The Great Gatsby

Σκηνοθεσία: Μπαζ Λούρμαν

Παίζουν: Τόμπι Μαγκουάιρ, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κάρεϊ Μάλιγκαν

Διάρκεια: 143’

Το «The Great Gatsby», το δεύτερο κατά σειρά από τα τέσσερα συνολικά μυθιστορήματα που έγραψε ο Φράνσις Σκοτ Φιτστζέραλντ, αφηγείται μία bigger than life ιστορία. Μια ιστορία όπου σκιαγραφούνται σχεδόν όλες οι συνιστώσες που κυριαρχούσαν στα από τη μέση και άνω στρώματα της νεοϋορκέζικης κοινωνίας των αρχών της δεκαετίας του ’20. Η ανεξέλεγκτη ροή του χρήματος. Η αφανής μάχη μεταξύ των νεόπλουτων και των παλιών αριστοκρατών. Η επόμενη μέρα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φρενήρεις ρυθμοί της τζαζ. Οι χρυσές δουλειές της ποτοαπαγόρευσης και οι ακατάσχετος αλκοολισμός. Τα ετοιμόρροπα θεμέλια ενός lifestyle που έτριζε και έμελλε να το καταλάβει λίγο αργότερα με το οικονομικό «κραχ» του ’29. Οι υπερβολές, η χλιδή, η επιδειξιμανία. Ο Φιτστζέραλντ τοποθετεί στο επίκεντρο της ιστορίας του ένα ρομάντζο από αυτά που συμβαίνουν κάθε ποτέ και βρίσκει την αφορμή να μιλήσει για όλα τα υπόλοιπα. Για όλες πιο σκοτεινές και αθέατες πτυχές του American dream όπως αυτό εκφραζόταν τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Για τις διαφορές, τις εντάσεις, τα πάθη και τα λάθη που οδήγησαν στην έκρηξη του καζανιού. Για την παρακμή μιας κοινωνίας που μακιγιάρεται για να μην αντικρίσει τις ρυτίδες της.

Με ένα μπάτζετ που άγγιξε τα εκατό (100) εκατομμύρια δολάρια και μία τόσο περιεκτική πρώτη ύλη, οι απαιτήσεις από τον Αυστραλό σκηνοθέτη Μπαζ Λούρμαν είναι εξαρχής υψηλές. Πέντε χρόνια μετά το παταγωδώς αποτυχημένο «Australia», ο Λούρμαν αποδεικνύει πως ένας σκηνοθέτης μπορεί πανεύκολα να πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων ένα σκασμό λεφτά αν δεν είναι σε θέση να εκμεταλλευτεί τον δωρεάν πλούτο που του προσφέρει εξ ορισμού η ίδια η τέχνη του σινεμά. Ως ένα βαθμό, είναι αναμενόμενο και κατανοητό ένας σκηνοθέτης που αρέσκεται στο στιλιζαρισμένο οπτικοακουστικό υπερθέαμα (βλέπε «Moulin Rouge») να ποντάρει στα λούσα των εικόνων του. Το πρόβλημα είναι πως ο Λούρμαν όχι μόνο αγνοεί όλα τα υπόλοιπα (που είναι στο κάτω κάτω της γραφής και τα πιο σημαντικά), αλλά και τα λούσα στα οποία τζογάρει είναι μάλλον φτηνιάρικα και όχι ιδιαίτερα καλόγουστα.

Για να πιάσουμε το νήμα (κυριολεκτικά) από την αρχή, το σχεδόν πρώτο μισό της ταινίας ρέπει προς μία παντελώς αχρείαστη φλυαρία, η οποία καταλήγει να σε κουράζει προτού καν η πλοκή μπει στο ψητό. Πώς θα γινόταν άλλωστε να μην κουραστεί κανείς από έναν αλόγιστο καταιγισμό από φρου – φρου κι αρώματα, από περιτυλίγματα και κορδέλες, από φτερά και πούπουλα; Συν τοις άλλοις, τα διάφορα οπτικά εφέ με τα οποία μας βομβαρδίζει ανελέητα ο Λούρμαν μάλλον τονίζουν τις σκηνοθετικές αδυναμίες παρά τις αμβλύνουν. Χώρια που είναι κάπως θλιβερό να στριμώχνεις στην ταινία σου κάποια τρικ μόνο και μόνο επειδή μπορεί να φαίνονται λίγο εντυπωσιακά στην 3D εκδοχή της… Όπως και να έχει, αυτό που βλέπουμε στο πανί χωλαίνει πολύ γρήγορα και αδυνατεί να εστιάσει τόσο στις λεπτομέρειες και τις συνιστώσες που αναφέραμε πιο πάνω όσο και στους χαρακτήρες.

Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο κάνει ό,τι μπορεί (αν και περίπου στη 257η φορά που λέει «old sport» έναν εκνευρισμό στον προκαλεί), αλλά ο άχαρα δομημένος ρόλος του δεν του επιτρέπει να εμβαθύνει στην πολύπλευρη περσόνα του Γκάτσμπυ. Μιας φιγούρας που δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από τον ουρανό με τα άστρα, αλλά δεν μπορεί να ευτυχήσει ούτε όταν αποκτήσει τα πάντα. Διότι θέλει τον ουρανό και τα άστρα σε συγκεκριμένη θέση, ακριβώς όπως έχει ο ίδιος οραματιστεί την εικόνα της ευτυχίας. Έστω και μία σπιθαμή δεξιά ή αριστερά, όσο καλά και να είναι, δεν παύει να είναι μία διαφορετική εικόνα. Όλα αυτά σε θεωρητικό επίπεδο φυσικά, καθώς σε όλη σχεδόν την ταινία εμείς βλέπουμε απλώς έναν ερωτοχτυπημένο κοσμοπολίτη playboy. Η Κάρεϊ Μάλιγκαν είναι αεράτη και αιθέρια αλλά δεν μας δίνεται η ευκαιρία να την εξερευνήσουμε, ενώ ο Τόμπι Μαγκουάιρ είναι συνεπέστατος στον κομβικό του ρόλο. Είναι σε όλη την ταινία άχαρος, άοσμος, άχρωμος, ανάλατος και διάφορα άλλα επίθετα με το στερητικό –α. Το ότι ο «λουρμανικός» Γκάτσμπυ, αν εξαιρέσεις 2-3 πολύ όμορφα χορογραφημένες σκηνές (και δεν εννοώ τις καθαυτές χορευτικές σκηνές που είναι από αρκετά ως πολύ βαρετές) και ένα φοβερό soundtrack, δεν είναι «υπέροχος» είναι κάτι που το περιμέναμε. Σίγουρα δεν τον περιμέναμε όμως και τόσο άνευρο και χλιαρό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑