Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Λάρι Ντέιβιντ, Ιβάν Ρέιτσελ Γουντ, Πατρίτσια Κλάρκσον, Κρίστεν Τζόνστον, Εντ Μπίγκλει Τζ., Άνταμ Μπρουκς.
Διάρκεια: 92’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Κι αν σου κάτσει;”
Μία ακόμη άστοχη μετάφραση τίτλου ταινίας, στο βωμό του εύκολου συνειρμού. Προσπερνώντας λοιπόν το σλόγκαν του ΟΠΑΠ, μία τελείως ελεύθερη απόδοση που ενδεχομένως να προσεγγίζει το νόημα της ταινίας, θα περικλειόταν στη φράση «Ο καθένας όπως (ξέρει και) μπορεί», που λέει και το άσμα. Όπως μπορεί, με οποιονδήποτε τρόπο και με όσα πενιχρά μέσα διαθέτει, να ξεκλέψει κάποιες στιγμές ευτυχίας εν μέσω σκληρότητας και διαψεύσεων. Να συμφιλιωθεί με τη φευγαλέα φύση της ζωής, να αναμετρηθεί με την έλλειψη νοήματος και την τυχαιότητα των πραγμάτων. Να χαρτογραφήσει την πορεία της ύπαρξής του προτού (ξανα)βυθιστεί στην απόλυτη ανυπαρξία. Να ανακουφίσει τα μύχια άγχη και την άβυσσο της έλλειψης απώτερου νοήματος, βρίσκοντας το νόημα στην τραμπάλα ανεμελιάς και απελπισίας που χαρακτηρίζει τη ζωή.
Ο Γούντι βυθίζεται στο γνώριμό σύμπαν χαρμολύπης και αυτοσαρκασμού, οπλισμένος με διαλόγους, οι οποίοι παραπέμπουν σε αλλοτινά επίπεδα φρεσκάδας. Διόλου τυχαία, καθώς το αρχικό σενάριο είχε γραφτεί το 1977, χρονιά που ο πολυαγαπημένος συμπλεγματικός διοπτροφόρος άγγιζε το δημιουργικό του απόγειο με τον Νευρικό Εραστή. Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, ο Γούντι βγάζει το φθαρμένο χειρόγραφο από το συρτάρι και διατυπώνει για πολλοστή φορά τις λατρεμένες του φοβίες. Αφήνοντας όμως να διαφανει μία ειλικρινής και γλυκιά μελαγχολία που κατοικοεδρεύει κατά βάση στο σήμερα, έστω και με φανερές τις ρετρό πινελιές.
Μία αίσθηση θεατρικότητας είναι μονίμως παρούσα,από τα ντεκόρ και τους φωτισμούς, μέχρι την εκφορά του λόγου και τη χρήση του χώρου, ενώ η πλοκή είναι υποτυπώδης, ένα βιαστικό πρόσχημα για να στηρίξει τη βασική ιδέα. Ο Λάρι Ντέιβιντ είναι εκ των πραγμάτων το πλησιέστερο υποκατάστατο του Γούντι, έστω και σε πολύ μεγαλύτερο μέγεθος, αξιολάτρευτός μέσα στην ακατάπαυστη μιζέρια και απαισιοδοξία του. Ναι, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων είναι του ποδαριού. Ναι, το γλυκανάλατο φινάλε είναι ολίγον ενοχλητικό, αλλά ο συνδυασμός του Λάρι με ένα παλιό σενάριο του Γούντι μόνο χαμόγελο μπορεί να φέρει.