What's On Honeyland

21 Φεβρουαρίου 2020 |

0

Honeyland

Σκηνοθεσία: Ταμάρα Κοτέφσκα και Λιούμπομιρ Στεφάνοφ

Διάρκεια: 87′

Ελληνικός τίτλος: “Στη Γη του Άγριου Μελιού”

Η Χατίτζε είναι μία μελισσοκόμος τουρκικής καταγωγής που ζει στην καρδιά των ορεινών άγονων εκτάσεων της Βόρειας Μακεδονίας με την υπερήλικη και εν πολλοίς ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί μητέρα της. Διάγει βίο μοναχικό, η ερημική όψη του οποίου αλλοιώνεται μόνο από τις τακτικές καταβάσεις της στην εγγύτερη πόλη χάρη στις οποίες εξασφαλίζει την εμπορία του μέλιτος. Η απόλυτη αρμονία της με το φυσικό περιβάλλον διαταράσσεται όταν η νομαδική πολυμελής οικογένεια των Σαμ -επίσης τουρκικής καταγωγής- καταφθάνει δίπλα στο σπίτι της και η συμβίωση με τους θορυβώδεις γείτονες αποδεικνύεται για την Χατίτζε μία ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία.

Στο Honeyland δεν συναντά κανείς παραδοσιακή αφήγηση. Η κάμερα των δύο σκηνοθετών είναι αόρατη, απαθανατίζει καθαρές τις στιγμές στη ζωή της Χατίτζε, δεν προκαλεί εξελίξεις με την παρουσία της. Πρόκειται για την σύγχρονη αποθέωση του direct cinema: μέσω της «fly on the wall» προσέγγισης, αναβλύζει σε ανόθευτη μορφή η αληθινή όψη του βίου της μελισσοκόμου ∙ η μοναξιά της που κάμπτεται από τη συντροφικότητα των μελισσών, ο χρόνος που κυλά και αρχίζει να αποκαλύπτει το αναπόδραστο φινάλε του, η αρμονική θέση της Χατίτζε μέσα σ’ ένα εύθραυστο μα σοφό οικοσύστημα και ο ρόλος της σε αυτό.

Πρόκειται για έναν άνθρωπο που είναι μέρος του περιβάλλοντός του, και ως τέτοιο ζει εκτός του σύγχρονου πολιτισμού. Μπορεί να μην επέλεξε μια τέτοια ζωή και οι σκέψεις περί του πώς θα ήταν μία αστική πραγματικότητα να επιστρέφουν στο νου της Χατίτζε, αλλά σε καμία περίπτωση δε ζει στη σκιά μίας ματαιωμένης εναλλακτικής: στην καθημερινότητά της υπάρχει τρυφερότητα και πάθος για τις εργασίες της, αγάπη και σεβασμός για την κατάκοιτη μητέρα.

Διαθέτει συναίσθηση της παροδικότητας της παρουσίας της στον πλανήτη και αυτή η σκέψη την τροφοδοτεί με πείσμα: η Χατίτζε δεν αφιερώνεται στην οικολογική της προσέγγιση επειδή συνειδητοποιήθηκε όψιμα, ερχόμενη σε επαφή με τον τρόμο της επικείμενης καταστροφής του πλανήτη, αλλά επειδή είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του περιβάλλοντός της ∙ η προστασία του είναι και μία μορφή αυτοπροστασίας που έχει λησμονήσει ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, εξετάζοντας το περιβάλλον ως τον απρόσιτο «άλλο» και όχι σαν υπερσύνολο του εαυτού του.

Σαν άχρονη παρουσία στην καθημερινότητα της οποίας δε μπορεί κανείς να εντοπίσει εμφανή σημάδια σύγχρονου πολιτισμού -στο σπίτι της δε διαθέτει καν ηλεκτρικό-, η Χαντίτσε συγκροτεί ένα αντιφατικό δίπολο με τη νομαδική οικογένεια που καταφθάνει δίπλα της με το αυτοκινούμενο ηχηρό όχημά της. Αλλά η ματιά των δύο δημιουργών αρνείται να εκπέσει σε μανιχαϊστικές αναγνώσεις και έτσι η οικογένεια των Σαμ δεν εμφανίζεται σαν ενσάρκωση κάποιου παραφυσικού κακού που απειλεί το εύθραυστο οικοσύστημα. Περισσότερο αποτελεί έναν κακό οιωνό δίχως καθαρό πταίσμα, μία προβολή του καπιταλιστικού συστήματος που αναλώνεται σε κοντόφθαλμες αναζητήσεις κέρδους (προς εξυπηρέτηση πάντως αδιαφιλονίκητα σημαντικών αναγκών: την επιβίωση της οικογένειας).

Έτσι, αυτό που πηγάζει από το αντιθετικό μοτίβο δεν είναι μία σχέση «φυσικής» ηρωίδας και αγνωμόνων εμπόρων, αλλά μία συστηματικά επιβεβλημένη -πλήρως δε ακατάλληλη- αντίληψη των φυσικών πόρων υπό τους όρους της αγοράς, της προσφοράς και ζήτησης, δίχως αληθινή επίγνωση του περιορισμένου χαρακτήρα τους. Η σκέψη των Κοτέφσκα και Στεφάνοβ καταδύεται στον πυρήνα της καταστροφικής για τον πλανήτη καπιταλιστικής οπτικής αναφορικά με τη φύση, αυτής δηλαδή που την βλέπει -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- κυρίαρχα σαν πηγή εσόδων και όχι πρωτίστως σαν υπαίθριο κοινό οίκο που δυνητικά παρέχει τα προς το ζην.

Η Χατίτζε της ταινίας είναι ένα πλάσμα «χωμάτινο» και «πέτρινο»: η ουσία της ύπαρξής της προκύπτει από τη γη και περιμένει να επιστρέψει εκεί. Ο τρόπος που διαβιεί μοιάζει ξεχασμένος από την Ιστορία και τον Χρόνο, ανίκανος να αποτελέσει τροχοπέδη στην πορεία της ανθρωπότητας. Μία στατιστική παραδοξότητα που περιμένει να εκλείψει, κι ας ήταν εκεί από καταβολής κόσμου. Το συγκεκριμένο φιλμ είναι το λυρικό κατευόδιο που της αρμόζει, ένα έργο που αποτυπώνει την πραγματικότητα πιο δραστικά από οποιαδήποτε μυθοπλασία, μία τρυφερή ωδή για έναν άνθρωπο που η σοφία της απλότητάς του αναγνωρίζεται από τα πιο αθώα πλάσματα, τα ζώα και τα παιδιά, αλλά όχι τον σύγχρονο πολιτισμό.

Τρία χρόνια γυρισμάτων αφιέρωσαν και τετρακόσιες ώρες υλικού διέθεταν η Ταμάρα Κοτέφσκα και ο Λιούμπομιρ Στεφάνοφ ∙ μοιάζει να έκαναν την καλύτερη δυνατή χρήση του. Το Honeyland αφηγείται μία θλιβερή ανθρώπινη ιστορία ενός άοκνου αγώνα που δε δίνεται με όρους εντυπωσιασμού, αλλά άδολης επαφής με τη φύση, αλλά και μίας αλλαγής που έρχεται και δεν μπορεί κανείς πλέον να την εμποδίσει.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑