Forrest Gump (1994)

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Ζεμέκις

Παίζουν: Τομ Χανκς, Σάλι Φιλντ, Ρόμπιν Ράιτ, Γκάρι Σίνιζ

Διάρκεια:

Έτος παραγωγής: 1994

Το όνομά του είναι Φόρεστ, Φόρεστ Γκαμπ. Ο δείκτης νοημοσύνης του αγγίζει το 75, νούμερο ιδιαίτερα χαμηλό ακόμη και για ένα δεκάχρονο παιδί. Γεννήθηκε σε ένα οικοτροφείο στην Αλαμπάμα, σε ένα απάνεμο καταφύγιο από το μίσος και τη μωρία που έσταζαν ολόγυρά του. Η θετή του μητέρα, που τον περιέβαλε μονάχα με ανόθευτη αγάπη, έκανε το παν για να διορθώσει τα στραβοκάνικα πόδια του (τα οποία, αφότου διορθώθηκαν, έβγαλαν φτερά) αλλά δεν αντιμετώπισε ποτέ ως ιδιάζον πρόβλημα την περιορισμένη του ευφυΐα. «Χαζός είναι αυτός που κάνει χαζά πράγματα» ήταν η μόνιμη επωδός της στο ατελείωτο bullying που προέκυπτε σχεδόν ως φυσική συνέπεια.

Ο Φόρεστ Γκαμπ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ώς τις αρχές της δεκαετίας του ’80, είδε κι έζησε από πρώτο χέρι ολόκληρη την «επίσημη» ιστορία της Αμερικής. Όχι απλώς ως θεατής, αλλά ως πρωταγωνιστής. Ο Φόρεστ έμαθε στον Έλβις πώς να λικνίζει τα πόδια και τη λεκάνη του, παρασημοφορήθηκε ως βετεράνος του Βιετνάμ, μπαινόβγαινε με διάφορες τιμητικές αφορμές στον Λευκό Οίκο, έγινε σούπερ σταρ στο πινγκ πονγκ, διέσχισε τρέχοντας ολόκληρη την Αμερική, άναψε το φυτίλι που οδήγησε στην έκρηξη του Watergate.

Το Forrest Gump (1994) χάρισε στον Τομ Χανκς το δεύτερο στη σειρά Όσκαρ, έπειτα από εκείνο που είχε παραλάβει για την ερμηνεία του στο Philadelphia, ένα χρόνο νωρίτερα, μπαίνοντας σε μια διμελή ελίτ που περιλαμβάνει μονάχα την αφεντιά του και τον Σπένσερ Τρέισι. Παράλληλα, υπήρξε και το επιστέγασμα της πορείας του Ρόμπερτ Ζεμέκις, μετά από την Back to the Future τριλογία και το Who Framed Roger Rabbit?, ο οποίος έφτιαξε μια ταινία σαν θραύσμα ονείρου, σαν παραμύθι που διηγούνται τα παιδιά στους ενήλικες και τους αφήνουν να χάσκουν με το στόμα ανοιχτό.

Το Forrest Gump κατηγορήθηκε (ήδη από την έξοδό του στις αίθουσες και όχι ως προϊόν κάποιου μεταγενέστερου αναστοχασμού) ως απλοϊκό, αφελές και υπέρμετρα συντηρητικό. Του προσάφθηκε ότι ιχνογραφεί μια εξωραϊσμένη βερσιόν της αμερικάνικης Ιστορίας των 60s και των 70s, ζωγραφίζοντας παράλληλα με μάλλον μελανά και επικριτικά χρώματα την counterculture της εποχής. Όσον αφορά το τελευταίο σκέλος, όντως η απομάγευση της εποχής της αμφισβήτησης αποπνέει μια καρτποσταλική αίσθηση, αλλά ποιος δικαιούται να περιμένει κάτι διαφορετικό από μια ταινία με τόσο σαφές και ξεκάθαρο POV.

Το Forrest Gump είναι μια φωτεινή αναμόχλευση ταραγμένων καιρών, μέσα από την οπτική ενός ανθρώπου που ζει, σκέφτεται και λειτουργεί ως κυματοθραύστης απέναντι στην υποκρισία και τους θεατρινισμούς. Όχι επειδή διαθέτει κάποιο ηθικό πλεονέκτημα, αλλά επειδή είναι απαλλαγμένος από την τυραννία της αμφιβολίας, από τη διπλωματία που επιβάλλουν οι δεύτερες σκέψεις. Ο Φόρεστ είναι ο πρίγκιπας της κυριολεξίας, που προσπερνά τις αλληγορίες και τους συμβολισμούς, γραπώνοντας μόνο αυτό που βλέπει με τα ίδια του τα μάτια και αυτό που νιώθει στην καρδιά του. Κάπως έτσι, αποκτά ένα πανίσχυρο όπλο σε κάθε εμπόδιο της ζωής: την αφοπλιστική ικανότητα να προχωρά και να κοιτά μονάχα μπροστά, τη στιγμή που ο περίγυρός του, αλλά θαρρείς κι ολόκληρος ο κόσμος, έχει βαλθεί να δαγκώνει την ουρά του και να τρώει τις σάρκες του.

Ο Φόρεστ Γκαμπ μπορεί να μην αντιλαμβάνεται τις αδρές γραμμές, τις αθέατες λεπτομέρειες και τις γκρίζες ζώνες, αλλά διακρίνει ξεκάθαρα τους βασικούς πυλώνες της ζωής ακόμη κι απ’ το φεγγάρι. Η αδιαπραγμάτευτη αφοσίωση, η ιερότητα της υπόσχεσης, η αξία της φιλίας δεν είναι λόγια του αέρα (δεν υπάρχει καν αυτή η έννοια στον κόσμο του) για τον Φόρεστ, αλλά συμβόλαια ζωής. Με αποτέλεσμα η αδυναμία του ερμηνεύσει, να αναλύσει και να τον κατανοήσει έναν πολύπλοκο κόσμο να μετατρέπεται από κουσούρι σε πλεονέκτημα.

Ο Φόρεστ έχει ναυαγήσει σε μια νησίδα χωρίς περιττές φλυαρίες και ψεύτικες κουβέντες, δεν νιώθει στριμωγμένος ή ζορισμένος γιατί στα δικά του μάτια ο ορίζοντας αρχίζει και τελειώνει σε αυτή τη νησίδα. Και κάπου εκεί αναλογίζεσαι πως ο Τομ Χανκς βρήκε τον τρόπο να δώσει παλμό, βάρος και σπονδυλική στήλη σε έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε πολύ εύκολα, σε άλλα χέρια, να εκτροχιαστεί σε καρικατούρα. Πείτε μας αφελείς ή ονειροπαρμένους, αλλά θα έχουμε πάντα ένα μικρό περίσσευμα αγάπης κρατημένο για τον Φόρεστ, Φόρεστ Γκαμπ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑