι η ζωή είναι μία ατελείωτη παράσταση, ότι τίποτα δεν φύεται μόνο του, παρά μονάχα σε ένα προϋπάρχον περιβάλλον, ότι η ζωή, παρά τους μεγαλόστομους λυρισμούς και τις φτιαχτές πρόζες, θα ήταν μάλλον ευτύχημα να αξιωθεί να μοιάσει σε ένα καλοστημένο φτηνό μελόδραμα ή ένα στημένο ρομάντζο. Σημασία έχει ν’ αγαπάς τελικά; Όχι και τόσο,  θα έλεγε ο προβοκάτορας Ζουλάφσκι, ακόμη και μετά από αυτό τον απόλυτο φόρο τιμής στην αγάπη. Αφού θα το πράξεις (και θα το πάθεις) ούτως ή άλλως.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑