Σκηνοθεσία: Λάρι Τσαρλς
Παίζουν: Σάσα Μπάρον Κόεν, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Άνα Φάρις
Διάρκεια: 83′
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο δικτάτορας»
Πρόκειται για μία από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις κινηματογραφικών ταινιών, όπου οι πατροπαράδοτοι νόμοι της ιεραρχίας πάνε περίπατο και ο σκηνοθέτης περνάει σε δεύτερη μοίρα. Η αλήθεια είναι πάντως πως αυτή η εξαίρεση του κανόνα αποτελεί τον ίδιο τον κανόνα σε όσες ταινίες πρωταγωνιστεί ο θεοπάλαβος και προβοκάτορας Βρετανός κωμικός, Σάσα Μπάρον Κόεν. Στην παραμελημένη καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται κι αυτή τη φορά ο Λάρι Τσαρλς, όπως και στις δύο τελευταίες ταινίες του Κόεν, «Borat» και «Brüno». Αυτή τη φορά, ο πάλαι ποτέ Ali G υποδύεται τον Ναύαρχο – Στρατηγό Αλαντίν, έναν ανισόρροπο δικτάτορα που καταπιέζει και τρομοκρατεί με άκρα επιμέλεια και τρυφερότητα την πατρίδα του, η οποία φέρει το fictional όνομα Γουαντίγια.
Ο Κόεν μάλλον πήρε πολύ στα σοβαρά την υπόθεση της προώθησης της τελευταίας ταινίας του, αφού α) αρνήθηκε ένα μικρό ρολάκι που του πρότεινε ο Κουέντιν Ταραντίνο στη νέα του ταινία «Django Unchained» γιατί θα καθυστερούσε ανεπανόρθωτα η διαδικασία του promotion, β) τον Φεβρουάριο προσήλθε στην τελετή απονομής των Όσκαρ ντυμένος με τη δικτατορική του στολή και περιέλουσε «κατά λάθος» τον διάσημο παρουσιαστή του «E!», Ράιαν Σίκρεστ, με τις υποτιθέμενες στάχτες του αποθανόντος ηγέτη της Β. Κορέας Κιμ Γιονγκ Ιλ, γ) τον Μάιο εμφανίστηκε στην υψηλότατης τηλεθέασης εκπομπή του NBC «Saturday Night Live’s Weekend Update», ντυμένος και πάλι ως δικτάτορας Αλαντίν και κουβαλώντας ως θύμα απαγωγής τον Μάρτιν Σκορσέζε (ο οποίος παρεμπιπτόντως του είχε δώσει ρόλο στην ταινία του «Hugo»).
Ο Κόεν ζει για να προκαλεί με κάθε δυνατό τρόπο και δεν περιμέναμε ξάφνου να τον πιάσουν οι ντροπές και να αλλάξει τροπάριο. Είτε μέσα από την ακατάσχετη αθυροστομία του είτε μέσα από την τραβηγμένη στα άκρα γελοιοποίηση της ίδιας του της εικόνας, ο στόχος ήταν ανέκαθεν ξεκάθαρος. Να μας κάνει να αισθανθούμε τόσο αμήχανα που να στο τέλος να γελάσουμε. Ασχέτως πάντως αν κάποιος αγαπά ή σιχαίνεται το, ενίοτε εξαιρετικά χοντροκομμένο, χιούμορ του «Μπόρατ», οφείλουμε να του αναγνωρίσουμε το εξής. Πιστεύει μέχρι κεραίας σε αυτό που κάνει, το οποίο δεν έχει αποπειραθεί να καλλωπίσει ούτε στιγμή. Δεν προσπαθεί ποτέ να μαζέψει τα ασυμμάζευτα ούτε να καμουφλάρει την κακογουστιά που κυριαρχεί στις ταινίες του. Αντιθέτως, την τραβάει και την ωθεί στα άκρα, εμβαθύνει στην προβοκάτσια του και σε όποιον αρέσει, για τους άλλους δεν θα μπορέσει.
Αυτή τη φορά, το στόρι περιστρέφεται λοιπόν γύρω από τον δικτάτορα Αλαντίν, ο οποίος καλείται να μεταβεί στη Νέα Υόρκη για να δώσει εξηγήσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας του. Τα πυρηνικά όπλα δεν υπάρχουν τελικά, αλλά θα υπήρχαν αν τυχόν ο Αλαντίν δεν είχε καταδικάσει σε θάνατο τον επικεφαλής του προγράμματος, με τη δικαιολογία ότι οι κεφαλές των πυραύλων ήταν στρογγυλεμένες και όχι μυτερές, επομένως λιγότερο τρομακτικές… Στην Νέα Υόρκη όμως, θα πέσει θύμα σκοτεινής συνωμοσίας και θα βρεθεί μόνος και αβοήθητος στους δρόμους της χαώδους μεγαλούπολης. Εκεί θα γνωρίσει μία νεοϋορκέζικου τύπου ακτιβίστρια (ξέρετε, από αυτές που τρώνε βολβούς και ρίζες, απαρνούνται το αποσμητικό και την αποτρίχωση και ντύνονται αποκλειστικά με ρούχα από φυτικές ίνες), η οποία θα του γνωρίσει τον έρωτα και μέσα από αυτόν, μετά από διάφορα σκαμπανεβάσματα, τα θέλγητρα της δημοκρατίας.
Όπως θα ήταν μάλλον αναμενόμενο, τα εμπνευσμένα κωμικά gags διαπλέκονται με στιγμές αποθεωτικής κρυάδας, δίνοντας έναν, άνισο αλλά ανεκτό, αχταρμά πολιτικής σάτιρας. Υπάρχουν στιγμές αδιάφορες στις οποίες θα αφαιρεθείτε, στιγμές κιτς στις οποίες θα αναφωνήσετε «αν είναι δυνατόν…» και στιγμές ταλαντούχας, δηκτικής και γνήσια αναρχικής, κωμικής φλέβας. Για παράδειγμα, η σκηνή της γέννας στο μαγαζί καταρρίπτει και τις τελευταίες γραμμές αισθητικής αντίστασης του θεατή, αλλά αντισταθμίζεται από αρκετές καλοδεχούμενες σκηνές, όπως ο βασανισμός από τον Τζον Σ. Ράιλι και η τρομοκράτηση των δύο φιλήσυχων νοικοκυραίων Αμερικάνων. Τέλος, ο λόγος που εκφωνεί ο Κόεν – Αλαντίν προς το τέλος ρίχνει και τις πολιτικές του μπηχτές, δικαιώνοντας ολίγον περισσότερο την ταμπέλα της πολιτικής σάτιρας. Λευτεριά στη Γουαντίγια.
Ξεκινάμε με το τρέιλερ της ταινίας:
Συνεχίζουμε με την “απαγωγή” του Μάρτιν Σκορσέζε από τον δικτάτορα Αλαντίν:
Τελειώνουμε με τον Αλαντίν να περιλούζει τον Ράιαν Σίκρεστ στην τελετή απονομής των Όσκαρ: