Σκηνοθεσία: Μιροσλάβ Σλαμποσπίτσκι
Παίζουν: Γκριγκόρι Φεσένκο, Γιάνα Νοβίκοβα, Ρόζα Μπαμπίυ, Αλεξάντερ Ντζιάντεβιτς
Διάρκεια: 132′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Η Φυλή”
Το The Tribe είναι τόσο δυνατό που σε αναγκάζει να χρησιμοποιήσεις τον κλισέ, πολυφορεμένο όρο «κινηματογραφική εμπειρία» για να το περιγράψεις. Είναι τόσο διαφορετικό, τόσο πρωτόλειο και άμεσο που επαναπροσδιορίζει το φιλμικό μέσο την ίδια στιγμή που το γυρνά στις απαρχές του. Μόνο που ο λόγος δεν έλειπε ποτέ απ’ το σινεμά, έστω και την εποχή του βωβού. Οι ενδιάμεσες καρτέλες αντικαθιστούσαν τον ήχο. Ήξερες τι λέγεται. Εδώ δεν υπάρχει ούτε καν αυτό. Οι κωφοί διαθέτουν γλώσσα, μια χαρά συνεννοούνται, βρίσκονται στον κόσμο τους. Εσύ, ο θεατής, είσαι που στερείσαι τον δικό σου. Γιατί χωρίς γλώσσα και λεκτικές επεξηγήσεις, είμαστε γυμνοί, ξένοι, ανέστιοι. Κοιτάμε ένα άλλο σύμπαν, και το κοιτάμε απ’ έξω.
Το ειδικό σχολείο για κωφούς στην Ουκρανία, όπου τοποθετείται το δράμα, δες το σαν σύγχρονη κόλαση. Ο κεντρικός ήρωας, ένας πιτσιρικάς που φαίνεται απ’ τη φάτσα ότι είναι καλός (εδώ καμιά λέξη δεν υποστηρίζει την χαρακτηρολογία, μόνο τα πρόσωπα και οι εκφράσεις τους μας πληροφορούν για τις ψυχές) αλλά πρέπει να ενταχθεί –δηλαδή να πράξει σύμφωνα με τους κανόνες- αν θέλει να επιβιώσει, θα μπορούσε να εκπροσωπεί τον καθένα.
Ένα φυσικό χαρακτηριστικό, ή μια έλλειψη αν θέλετε, αποφασίζει για το ποιο θα είναι το περιβάλλον μας. Αυτό που για τους κωφάλαλους είναι βιολογική τοποθέτηση, για μας είναι οικονομική, ταξική δηλαδή θέση. Από εκεί και πέρα, καλούμαστε να πράξουμε. Τι σημασία έχει αν γεννηθήκαμε καλοί ή κακοί; Ο κόσμος μας αναγκάζει να δράσουμε και το παιχνίδι είναι ήδη στημένο, πριν τον ερχομό μας.
Το φιλμ του Σλαμποσπίτσκι, αφηγείται μια ιστορία παλιά όσο κι η πρώτη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Μιλάει για το άτομο και την ομάδα, τη διαρκή ένταση μεταξύ τους, την αναπόφευκτη σύγκρουση, τον συμβιβασμό και την επανάσταση. Και τον άνθρωπο που πράττει κόντρα στη συνείδησή του, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να υποταχθεί στην εξουσία, μόνο ο έρωτας μπορεί να τον ξυπνήσει. Να τον βάλει σε περιπέτειες, να τον σπρώξει στα άκρα.
Το συναίσθημα στο The Tribe είναι αυθεντικό γιατί δεν το μικραίνουν τετριμμένες λέξεις, δεν το καθιστούν γλυκερό και εύπεπτο. Η σιωπή το μετατρέπει σε φαινόμενο της φύσης, άγριο, θυελλώδες, καταστροφικό. Κι αυτό ισχύει για όλες τις πράξεις που απεικονίζονται εδώ. Καμιά οικειότητα ακόμα και στην κοινοτοπία του Κακού. Όλα κραυγάζουν χωρίς ήχο. Κι η ένταση γίνεται ανυπόφορη.
Ένα απάνθρωπο σύστημα έχει γραπώσει τον κεντρικό ήρωα και τον αλέθει σιγά-σιγά. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, η αγάπη θα τον μετατρέψει ξανά σε άνθρωπο ελεύθερο, κύριο του εαυτού του, υπεύθυνο για τη ζωή και τον θάνατό του. Η αγάπη όχι με την χριστιανική της πλευρά, της συγχώρεσης και της ψυχικής γαλήνης. Αλλά με την ζωώδη, ενστικτική, μεγαλειώδη της όψη.
Την αρχαιοελληνική που την ταυτίζει με το «πάθος». Αυτήν που σε μετατρέπει από πρόβατο, σε λύκο. Κι ο μηχανισμός που τον έμαθε να κατασκευάζει σφυριά, θα οπλίσει το χέρι του μ’ ένα τέτοιο. Όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν ντετερμινιστικά και αυτοδίκαια. Η βία, όταν αφαιρέσεις τις λέξεις που άλλοτε την μασκαρεύουν σε πολιτισμένη «ανταλλαγή επιχειρημάτων» κι άλλοτε προσποιούνται πως ξεχνούν ότι εκείνη τις γεννάει ως υποκατάστατα, προκύπτει ως μόνη αλήθεια αυτού του κόσμου.
Η αφηγηματική επιλογή του Σλαμποσπίτσκι, να καταργήσει κάθε οδοδείκτη, κάθε γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στους ήρωές του και το κοινό που τους παρακολουθεί, ουσιαστικά σε προκαλεί να αντιμετωπίσεις το έργο σαν αρχέγονη παραβολή. Αυτή η έμφαση στο ωμό πραγματικό, τα κορμιά, τις κινήσεις, το φως, τις πράξεις και τα χρώματα, την ανεπεξέργαστη ύλη, δηλαδή, των οπτικών μας παραστάσεων, θα ‘λεγε κανείς ότι εμμένει στο προφανές για να κόψει τους δεσμούς με το σύγχρονο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.
Οι βουβές εικόνες που «ράβονται» η μία με την άλλη, σύμφωνα με μια νομοτέλεια συνειρμικού αυτοματισμού, θυμίζοντας την χαϊντεγγεριανή «άμεση παραπεμπτικότητα των εργαλείων», δεν προλαβαίνουν να «συμβολίσουν» χρονικές πολυπλοκότητες όπως μια πολιτική κατάσταση πραγμάτων: χωρίς γλώσσα και σύστημα σημείων, τα γεγονότα ριζώνουν σε ένα α-χρονικό «τώρα». Ό,τι γαντζώνεται έτσι στο χωμάτινο «νυν», κινδυνεύει να ξεχάσει, προς στιγμήν έστω, το υγρό «αεί» της ιστορικής ροής.
Δημιουργείται η αίσθηση ότι παρακολουθούμε μια αρχετυπική αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο κοινωνικοποιείται το ίδιο το ανθρώπινο ον. Το πέρασμα απ’ την φυσική ανάγκη στην οργάνωση μέσα στην συλλογικότητα που σκοπό έχει να καθησυχάσει τους τρόμους της μοναχικής, εκτός κοινωνίας, κατάστασης, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας πρώτης διαλεκτικοποίησης της συνύπαρξης. Πράγματι, ο πρωταγωνιστής, προκειμένου να στεγαστεί, να τραφεί, να εργαστεί και να ζήσει, δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο σύστημα που οι «νταήδες» έχουν, εν τω μεταξύ, διαμορφώσει ερήμην του. Αρχικά, ακόμα κι όταν διαφωνεί, οφείλει να υπακούει.
Η κλίκα (και κάθε κοινωνική οργάνωση είναι ένα είδος κλίκας), δεν θα κάνει εξαιρέσεις για χάρη του. Θέλει δεν θέλει, για να επιβιώσει πρέπει να αναλάβει ρόλο και να πάρει θέση, εντός της ομάδας. Η φροϋδική «αρχή της πραγματικότητας», επιβάλλει περιορισμούς τους οποίους θα σεβαστεί. Σαν μέλος μιας ιδιότυπης «οικογένειας», εκπαιδεύεται στην υποταγή και τη συμμόρφωση. Η ηθική του ενηλικίωση, συμπίπτει με τη στιγμή που ερωτεύεται. Ανταλλάζει την αρχή της πραγματικότητας, με την «αρχή της ηδονής» και σε ευθεία σύγκρουση με τον «Νόμο», απαλλάσσεται από τα δεσμά του. Η παραβολή ολοκληρώνεται με ψυχαναλυτικές αναφορές. Το δράμα είναι, ταυτόχρονα, προαιώνιο αλλά και σύγχρονο.
Σύγχρονο γιατί δεν γίνεται να μην αντιληφθείς, στην πορεία, ότι το The Tribe μιλάει τελικά ΚΑΙ για τη σημερινή Ουκρανία των νέο-ναζί, του εμφυλίου, της διαμάχης με τη Ρωσία, του σπαραγμού και της απόγνωσης. Με τον τρόπο της αλληγορίας, σίγουρα, αλλά και με έναν άλλο, αδυσώπητα εύληπτο: δείχνοντας. Ξεμπροστιάζοντας την παρακμή, την σκληρότητα, τη φτώχεια, το χάος, τη φαυλότητα που κανοναρχεί και προσφέρει την εξουσία σε κοινούς εγκληματίες, νταβατζήδες, θρασύδειλους τσόγλανους και οργανωμένους τραμπούκους, ενώ παρατάει τους δίκαιους στη μοίρα τους, αφοπλισμένους και μόνους απέναντι στην ανομία που γίνεται καθεστώς. Είναι γνωστό ότι υπό τέτοιες συνθήκες, το άτομο δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμπορευθεί.
Μόνο μια κατάφορη αδικία επί προσωπικού, μια τραγωδία προς ιδίαν χρήσην, μπορεί να το βγάλει απ’ τη χαύνωση της συλλογικής διαφθοράς. Ευτυχώς, μας λέει ο Σλαμποσπίτσκυ, ο Άνθρωπος, δεν είναι μόνο γλώσσα, είναι και Ένστικτο. Με την πρώτη, τον κοροϊδεύεις, τον παραπλανείς, τον πειθαναγκάζεις να παίξει σύμφωνα με τους κανόνες, το δεύτερο, όμως, ως αδάμαστη δύναμη, παντοτινή προϋπόθεση κάθε θεάρεστης εξέγερσης και θεμιτής καταστροφής (όπως έγραφε ο Παλαμάς: «Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο χτίστης»), ούτε να το ξεγελάσεις μπορείς, ούτε να το εμποδίσεις να επιβάλλει την τιμωρία, επί δικαίων και αδίκων, όταν ανάβει και κορώνει η φωτιά του.
Ως οπτικοποίηση ενστίκτων κατά κύριο λόγο, το The Tribe είναι μια ταινία ξεκάθαρα επαναστατική, εντυπωσιακά σκηνοθετημένη (τα μονοπλάνα κόβουν την ανάσα), εμμένουσα στις σημάνσεις της κι ας περιφρονεί τα λεκτικά σημεία. Και είναι, βέβαια, κι ένα έργο «δύσκολο» που, ακριβώς επειδή στερείται οικειοθελώς τον ήχο, θα μπορούσε εύκολα να καταντήσει πληκτικό για τον μέσο θεατή αλλά –κι εδώ βρίσκεται η μαγκιά του Σλαμποσπίτσκι- είναι τέτοια η ένταση που δονεί τα πλάνα του (ένταση οφειλόμενη σε μια άμεση αφηγηματική δομή με καθαρή αίσθηση του επείγοντος) που κανείς δεν προβλέπεται να κουραστεί. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των σύγχρονων ταινιών που, κάνοντας κατάχρηση των ηχητικών εφέ, πνίγουν τα πάντα σε καταρράκτες λέξεων, χαρακτήρες, καταστάσεις και συναισθήματα, εδώ το άηχο βγάζει κραυγές που αφυπνίζουν. Σαν τον «κύριο Τεστ» του Πωλ Βαλερύ, λοιπόν, σπουδάστε τη σιωπή.