What's On Climax

8 Οκτωβρίου 2018 |

0

Climax

Σκηνοθεσία: Γκασπάρ Νοέ

Παίζουν: Σοφία Μπουτέλα

Διάρκεια: 96′

Climax: the most intense or highest point of an experience or of a series of events.

Ο τίτλος της καινούριας ταινίας του Γκασπάρ Νοέ είναι προσεκτικά διαλεγμένος. Μία λέξη που εκτός από την πρωταρχική έννοια της κορύφωσης περιέχει και μία δραματουργική σημασία, τη δραματική κορύφωση ενός έργου, και μία σεξουαλική, το ανώτατο σημείο της ηδονής κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Παράλληλα, λειτουργεί και σαν υπόσχεση μίας ακόμα προβοκάτσιας από τον δημιουργό που πλασάρεται σαν ο απόλυτος προβοκάτορας της εποχής του.

Γαλλία, 1996. Η ταινία ξεκινά με ένα καλοζυγισμένο ακίνητο πλάνο σε μία τηλεόραση η οποία βρίσκεται ανάμεσα σε vhs με ταινίες των Αρτζέντο, Ρομέρο, Μπουνιουέλ και Φασμπίντερ, μεταξύ άλλων, και σχεδόν συναφή λογοτεχνικά έργα. Προβάλλει ολιγόλεπτες συνεντεύξεις των μελών μίας σχολής χιπ χοπ, στις οποίες απαντούν κατά βάση στο τι τους ενέπνευσε ώστε να ακολουθήσουν αυτό το όνειρο.

Πρόσωπα νέα, γεμάτα ζωή, με διαφορετικές καταβολές, που επιθυμούν να μοιραστούν αυτή τη σωματική εμπειρία προκειμένου να δημιουργήσουν κάτι από κοινού. Η γνήσια έκφραση μίας νεολαίας με το πιο αυθεντικό πράγμα που διαθέτει ένας άνθρωπος: το ίδιο του το κορμί.

Στη συνέχεια, η πρόβα. Μία εξαίσια σκηνοθετική προσέγγιση από τον Νοέ που -περιέργως- παραμερίζει το εγώ του για χάρη του χορού που κινηματογραφεί. Μία σεκάνς που μοιάζει να απαθανατίζει τη σωματική έκφραση της ελευθερίας. Η πρόβα ακολουθείται από το πάρτι και η απόμερη αποθήκη που φιλοξενεί τη σχολή χορού γίνεται έδρα μίας ακόμα συλλογικής σωματικής δραστηριότητας που διαδέχεται την προηγούμενη, χωρίς να είναι οριοθετημένη από τους όποιους κανόνες μπορεί να περιείχε εκείνη. Τα σώματα (και μαζί τους τα πνεύματα, που στην ταινία ακολουθούν πάντα ασθμαίνοντας) είναι εντελώς ελεύθερα να εκφραστούν και να φέρουν μαζί τους μία ατόφια κόλαση.

Στο πάρτι ρέει άφθονη μία σπιτική σανγκρία, την οποία μοιράζονται σχεδόν όλοι. Αυτός είναι ο δικός τους απαγορευμένος καρπός. Σταδιακά, αρχίζει να επικρατεί μία ευρείας τάξεως φρενίτιδα που αρχίζει να κατακυριεύει άπαντες τους παρευρισκόμενους. Αυτό που ξεκίνησε ως μαζική εκτόνωση συναισθημάτων μετατρέπεται σε εξόντωση.

Τα σώματα που έμοιαζαν να αποπνέουναποθεωτικό ερωτισμό γίνονται θύλακες τρόμου και αποκτήνωσης. Ο εφιάλτης που ο Νοέ ήδη αμυδρά άφησε να φανεί από τα πρώτα στάδια του έργου, αρχίζει να γίνεται απόλυτος κυρίαρχος. Και αν κάτι έχει δείξει ότι ξέρει να διαχειρίζεται καλά ο συγκεκριμένος δημιουργός, αυτό είναι η εφιαλτική συνθήκη.

Το φιλμ πάλλεται ασταμάτητα και με κολασμένο πάθος. Ο Νοέ εμπιστεύεται χωρίς ενδοιασμούς την αφηρημένη, ελλειπτική και αυτοσχεδιαστική αφήγηση, και επιχειρεί -όχι ιδιαίτερα σχολαστικά είναι η αλήθεια- να παρουσιάσει τα στοιχεία που γέννησαν τούτο τον εφιάλτη και καταφέρνει να δημιουργήσει μία ταινία που χρησιμοποιεί το χάος σαν σημείο ισορροπίας. Χρησιμοποιεί πλήρως το αφηγηματικό περιβάλλον και μοιάζει να γνωρίζει καλά τον κόσμο τον οποίο επιθυμεί να παρουσιάσει. Κυριότατα όμως και ως συνηθίζει, αισθάνεται ελεύθερος και κινηματογραφεί ανάλογα. Παρατηρεί τους χορευτές να υποκύπτουν στην απόλυτη εξαλλοσύνη από διάφορες οπτικές γωνίες. Καταφέρνει να κρατήσει ένα τέμπο το οποίο εξυπηρετεί την εξτραβαγκάνζα του. Τοποθετεί συχνά την κάμερα στην οροφή, ενδιαφέρεται για γενικά πλάνα και χρησιμοποιεί άρτια τα μονοπλάνα του.

Παράλληλα, επανέρχονται οι γνώριμοι μεσότιτλοί του α λα Γκοντάρ σε τόνους τρικολόρ, ενώ η βία είναι συστατικό στοιχείο του εφιάλτη του. Δεν ξεχνά βέβαια και αυτά που αγαπά, σαν μικρό παιδί που μεταφράζει στοργικά τα ερεθίσματα του σε κάτι δικό του. Εν προκειμένω, το arthouse horror της δεκαετίας του 1970 και οι διάδοχοί του, με το Possession του Ζουλάφσκι να δέχεται μία ιστορική αναφορά που ισοδυναμεί με εξομολόγηση λατρείας και τη Σοφία Μπουτέλα να στέκεται στη θέση της Ιζαμπέλ Ατζανί.

Στο επίκεντρο αυτού του acid trip που συνθέτει ο Νοέ τοποθετείται ένα γνώριμο ανήμερο θηρίο, μία αποκτηνωμένη οντότητα που κυνηγά να κατασπαράξει ο, τι βρεθεί στο διάβα της και αδημονεί για το χάος: ο «ελεύθερος» άνθρωπος. Ο Γαλλοαργεντινός εξαπολύει τη δική του ανηλεή επίθεση στην ασυδοσία και καταδικάζει δίχως να αναγνωρίζει οποιοδήποτε δικαίωμα έφεσης  σε μία ολόκληρη συνομοταξία.

Σε μια γενιά που απ’ έξω μοιάζει εντυπωσιακή και  θελκτική, μία κοσμοθεωρία ολόκληρη: αυτή που δεν ενδιαφέρεται για το αύριο, δε θυσιάζει τίποτα από την καλοπέρασή της και καταλήγει νομοτελειακά στον αλληλοσπαραγμό. Τελικά, αυτή η απομακρυσμένη αποθήκη που έμοιαζε με όαση ελευθερίας καταλήγει θεοσκότεινη φυλακή που ορίζεται από την αυτοκαταστροφική μανία των έξαλλων παρευρισκομένων.

Στο τέλος, ο Νοέ αφήνει υποτυπωδώς και ατελώς μία νότα σκληροτράχηλης αισιοδοξίας να ξεγλιστρήσει, αναθεματίζοντας χωρίς παρεκτροπές μία γενιά που πρώτη αναθεμάτισε τον εαυτό της. Αν αυτή αρνείται το μέλλον της μία φορά, το ίδιο το μέλλον την αρνείται δέκα. Βυθίζει λοιπόν το οργιώδες σύνολό του σε ένα παιχνίδι συμβολικής απονενοημένης αθωότητας, προκειμένου να δώσει το τελευταίο χτύπημα σε τούτη την καταραμένη γαλλική νεολαία της δεκαετίας του 1990.

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι καταφανώς άνισο, αλλά ίσως το λιγότερο ιδιοσυγκρασιακό που έχει ποτέ παραδώσει ο συγκεκριμένος δημιουργός. Η κατάβαση προς την κόλαση είναι ένας δρόμος στρωμένος που χαράσσεται από τον φρενήρη χορό μίας κουλτούρας που έχει ως μόνο δαίμονα τον ίδιο της τον εαυτό. Και ηττάται πανεύκολα, σχεδόν αυτόματα, σαν να αποτελούσε μέρος μίας τρανής παραίσθησης. Σαν να της έριξε κάποιος κάτι στο ποτό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑