La Piscine (1969)

Σκηνοθεσία: Ζακ Ντερέ

Παίζουν: Αλέν Ντελόν, Ρόμι Σνάιντερ, Μορίς Ρονέ, Τζέιν Μπίρκιν

Διάρκεια: 120’

Έτος παραγωγής: 1969

Κυανή Ακτή, στη φλεγόμενη καρδιά του καλοκαιριού, κάτω από ένα εκτυφλωτικό φως, τόσο διαπεραστικό που καμιά ασχήμια δεν μπορεί να μείνει κρυφή. Ο Ζαν-Πολ και η Μαριάν κάνουν διακοπές στη βίλα ενός φίλου και η μεταξύ τους σχέση θυμίζει μάχη ανάμεσα σε δύο πληγωμένα θηρία. Σε κάθε τους κουβέντα, αλλά και σε κάθε τους παύση, το σκοινί μοιάζει έτοιμο να σπάσει από το βάρος όσων έχουν προηγηθεί. Όπως όλοι ξέρουμε, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν πιο βίαια από τον ανταγωνισμό και τη φαγωμάρα δύο παλιών αγαπημένων που έχουν παραδοθεί στην πικρία.

Ο Αλέν Ντελόν και η Ρόμι Σνάιντερ λες και αντλούν έμπνευση από τις ζοχάδες και τα παράπονα μιας σχέσης και ενός χωρισμού που παρέλασε σε κάθε γαλλικό tabloid εξώφυλλο των 60s: εκπέμπουν ένταση ακόμη κι όταν ερωτοτροπούν, κρύβουν κάτι σκοτεινό πίσω από την παραμορφωτική ρέμβη του καλοκαιριού, επιτίθενται ο ένας στον άλλο μέσα από σιωπές και βλέμματα. Την ίδια στιγμή, ο φακός του Ζακ Ντερέ καταβροχθίζει την ομορφιά και των δυο στάλα προς στάλα, αφήνοντας μια υποδόρια απειλή. Τόση ομορφιά δεν μπορεί παρά να είναι καταραμένη, μοιάζει να μας λέει, προοικονομώντας έναν αφανέρωτο κίνδυνο και ένα ένα ακαθόριστο πένθος.

Με μάτια θολωμένα από τον ήλιο και το νερό και ανάσα ξέπνοη από τη ζέστη και τις βουτιές, η Πισίνα ίσα που διακρίνει μια φρίκη που τρεμοπαίζει στο βάθος του ορίζοντα. Η μουσική του Μισέλ Λεγκράν (σαν ενοχλητική υπενθύμιση) και οι δηλητηριώδεις διάλογοι του Ζαν-Κλοντ Καριέρ (σεναριογράφου του Λουίς Μπουνιουέλ) δεν αφήνουν ούτως ή άλλως το παραμικρό περιθώριο αισιοδοξίας. Και μόλις ο Χάρι (Μορίς Ρονέ), ο παλιός εραστής της Μαριάν, καταφθάσει σχεδόν απρόσκλητος, παρέα με την όμορφη κόρη του Πενελόπ (Τζέιν Μπίρκιν), η εκκολαπτόμενη τραγωδία θα επισφραγιστεί με κάθε επισημότητα.

Σχεδόν μια δεκαετία μετά το Γυμνοί στον ήλιο του Ρενέ Κλεμάν, το παιχνιδιάρικο βλέμμα και οι νευρώδεις κινήσεις του Ρονέ έρχονται ξανά σε σύγκρουση με τα παγωμένα μάτια και την αγαλματένια μορφή του Ντελόν. Την ίδια στιγμή, ο Ντερέ παιχνιδίζει μαγευτικά με τον χώρο, αποπνέοντας ένα χαοτικό αποπροσανατολισμό: η πισίνα μοιάζει να έχει ακανόνιστες και ρευστές διαστάσεις, ενώ η βίλα μεταμορφώνεται σταδιακά σε δαίδαλο που κρύβει μέσα του μόνο παγίδες. Σταδιακά, το αληθινό μήνυμα γίνεται φανερό: αυτή η «αριστοκρατία» του πνεύματος, του σώματος και του μυαλού τρέφεται από τις δικές της σάρκες, καταδικασμένη είτε να πνιγεί είτε να πνίξει το είδωλό της.

Σε αυτή τη συνθήκη κανιβαλισμού, η πισίνα –λαμπερή, στιλπνή, θελκτική, μα εξόφθαλμα τεχνητή– λειτουργεί ως πολλαπλός συμβολισμός. Κολυμβήθρα του Σιλωάμ, μαύρη τρύπα που ρουφά όλα τα μυστικά και ψέματα, καθρέφτης της υποδόριας βίας, βιτρίνα μιας πλαστής ευτυχίας. Σε δεύτερο επίπεδο, ο Ντερέ ειρωνεύεται την αθεράπευτη ανάγκη του (κάθε) αρσενικού να κορδώσει τον ανδρισμό του ενόσω αναζητεί παιδιάστικα υποκατάστατα μπας και καλύψει τα εσωτερικά του κενά. Στην πραγματικότητα, οι δύο άντρες της ταινίας δεν επιζητούν την ερωτική επιβεβαίωση, αλλά έναν ελεγχόμενο ευνουχισμό, όπου η σεξουαλικότητα γίνεται όργανο υποδούλωσης και όχι απελευθέρωσης. Στο τέλος της παρτίδας, η ανίκητη ορμή της ζήλιας, η νοσηρή κτητικότητα και η αυθόρμητη ανειλικρίνεια βγαίνουν στον αφρό. Το φθινοπωρινό κρύο κοντοζυγώνει και η πισίνα μοιάζει πλέον με σκοτεινή δίνη που κρύβει μέσα της μυστικά και θάνατο. Το ρομάντζο στο πίσω φόντο δεν είναι παρά ένα κακόγουστο αστείο. Και η συντροφικότητα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μασκαρεμένη συνενοχή.




One Response to La Piscine (1969)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑