Ο Γούντι Άλεν δεν είναι ένας ακόμα σκηνοθέτης. Είναι ένας προσωπικός βιογράφος για κάθε φαν του. Ελάχιστοι άνθρωποι του σινεμά έχουν καταφέρει να επιτύχουν τόσο προσωπική σύνδεση του κοινού με το έργο τους. Σε αυτό φυσικά βοηθά και το ραντεβού που έχει ο δημιουργός με το κοινό του κάθε χρόνο στις αίθουσες. Αγγίζοντας σιγά σιγά τις 50 ταινίες, ο νευρωτικός κατ’ επίφαση κωμικός έχει χαράξει μια διαδρομή στο χώρο του κινηματογράφου που όμοια της δεν έχει ξανασυμβεί. Ο ίδιος φαίνεται να πιστεύει πως δεν έχει δημιουργήσει ποτέ μια αληθινά σπουδαία ταινία. Εμείς διαφωνούμε. Σε κάθε περίπτωση όμως, το έργο του λατρεμένου μας Αμερικανού δεν είναι μια σειρά από τίτλους ταινιών, αλλά περισσότερο ένας δείκτης για το αν δύο άνθρωποι ταιριάζουν, καθώς ως γνωστόν ο κόσμος χωρίζεται σε γουντιαλενικούς και μη. Προσπαθήσαμε λοιπόν να θυμηθούμε κάποια σημαντικά αλλά κάπως σκονισμένα σημεία αυτής της διαδρομής, στα οποία μάλιστα συχνά αποκλίνει από τις γνωστές του θεματικές, και να σας τα παραθέσουμε για να τον τιμήσετε στην ογδοηκοστή επέτειο της γέννησής του.
Sleeper (1973)
Αν νομίζατε ότι ο αγαπημένος κωμικός φιλόσοφος είναι ξένος στον κόσμο του καλτ, είστε γελασμένοι. Λίγο πριν βρει τη θέση του στο πάνθεον των αμερικανών δημιουργών, ο Γούντι πειραματίστηκε με διάφορα κινηματογραφικά στυλ. Στον «Υπναρά» ασχολείται με την επιστημονική φαντασία, η οποία άλλωστε επανέρχεται σταθερά στα πρώτα του γραπτά που δε βρήκαν το δρόμο προς τη μεγάλη οθόνη. Ο νευρωτικός Νεοϋορκέζος υποδύεται εδώ ένα τζαζίστα που ξυπνάει μετά από 200 χρόνια στην κατάψυξη για να βρει μια παρανοϊκή δικτατορική κοινωνία που προσκυνάει μία μύτη και να ερωτευτεί μια πλήρως ατάλαντη ποιήτρια. Τα σκηνικά μοιάζουν επί τούτου κακοφτιαγμένα, οι σλάπστικ επιρροές είναι πιο εμφανείς από ποτέ και ο Άλεν ξεσαλώνει ερμηνευτικά, σε μια ταινία η οποία μοιάζει με μελλοντολογική παράσταση stand-up comedy. Το έργο δομείται σαν παρέλαση από ευφυείς ατάκες ενός ανθρώπου που ακόμα αναζητά το σκηνοθετικό του στυλ αλλά προειδοποιεί επαρκώς για το τι πρόκειται να ακολουθήσει, αφού φαίνεται έτοιμος να κλείσει την ιδιαιτέρως απολαυστική εφηβική του κινηματογραφική περίοδο, όπως και έπραξε με το θρυλικό «Love and Death», 2 χρόνια μετά.
Stardust Memories (1980)
Η πρώτη από τις ουκ ολίγες φορές που ο Γούντι εξαγρίωσε το κοινό του, καθώς η συγκεκριμένη ταινία έγινε αντιληπτή ως ένα αυτάρεσκο κατηγορώ ενός δημιουργού που προσπαθεί να αλλάξει ύφος και είδος αλλά η καλλιτεχνική του νόρμα δεν του το επιτρέπει. Παρολ’ αυτά, αυτός ο ιδιόμορφος φόρος τιμής στο φελλινικό 8½ δεν είναι τίποτα άλλο από μια γενναία καλλιτεχνική αναγνώριση όλων των συμπλεγμάτων και φόβων ενός δημιουργού που αναζητά απεγνωσμένα να δώσει στον εαυτό του άφεση αμαρτιών αλλά αποτυγχάνει. Πρόκειται για την κινηματογραφική κατάθεση ψυχής του μονίμως ανασφαλούς Γούντι, που σκηνοθετεί με αρτιότητα που ποτέ έκτοτε δεν επανέλαβε και επιδίδεται σ’ έναν εσωτερικό φιλοσοφικό μονόλογο που αποκαλύπτει όσα με χιούμορ διαρκώς προσπαθεί να αποσιωπήσει. Εισπρακτικά αποτυχημένο, το «Stardust Memories» μοιάζει με εξαίρεση στη φιλμογραφία του Άλεν στην οποία όμως μοιράστηκε με το κοινό του πολύ περισσότερα για το αμφιλεγόμενο και ακατάληπτο εγώ του από ο,τι συνήθως επιτρέπει. Μια ταινία αποτέλεσμα αλλά και έναυσμα μεγαλειώδους έμπνευσης, καθώς εμπεριέχει σε μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις όλα εκείνα τα στοιχεία που απαρτίζουν την καλλιτεχνική του υπόσταση.
Radio Days (1987)
Η αναπόληση είναι βασικός άξονας της καριέρας του Γούντι. Πολλές φορές ασχολείται με χαρακτήρες οι οποίοι αισθάνονται εκτός της εποχής τους και βρίσκουν καταφύγιο στη νοσταλγία της «χρυσής εποχής», αποφεύγοντας έτσι τη μίζερη πολλές φορές πραγματικότητα. Στις «Μέρες Ραδιοφώνου» το φαινόμενο αυτό είναι γενικευμένο, καθώς όλη η ταινία αποτελεί ένα ταξίδι στις παιδικές αναμνήσεις του δημιουργού. Το μεγαλείο του κρύβεται στην ικανότητα του Άλλεν να γενικεύει την αυτοαναφορικότητά του, να εκφράζει δηλαδή μέσω προσωπικών βιωμάτων την πορεία μιας κοινωνίας, απεκδυόμενος κάθε αυταρέσκεια ή εγωπάθεια. Σε αυτό το γουντιαλλενικό «Άμαρκορντ», το συγκινησιακό κλίμα παίρνει την πρωτοκαθεδρία από το έξυπνο χιούμορ και ο πάντα νευρωτικός ήρωας της μελαγχολίας αποχαιρετά οριστικά μια εποχή που θα θυμάται για πάντα με παιδική αφέλεια. Μια εποχή που ανασυντίθεται με επιμέλεια αλλά όχι σχολαστικότητα και με τρόπο που προκαλεί παράδοξη ονειρική νοσταλγία ακόμα και στο νεότερο κοινό που ποτέ δεν την έζησε. Οι «Μέρες Ραδιοφώνου» είναι η πιο τρυφερή ταινία του Γούντι, πλήρως απαλλαγμένη από επιδειξιμανία, και ιδανική επιλογή και για μη ακραιφνώς φανατικό του κοινό.
Shadows and Fog (1991)
Ο Γούντι Άλεν είναι ίσως ο πιο σινεφίλ σκηνοθέτης και, προς τιμήν του, ποτέ δεν έκρυψε τις επιρροές του. Στο «Σκιές και Ομίχλη», μια από τις εντυπωσιακότερες παραγωγές του, διασκευάζει το θεατρικό του με το λιτό τίτλο «Θάνατος» σε ύφος Γερμανικού Εξπρεσιονισμού και με έντονα κακφική αύρα ως προς το περιεχόμενο. Σκηνοθετεί με στυλ και δίχως τις πάγιες εμμονές του, αγγίζει τα όρια του ιλαροτραγικού θρίλερ και παρουσιάζεται πιο πολιτικός από ποτέ. Συλλαμβάνει με ακρίβεια την έννοια του «ανθρωπάκου» και το πώς αυτός χρησιμοποιείται από δυνάμεις που δεν μπορεί να κατανοήσει. Μιλάει για την αναγκαία στράτευση, για το μανιχαϊστική ανάγκη της κοινωνίας να διαιρείται σε δύο μέρη, για την εξάντληση της ατομικότητας, θέματα που μόνο επιδερμικά έχει αγγίξει στην υπόλοιπη φιλμογραφία του. Το εντυπωσιακότερο είναι ότι καταφέρνει να το κάνει διακωμωδώντας την ίδια την ύπαρξη και δίχως να προσβάλλει ούτε στιγμή το περιεχόμενο του για να το κάνει πιο εύπεπτο. Το παράλογο μείγμα μπουρλέσκ, αγωνίας και αμηχανίας, που μοιάζει κινηματογραφικά αδύνατο, για τον Γούντι είναι εύκολο και φυσικό, συνδυασμένο μάλιστα με αναφορές σε καθοριστικά για την καλλιτεχνική του εξέλιξη έργα.
Deconstructing Harry (1997)
Το 1997 ο αγαπημένος διοπτροφόρος βρισκόταν στη δίνη της πασίγνωστης προσωπικής του κρίσης με φανατικό πια εχθρό την πρώην σύντροφο Μία Φάροου. Και ενώ φαίνεται να είχε προ πολλού αποφασίσει να αντισταθεί μέσω της ασταμάτητης δημιουργίας, ήταν αδύνατο να μην βρει η εξαντλητική πίεση που βίωνε την οδό για το έργο του. Στο «Διαλύοντας το Χάρι», το οποίο αποτελεί μακράν το πιο μαύρο του δημιούργημα, ο Γούντι κατ’ ουσίαν αυτοδιαλύεται μπροστά στα έντρομα μάτια του κοινού. Υποδύεται έναν συγγραφέα προσωπικά και καλλιτεχνικά μπλοκαρισμένο, ο οποίος τελεί σε πλήρη διάσταση με την ύπαρξη του. Αδύναμος να αγκαλιάσει τα προσωπικά του αδιέξοδα, ο Χάρι βρίσκει ανεπαρκή τον αυτοσαρκασμό και έτσι μοιράζει την ψυχή του στις δυσλειτουργικές περσόνες που δημιουργεί. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ειλικρινή παραδοχή της ήττας του Άλλεν απέναντι στη χυδαιότητα, που όσο και αν διανθίζεται κωμικά, παραμένει σκοτεινή και απόκοσμη. Καλλιτεχνικά μεγαλοπρεπές, στέκει αυτόνομο και εξέχον, τέκνο της δεινής περιόδου που διήρχετο ο δημιουργός του, ο οποίος 17 χρόνια μετά το «Stardust Memories», καταθέτει έναν ακόμα σπουδαίο απολογισμό ζωής, κάτι σαν τις δικές του «Άγριες Φράουλες».
Υπάρχουν όμως και ταινίες στις οποίες ο νευρωτικός κύριος πρωταγωνιστεί χωρίς να σκηνοθετεί ή να υπογράφει το σενάριο. Εδώ, η διαλογή ήταν σαφώς ευκολότερη.
Τhe Front (Μάρτιν Ριτ, 1976)
Ανάμεσα στο «Love and Death» και στο «Annie Hall», ο Γούντι πρόλαβε να παίξει και σε μια ταινία που, ακόμα και αν σε σημεία μοιάζει, δεν είναι δική του. Έχοντας στα χέρια του ένα χαρακτήρα που του είναι τόσο γνώριμος όσο το είδωλό του στον καθρέφτη, ο Άλεν ενσαρκώνει έναν απολιτικό καθημερινό άνθρωπο, ο οποίος δέχεται έναντι αμοιβής να υπογράφει και να παρουσιάζει ως δικά του τα σενάρια ενός σεναριογράφου φίλου του ο οποίος, θύμα του μακαρθισμού, είναι στη μαύρη λίστα των παραγωγών. Μέσα από την επαφή του με την τέχνη και την καταπίεση, ο αρχικά αδιάφορος πρωταγωνιστής αναγκάζεται τελικά να συνειδητοποιήσει την ακατάσχετη βία της λογοκρισίας και να πάρει θέση. Ο βαθιά πολιτικός Μάρτιν Ριτ σκηνοθετεί μια από τις πιο εύστοχες μεταστροφές χαρακτήρα στον κινηματογράφο και συνάμα μια κωμωδία η οποία εκμεταλλεύεται στο έπακρο τις αρετές του ηθοποιού Άλεν για να εκφράσει το σεβασμό της σε κάθε αφανή ήρωα.