Νεκρός ο πολίτης Welles;
Ζει και βασιλεύει και θα βασιλεύει με τον Πολίτη Κέιν.
Citizen Kane (1941) by Orson Welles
Η αφήγηση της ταινίας ενθουσίασε τόσο τους κινηματογραφόφιλους όσο και τους κινηματογραφιστές. Γάλλοι και Aμερικάνοι κριτικοί, αναζητώντας σημεία αναφοράς, αντάλλαξαν φιλοφρονήσεις. Στις ΗΠΑ, εντόπισαν την επιρροή του Marcel Proust, και στο Παρίσι εκείνη του 42ου παράλληλου του John Passos. Σε μια συνέντευξή του, ο Orson Welles, δίνει τέλος σ’ αυτές τις εικασίες, δηλώνοντας: «Μόνο μια φορά επηρεάστηκα: Πριν γυρίσω τον Πολίτη Κέιν, είδα σαράντα φορές το Stagecoach – Η άμαξα της αγωνίας (John Ford, 1939). Δεν χρειαζόμουν το παράδειγμα κάποιου που είχε κάτι να πει, αλλά κάποιου που θα μας έδειχνε πώς να πω αυτό που είχα στο μυαλό μου: ο John Ford ήταν ο κατάλληλος».
O Andre Bazin, όπως αναφέρει ο François Truffaut, συγκρίνει την ταινία του Orson Welles με ένα γραπτό κείμενο: «Στον Orson Welles, η τεχνική δεν είναι μόνο τρόπος σκηνοθεσίας, αλλά αμφισβητεί την ίδια τη φύση της ιστορίας. Μ’ αυτήν, ο κινηματογράφος απομακρύνεται λίγο περισσότερο από το θέατρο, γίνεται λιγότερο θέαμα και περισσότερο αφήγηση. Όπως και στο μυθιστόρημα (…) αυτό που νοηματοδοτεί δεν είναι μόνο ο διάλογος, η περιγραφική σαφήνεια, αλλά το στυλ που αποτυπώνεται στη γλώσσα».
Ο Πολίτης Κέιν διηγείται την ιστορία μιας έρευνας που διεξάγεται για να ανασυντεθεί η βιογραφία ενός ήρωα εμπνευσμένου από τον Randolph Hearst. Ανατρέποντας τις χρονολογικές συμβάσεις της κινηματογραφικής διήγησης, ο Welles επεξεργάζεται την αποσπασματική διάσταση της αφηγηματικής τέχνης, όχι μόνο στο μοντάζ, αλλά και στα γυρίσματα. Η θέση της κάμερας, οι εστιακές αποστάσεις, η αφαιρετική δύναμη του πεδίου όπου κυκλοφορούν οι ηθοποιοί, αποτελούν απρόβλεπτους και δραστικούς παράγοντες κερματισμού του μύθου σε πλάνα που, ανάλογα με τη μαρτυρία κάθε προσώπου της ταινίας σχετικά με τον ήρωα, καθιστούν την ταινία μανιφέστο της κινηματογραφικής αφήγησης.
Ο Truffaut υπογραμμίζει αυτή την καινοτομία: «Ο Πολίτης Κέιν αναπνέει διαφορετικά από τις περισσότερες ταινίες. Το σενάριο, προϊόν συνεργασίας του Mankiewicz με τον Welles, (…) είναι φανερό ότι δεν συνιστά λογοτεχνικό έργο, αλλά ήδη μια πρώτη σκηνοθεσία. Το γύρισμα αποτέλεσε μια δεύτερη σκηνοθεσία και το μοντάζ μια τρίτη. (…) Στο Φεστιβάλ της Βενετίας όπου παρουσίασε τον Macbeth, ο Welles δηλώνει στον Bazin: «Το σενάριο του Κέιν το γράψαμε τέσσερις. Το υπογράψαμε μόνο εγώ κι ο Mankiewicz, αλλά πρέπει να πούμε οπωσδήποτε ότι τόσο ο Joseph Cotton (ηθοποιός) όσο και ο John Houseman (παραγωγός) συνέβαλαν εξίσου στη δημιουργία της ταινίας».
Τον Ιούλιο του 1956, ο Eric Rohmer θυμίζει την ικανότητα του Welles να εκμεταλλεύεται τη δύναμη της κάμερας, να μετασχηματίζει το πραγματικό στο πεδίο των λήψεων», συγκρίνοντας τον με τον Αϊζενστάιν όσον αφορά το «ταλέντο τους να εκφράζουν, όχι τόσο το συναίσθημα όσο την ιδέα».
Ο Jean Douchet, κατά το παράδειγμα του Rohmer, επεξηγεί αυτή την ιδέα: «Η ιδέα της Αμερικής σχετίζεται άμεσα με τον Πολίτη Κέιν, τόσο σε επίπεδο σεναρίου όσο και σε επίπεδο προσώπων. […] Ο Πολίτης Κέιν χειρίζεται την παθιασμένη αναζήτηση της ένωσης μέσα από τη σύγχυση. […] Αυτή η τραγωδία της ενότητας και της πολλαπλότητας […] προέρχεται άμεσα από την ερμητική παράδοση που πηγάζει κατευθείαν από τον Shakespeare –είναι γνωστό πόσο μεγάλος θαυμαστής του Shakspeare είναι ο Welles–, καθώς και από τον Coleridge ή τον Novalis. Μεταφράζεται σε μια αγωνία που φαίνεται στα συνεχή κοντρ-πλονζέ, στις οπτικές παραμορφώσεις εξαιτίας των μικρών εστιακών αποστάσεων, στις οροφές που περιορίζουν και καταπνίγουν τη θέληση του ήρωα για μεγαλείο».
Βιβλιογραφία:
Le Goût de la beauté, Σειρά Ecrits, Εκδ. Cahiers du cinéma, 1984
L’ Art d’aimer, Σειρά Ecrits, Εκδ. Cahiers du cinéma, 1984