Σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ
Παίζουν: Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Τζόνι Λι Μίλερ, Γιούεν Μπρέμνερ, Ρόμπερτ Καρλάιλ
Διάρκεια: 117′
O Renton, ο Spud, ο Sick Boy, o Begbie, ο Tommy. Πέντε χαμένα κορμιά από τις υποβαθμισμένες περιοχές του Εδιμβούργου, που «επέλεξαν να μην επιλέξουν τη ζωή» και να αφεθούν στη γλυκιά και παρηγορητική θαλπωρή της ηρωίνης. Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, ο Ντάνι Μπόιλ μας σύστησε μία παρέα από hard core losers που έζησαν σαν να μην υπάρχει αύριο, ακριβώς επειδή μάλλον δεν υπήρχε αύριο, και μας άφησε στο φινάλε με μία απορία. Ο Renton, αφότου έκλεψε τα λεφτά των φίλων του (αλλά είχε κι αυτός τα δίκια του, υπό μία έννοια, μην το ξεχνάμε), τι ακριβώς απέγινε;
Επέλεξε, όντως, μια καριέρα, μία οικογένεια, μια μεγάλη γαμημένη τηλεόραση και καινούργιους φίλους; Επέλεξε, όντως, πλυντήρια ρούχων, ηλεκτρικά ανοιχτήρια, χαμηλή χοληστερόλη, υποθήκες πληρωτέες σε δόσεις; Τήρησε την υπόσχεσή του τελικά; Επέλεξε μία ήρεμη και στρωτή, αν το δεις με θετικό μάτι, ζωή; Επέλεξε μία βαρετή και μίζερη, αν το δεις με άλλη οπτική, ζωή; Βλέποντας το σίκουελ του Trainspotting αναρωτηθήκαμε μήπως ήταν προτιμότερο να μην μάθουμε ποτέ τι συνέβη και να μείνουμε για πάντα με τις αναμνήσεις και τα ερωτήματα.
Ο Renton επιστρέφει, λοιπόν, στο Εδιμβούργο, όχι ακριβώς για να κλείσει ανοιχτούς λογαριασμούς, ούτε για να ζητήσει κατανόηση ή συγχώρεση. Δεν επιθυμεί κάποιο νέο ξεκίνημα, δεν λαχταρά κάποια απάντηση. Και συναντά έναν προς έναν τους εναπομείναντες φίλους του, οι οποίοι δεν βρίσκονται και στην καλύτερη φάση της ζωής τους. Η κάμερα του Μπόιλ είναι και πάλι φρενήρης και αεικίνητη, κινούμενη πολλές στιγμές στα όρια της ανεπιθύμητης περιοχής του βίντεο κλιπ, η μουσική επένδυση είναι και πάλι σπιντάτη και πιασάρικη, οι αγαπημένοι ήρωες δηλώνουν και πάλι το «παρών». Παρόλα αυτά, το T2 Trainspotting διαθέτει ελάχιστα από τα θέλγητρα της πρωτότυπης ταινίας, παρά τις σκόρπιες στιγμές γοητείας των πρωταγωνιστών του και τις ξέμπαρκες αστείες σφήνες (η σκηνή της ληστείας είναι πράγματι ευρηματική).
Αν θέλαμε να θέσουμε τις ενστάσεις μας με συντομία και σαφήνεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το T2 υποφέρει από την ίδια ακριβώς πάθηση που βασανίζει τον βασικό του ήρωα και την οποία του τρίβει ευθέως στα μούτρα ο Sick Boy. Το T2, όπως και ο Renton, επιδίδεται σε ένα ξεδιάντροπο τουρισμό στα νιάτα του. Αγοράζει ένα πακέτο πρόχειρης νοσταλγίας σε τιμή ευκαιρίας και την ξεκοκαλίζει στα όρθια επειδή ακριβώς την βρήκε προσιτή και πρόσφορη.
Επί της ουσίας, το T2 μοιάζει, όχι μόνο με τον Renton, αλλά και με όλους τους χαρακτήρες του, τουλάχιστον έτσι όπως διαμορφώνονται σε αυτή τη δεύτερη βερσιόν του. Όπως ακριβώς οι ήρωές του, το σίκουελ του Ντάνι Μπόιλ είναι ασφυκτικά και εμμονικά προσκολλημένο στο παρελθόν. Είναι μανιωδώς και ολίγον ξετσίπωτα φιξαρισμένο στην πρώτη ταινία, σε βαθμό ναρκομανούς εξάρτησης. Και καταλήγει να βολοδέρνει ασκόπως, στερημένο από υπόβαθρο, ταυτότητα, χαρτογραφημένο προσανατολισμό και –εν τέλει- αυθεντικό συναίσθημα.
Το T2 ποντάρει ασύστολα στο «ένδοξο» παρελθόν του, το μυθοποιεί χωρίς φειδώ, και αδυνατεί, παρά τις σκόρπιες στιγμές φλόγας και ταμπεραμέντου, να αποκτήσει αυτούσιο και αυτάρκη λόγο ύπαρξης. Χωρίς ουσιαστικό σεναριακό εύρημα που να δρομολογεί τις εξελίξεις, με υποπλοκές που δεν πιάνουν σφυγμό με τίποτα, το T2 είναι σαν ψυχαναγκαστικό κυνήγι θησαυρού με έπαθλο κάποιες εξιδανικευμένες αναμνήσεις. Αρνούμενο να ενηλικιωθεί το ίδιο, προσπαθεί να πλασάρει με το ζόρι το χαρτί της ενηλικίωσης των ηρώων του. Οι οποίοι ήταν μάλλον μια χαρά όπως τους αφήσαμε, μέσα στην αδιέξοδη μιζέρια τους, και πολύ αμφιβάλλω αν θα γούσταραν κάποιον με το ζόρι σωτήρα πάνω από το κεφάλι τους.