Όλες οι οσκαρικές υποψηφιότητες της Γκλεν Κλόουζ!

Η 74χρονη Γκλεν Κλόουζ, μια ηθοποιός που σημάδεψε το Χόλιγουντ τη δεκαετία του ’80, έχοντας διαγράψει μια εντυπωσιακή καριέρα, είναι συγχρόνως κάτοχος και ενός δυσάρεστου ρεκόρ: είναι η γυναίκα ηθοποιός με τις περισσότερες ανεπιτυχείς υποψηφιότητες στην ιστορία του οσκαρικού θεσμού, με πιο πρόσφατη “ήττα” αυτή από την Ολίβια Κόλμαν στην απονομή του 2019. Σε περίπου ενά μήνα από τώρα, στην τελετή απονομής των 93ων Βραβείων Όσκαρ, η Γκλεν θα έχει μία ακόμη ευκαρία για να κερδίσει το πολυπόθητο αγαλματίδιο. Αν δεν το κατέφερει ούτε αυτή τη φορά, θα “ισοφαρίσει” τον Πίτερ Ο’ Τουλ στη λίστα των ηθοποιών (ανεξαρτήτως φύλου) με τις περισσότερες ατελέσφορες οσκαρικές υποψηφιότητες. Ας ρίξουμε, όμως, μια ματιά στις 7 υποψηφιότητες της Γκλεν μέχρι σήμερα.

The World According to Garp (1982), του Τζορτζ Ρόι Χιλ

Ο σκηνοθέτης του θρυλικού The Sting μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Τζον Ίρβινγκ, στο ντεμπούτο της Γκλεν στη μεγάλη οθόνη, στο πλευρό του κυρίως πρωταγωνιστή  Ρόμπιν Γουίλιαμς. Πέρα από την Κλόουζ, υποψηφιότητα για την ερμηνεία του εισέπραξε, πάντως, και ο Τζον Λίθγκοου, στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου. Η Κλόουζ υποδύεται τη μητέρα του βασικού χαρακτήρα, μια ένθερμη φεμινίστρια που ήθελε πάση θυσία να φέρει στον κόσμο ένα παιδί άνευ συζύγου και κατορθώνει να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί με έναν πολύ περίεργο τρόπο: ως νοσοκόμα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συναντά ένα στρατιώτη που έχει υποστεί ανήκεστο εγκεφαλική βλάβη, αλλά παρά την κατάστασή του βρίσκεται σε συνεχή στύση, ως αντανακλαστική αντίδραση του οργανισμού.

Επί της ουσίας, η ηρωίδα που ενσαρκώνει η Γκλεν βιάζει τον κλινικά νεκρό στρατιώτη και “αυτό-γονιμοποιείται”, ενώ βαφτίζει το παιδί που προκύπτει από με το επώνυμο του ακούσιου πατέρα. Βυθισμένη σε ένα σύμπαν από εξωφρενικές απιθανότητες και αποτυγχάνοντας να μπαλατζάρει το κωμικό της relief με τις έντονες εξάρσεις ακραίου -και κάπως εκβιαστικού- δράματος, η ταινία μπατάρει και δεν βρίσκει τον τρόπο να μας μεταφέρει στην καρδιά του δράματος που ξεδιπλώνει. Το Όσκαρ εκείνης της χρονιάς κατέληξε στην Τζέσικα Λανγκ, για την ερμηνεία της στην ταινία Tootsie.

The Big Chill (1983), του Λόρενς Κάσνταν

Δεύτερη ταινία, δεύτερη υποψηφιότητα για την Γκλεν, σε μια ταινία της οποίας η ελληνική μετάφραση (Η μεγάλη ανατριχίλα) παραπέμπει λανθασμένα σε horror movie (ίσως, μια προτιμότερη μετάφραση θα ήταν κάτι του στυλ «Η μεγάλη αμηχανία»). Ένα all-star καστ της εποχής, ένα από τα ομορφότερα soundtracks (τουλάχιστον υπό την έννοια της συρραφής όμορφων και ταιριαστών με τα δρώμενα τραγουδιών), μια μυθική εναρκτήρια σκηνή υπό τους ήχους του I Heard it Through the Grapevine του Μάρβιν Γκέι, ο Κέβιν Κόστνερ στον μικρότερο ρόλο της καριέρας του, ένα κινηματογραφικό μνημείο στο υπαρξιακό angst των 30 και κάτι, εκεί όπου η νιότη χάνει το φρέσκο της δέρμα, ξεθωριάζει και ξεφτίζει, εκεί όπου τα όνειρα και τα υψηλά ιδανικά είτε περιφέρονται ως θλιμμένα φαντάσματα είτε επιβιώνουν με τη μορφή των ανούσιων τύψεων, σαν μια σκουριά που δεν βγαίνει όσο και να την τρίψεις. Τα είπαμε όλα με μία ανάσα, ακολουθεί η πανέμορφη εναρκτήρια σκηνή της ταινίας, η οποία απέσπασε, επίσης, υποψηφιότητες στις κατηγορίες της Καλύτερης Ταινίας και του Πρωτότυπου Σεναρίου. Νικήτρια εκείνης της χρονιάς η Λίντα Χαντ, για την ερμηνεία της στην ταινία The Year of Living Dangerously.

Natural (1984), του Μπάρι Λέβινσον

Εδώ είναι το σημείο όπου το όλο πράγμα αρχίζει να γίνεται αστείο. Τρεις ταινίες για την Γκλεν, ισάριθμες υποψηφιότητες. Το The Natural, βγαλμένο από τα σπλάχνα των bigger than life American sports movies, είναι η δεύτερη ταινία του Μπάρι Λέβινσον, κάτι σαν προθέρμανση πριν τα χρόνια της δόξας που ακολούθησαν, με ταινίες όπως το Good morning, Vietnam (1987) και Rain Man (1988). Η ταινία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Μπέρναρντ Μάλαμουντ και αφηγείται την ιστορία ενός αυθεντικού και ακατέργαστου ταλέντου στο μπέιζμπολ (εξ ου και ο τίτλος), που δεν κατόρθωσε ποτέ να βρεθεί στον δρόμο προς τη δόξα εξαιτίας ενός τραγικού περιστατικού, ακριβώς την εποχή που ετοιμαζόταν να απογειωθεί.

Στα 35 του χρόνια, όμως, όχι μόνο θα επιστρέψει στο παιχνίδι με θριαμβευτικό τρόπο, αλλά θα έρθει και κατάφατσα αντιμέτωπος με όλα τα τραύματα ενός επώδυνου παρελθόντος, επανασυνδεόμενος με τον νεανικό του έρωτα, τον οποίο υποδύεται η Κλόουζ. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο συναντούμε τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ενώ πέρα από την υποψηφιότητα της Κλόουζ, η ταινία διεκδίκησε τα βραβεία στις κατηγορίες της Φωτογραφίας, της Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης και της Μουσικής για τον Ράντι Νιούμαν (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, έχει κερδίσει δύο αγαλματίδια στην Κατηγορία του Καλύτερου Τραγουδιού και έχει γράψει το πανέμορφο τραγούδι It’s a Jungle Out There που αγαπούν παθολογικά όλοι όσοι υποκύπτουν στην απενοχοποιημένη απόλαυση του Monk). Νικήτρια εκείνης της χρονιάς η Πέγκι Άσκροφτ για την ερμηνεία της στην ταινία A Passage to India.

Fatal Attraction (1987), του Έιντριαν Λάιν

Τρία χρόνια αργότερα, έπειτα από τρεις υποψηφιότητες στην κατηγορία του Β’ Γυναικείου Ρόλου, είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την Γκλεν Κλόουζ να πιει το πικρό ποτήρι και στην κατηγορία του Α’ Γυναικείου Ρόλου. Στην καρέκλα του σκηνοθέτη συναντούμε τον Βρετανό Έιντριαν Λάιν, υπεύθυνο για θρυλικές ταινίες της εποχής, όπως το Flashdance (1983) και το 9½ Weeks (1986), ο οποίος έμελλε να αγγίξει το peak του τρία χρόνια αργότερα, με το καταπληκτικό Jacob’s Ladder.

To Fatal Attraction, τέκνο μιας εποχής άνθισης των ερωτικών θρίλερ, απέσπασε έξι συνολικά υποψηφιότητες (στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, στους δύο Γυναικείους Ρόλους, στο Μοντάζ και στο Διασκευασμένο Σενάριο ) και έσπασε ταμεία στο αμερικάνικο -και όχι μόνο- box office, κατακτώντας την κορυφή στη λίστα με τις πιο κερδοφόρες ταινίες του 1987. Η Γκλεν Κλόουζ υποδύεται μια ψυχολογικά ασταθή (to say the least) γυναίκα, η οποία κυριεύεται από παθολογική εμμονή με έναν παντρεμένο άνδρα (τον Μάικλ Ντάγκλας, που την ίδια χρονιά πρωταγωνίστησε στο Wall Street του Όλιβερ Στόουν, κερδίζοντας το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου), ύστερα από ένα θυελλώδες σαββατοκύριακο παράνομου έρωτα.

Η Κλόουζ ενσαρκώνει τον πιο σκοτεινό ρόλο της έως τότε καριέρας της, δίνοντας σάρκα και οστά σε μια ολότελα διαταραγμένη και ανεξέλεγκτη stalker, ενώ διάσημη έχει μείνει η σκηνή στην οποία σκοτώνει το κουνέλι της οικογένειας του θύματός της, τοποθετώντας το στον φούρνο. Η Κλόουζ συνδιαμόρφωσε, μαζί με τον σεναριογράφο της ταινίας Τζέιμς Ντίρντεν (ο οποίος έγραψε το σενάριο, βασιζόμενος στη δική του μικρού μήκους ταινία Diversion, του 1980) τον ρόλο της, προσθέτοντας πολλές από τις αυτοκαταστροφικές νύξεις και πτυχές του χαρακτήρα της. Ενός χαρακτήρα που μετατράπηκε στο πλέον μισητό σύμβολο για τον αμερικάνικο φεμινιστικό κίνημα των 80s, καθώς θεωρήθηκε ότι απεικόνιζει μια ανεξάρτητη και επιτυχημένη καριερίστρια ως μια προσωπικότητα σχεδόν εγγενώς προβληματική. Νικήτρια εκείνης της χρονιάς (στη μία από τις δύο μεγάλες αδικίες σε βάρος της Κλόουζ, κατά την προσωπική μας γνώμη) η Σερ, για την ερμηνεία της στην ταινία Moonstruck.

Dangerous Liaisons (1988), του Στίβεν Φρίαρς

Βασισμένη στο μυθιστόρημα Les Liaisons Dangereuses του Πιερ Σοντερλό ντε Λακλό, σε σενάριο του θεατρικού συγγραφέα Κρίστοφερ Χάμπτον που είχε μεταφέρει το έργο του Λακλό στο σανίδι, η ταινία χάρισε διθυραμβικές κριτικές στην Γκλεν Κλόουζ, επικυρώνοντας το πασιφανές: τα 80s της ανήκαν σχεδόν ολοκληρωτικά, παρά την απουσία της οσκαρικής επικύρωσης. Αυτή τη φορά, η ταινία για την οποία βρέθηκε εκ νέου προτεινόμενη η Γκλεν δεν ακολούθησε τη δική της μοίρα, βάζοντας στο σακούλι τρία αγαλματίδια (Διασκευασμένο Σενάριο, Κοστούμια, Production Design), σε σύνολο επτά υποψηφιοτήτων. Βρισκόμαστε στο Παρίσι, ακριβώς πριν το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, όπου η Κλόουζ ενσαρκώνει μια άπληστη, εξουσιομανή και ακόρεστη μαρκησία, που αντιμετωπίζει τους ανθρώπους σαν πιόνια σε μια σκακιέρα εξαπάτησης και λαγνείας.

Τυφλωμένη από εκδικητική μανία, εξυφαίνει ένα δαιδαλώδες γαϊτανάκι από μηχανορραφίες, ανίερες συναλλαγές, εκβιασμούς και δολοπλοκίες, όπου η σεξουαλική αποπλάνηση κρατά τα γκέμια μιας άμαξας που βαδίζει ολοταχώς στον χαμό, όπως ακριβώς και η αριστοκρατική κοινωνία της εποχής που ξερνά τον επιθανάτιο ρόγχο της. Στο πλευρό της Κλόουζ συμπρωταγωνιστούν οι Τζον Μάλκοβιτς και Μισέλ Φάιφερ (που ενεπλάκησαν σε παράνομη σχέση στα γυρίσματα της ταινίας, σχεδόν σε αρμονία με την πλοκή της), καθώς και οι Ούμα Θέρμαν και Κιάνου Ριβς, αμφότεροι σε άγρια νιάτα. Νικήτρια εκείνης της χρονιάς, σε μία ακόμη αδικία σε βάρος της Γκλεν, η Τζόντι Φόστερ για την ερμηνεία της στην ταινία The Accused

Albert Nobbs (2012), του Ροντρίγκο Γκαρσία

Η επανεμφάνιση της Κλόουζ στις οσκαρικές υποψηφιότητες ήρθε μετά από ένα διάλειμμα 25 περίπου ετών, με μια ταινία που αποτέλεσε προσωπικό της στοίχημα για περίπου 3 δεκατίες! Το Albert Nobbs βασίζεται, λοιπόν, σε μια νουβέλα του 1927, η οποία μεταθέρθηκε στο θεατρικό σανίδι στις αρχές της δεκαετίας του ’80, με τίτλο The Singular Life of Albert Nobbs, με πρωταγωνίστρια μαντέψτε ποια. Η Κλόουζ, που είχε λάβει αποθεωτικές κριτικές, έχοντας τιμηθεί και με το βραβείο Obie (το οποίο απονέμεται αποκλειστικά στους πρωταγωνιστές παραστάσεων Off-Broadway και Off-Off-Broadway, στη Νέα Υόρκη), το έβαλε σκοπό να μεταφέρει το συγκεκριμένο έργο και στη σκοτεινή αίθουσα.

Το όνειρό της κόντεψε να γίνει πραγματικότητα το 2000, όταν μια κινηματογραφική μεταφορά του έργου, με τον βετεράνο Ούγγρο Ίστβαν Ζάμπο στην καρέκλα του σκηνοθέτη, ήταν προ των πυλών. Προβλήματα χρηματοδότησης προκάλεσαν εν τέλει την ακύρωση του πρότζεκτ, για να φτάσουμε στο 2012 όπου η Κλόουζ υλοποίησε (αυτό) το απωθημένο της. H Κλόουζ, εκμεταλλευόμενη το ανδρόγυνο πρόσωπό της, ερμηνεύει μια γυναίκα που ζει και εργάζεται ως άνδρας μπάτλερ για δεκαετίες ολόκληρες, στο Δουβλίνο του 19ου αιώνα, αποτυπώνοντας με τις πιο ανεπαίσθητες κινήσεις μια βασανισμένη ψυχή κλειδωμένη σε ένα ξένο κέλυφος. Η ταινία, πάντως, δεν ξεφεύγει από μια προβλέψιμη πεπατημένη, αποτυγχάνοντας να δώσει πνοή όχι ακριβώς στη βασική ηρωίδα αλλά στο συνολικό πλαίσιο αναφοράς, παρά την εξαιρετική ερμηνεία της Γκλεν. Νικήτρια εκείνης της χρονιάς η Μέριλ Στριπ για την ερμηνεία της στην ταινία The Iron Lady

The Wife (2018), του Μπιορν Ρούνγκε

Και κάπως έτσι, φτάσαμε στην προπέρσινη τελετή, όπου όλες οι προβλέψεις συνέτειναν στο ότι το (μετριότατο) φιλμ του Μπιορν Ρούνγκε θα χάριζε στην Κλόουζ το πολυπόθητο Όσκαρ, στην 7η απόπειρά της να το κατακτήσει. Η αλήθεια είναι ότι το The Wife ποντάρει σχεδόν ανερυθρίαστα όλες τις μάρκες του στην Κλόουζ, η οποία το κουβαλά στις πλάτες της με χαρακτηριστική ευκολία, σκιαγραφώντας μία σκιώδη παρουσία, παραδομένη σε ένα βασανιστικό what if. Πώς θα ήταν η ζωή της αν είχε κυνηγήσει το ταλέντο της; Τι θα είχε συμβεί αν εγκατέλειπε τον σύζυγό της, διαλύοντας το υποτιθέμενο κοινό τους οικοδόμημα, στο οποίο εκείνος παίρνει όλη τη δόξα, ενώ η ίδια δεν εισπράττει τίποτα άλλο παρά μια υποτιμητική συγκατάβαση;

Η δραματουργική ένδεια της ταινίας αποκαλύπτεται, πάντως, σε όλο της το μεγαλείο, στις ελάχιστες στιγμές που η Κλόουζ απουσιάζει από την οθόνη. Kάθε στιγμή που δεν την βρίσκει παρούσα μαρτυρά ένα πλήρες σάστισμα, σε μια ταινία προδομένη από ένα σενάριο γεμάτο κοινοτοπίες και πρόχειρες λύσεις. Όλοι είχαν πιστέψει πως η ώρα της Κλόουζ είχε έρθει, σε ένα Όσκαρ επανόρθωσης για παλαιότερες αδικίες και παραλείψεις. Κι όμως, το κοντέρ έγραψε εν τέλει 0/7 με την Ολίβια Κόλμαν να κερδίζει το βαρύτιμο αγαλματίδιο για την ερμηνεία της ταινία The Favorite του Γιώργου Λάνθιμου. H αντίδραση της Γκλεν στην ανακοίνωση της νικήτριας είναι πραγματικά πέρα για πέρα ενδεικτική για το πώς ένιωσε εκείνη τη στιγμή. 

Hillbilly Elegy (2020), του Ρον Χάουαρντ

Η ταινία που προσέφερε στην Κλόουζ μια ακόμη ευκαιρία για να αγγίξει το Άγιο Δισκοπότηρο του Όσκαρ είναι -δυστυχώς- η χειρότερη από όλες τις υπόλοιπες ταινίες που την έφεραν υποψήφια, υποσκελίζοντας ακόμη και το παντελώς νερόβραστο The Wife. Φυσικά, οφείλουμε αρχικά να κάνουμε μια μικρή μνεία στο οξύμωρο -αλλά όχι ανεπανάληπτο- γεγονός της διπλής υποψηφιότητας της Κλόουζ, τόσο για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου όσο και για το αντίστοιχο Χρυσό Βατόμουρο, σε μια παραδοξότητα θαρρείς ταιριαστή με τη φετινή αμήχανη οσκαρική χρονιά. Παρεμπιπτόντως, είναι η τρίτη φορά που ένας/μία ηθοποιός βρίσκεται ταυτόχρονα υποψήφιος/α για την καλύτερη και τη χειρότερη ερμηνεία της χρονιάς.

Η πρώτη φορά ήταν το 1982, όταν ο Τζέιμς Κόκο βρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ και Βατόμουρο Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην ταινία Οnly When I Laugh του Γκλεν Τζόρνταν. Η δεύτερη φορά ήταν δύο χρόνια αργότερα, το 1984, όταν η Έιμι Έρβινγκ βρέθηκε προτεινόμενη για Όσκαρ και Βατόμουρο Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία Yentl της Μπάρμπαρα Στράιζαντ (υπενθυμίζουμε ότι η Κλόουζ ήταν κι αυτή υποψήφια για Όσκαρ την ίδια χρονιά, στην ίδια κατηγορία). Όσο για το Hillbilly Elegy, ας αρκεστούμε να αναφέρουμε ότι το πρόβλημα της ταινίας σίγουρα δεν μπορεί να περιοριστεί στην Κλόουζ, καθώς τα πάντα μοιάζουν να είναι βουτηγμένα σε ένα παραφορτωμένο μελόδραμα, δίχως ουσιαστικό κέντρο βάρους. Η ταινία καταλήγει μια αφόρητη συρραφή από στερεότυπα και κλισέ, καταπνίγοντας στην ουσία την ίδια την ιστορία που αφηγείται. Δυστυχώς, το ρόδι δεν προβλέπεται να σπάσει ούτε αυτή τη φορά…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑