Reviews Songs from the Second Floor (Sånger från andra våningen)

7 Οκτωβρίου 2019 |

0

Songs from the Second Floor (Sånger från andra våningen)

Σκηνοθεσία: Ρόι Άντερσον

Παίζουν: Λαρς Νορντ, Στέφαν Λάρσον, Στεν Άντερσον

Διάρκεια: 98′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Τραγούδια από τον δεύτερο όροφο”

Για τις ταινίες ισχύει πάνω-κάτω ό,τι και για τις μεγάλες φιλοσοφίες: όσο η πραγματικότητα που λειτούργησε ως αφορμή για να υπάρξουν και να την στηλιτεύσουν παραμένει ή ίδια (ή, ακόμα χειρότερα, γίνεται όλο και πιο δυσάρεστη), η επικαιρότητά τους δε μπορεί να αμφισβητηθεί. Η διαφορά όμως με τα μεγάλα ιδεολογικά ρεύματα, βρίσκεται στο ότι η τέχνη, όταν ερμηνεύει τον κόσμο, το κάνει πολλαπλασιάζοντας τα σημεία, πληθαίνοντας τα αινίγματα. Αντί να εξηγεί ή να αναλύει, ακολουθεί τον αντίστροφο δρόμο: δημιουργεί γρίφους.

Έτσι όμως, προσφέρει μια αλήθεια κρισιμότερη. Σ’ αυτό συνίσταται η άρση του πέπλου κανονικότητας. Επιστρατεύονται με τη σειρά, το γκροτέσκο, το ανορθόδοξο, το κωμικοτραγικό, το παράλογο, για να διατυπώσουν έναν λόγο αληθινότερο του αληθινού, τιμιότερο, ειλικρινέστερο. Σ’ αυτό τον λόγο, ο κόσμος παύει να παρουσιάζεται καθησυχαστικός. Καθώς ξεφορτώνεται την επένδυση του από κοινοτοπίες (κοινοτοπίες με τις οποίες τον καλύπτει η τρέχουσα αντίληψη), αποκαλύπτεται ως το μέγα παράδοξο. Μοιάζει άλλοτε ξεκαρδιστικός κι άλλοτε φρικιαστικός.

Αυτή είναι η μέθοδος του Roy Andersson. Μια μέθοδος παραμόρφωσης. Και έχει διδαχθεί από τους καλύτερους, τους μεγάλους αινιγματικούς: Κάφκα (η σκηνή με τα παρακάλια του απολυμένου στον διάδρομο και τα κρυφοκοιτάγματα από μισάνοιχτες πόρτες, παραπέμπει ευθέως στον «Πύργο»), Μπουνιουέλ, Πίντερ, Μπλανσό, Γιοντορόφσκι,Τζόυς. Τη δική τους αμφιβολία συμμερίζεται. Εμπιστεύεται τους αισθητικούς τρόπους τους να αποδομούν το γνώριμο, το οικείο.

Η πραγματικότητα δείχνει αθώα μόνο επιφανειακά. Κάτι πολύ πιο δυσοίωνο κρύβεται στα σπλάχνα της. Οφείλουμε να το φέρουμε στην επιφάνεια. Σ’ αυτό συνίσταται το καλλιτεχνικό εγχείρημα: είναι μια ιδιότυπη ανατομία και το πτώμα που γίνεται αντικείμενο μελέτης, που ανασκαλεύει ο δημιουργός για να διαπιστώσει την αιτία θανάτου, είναι το κουφάρι της κοινωνίας.

Στο Songs From The Second Floor, τίποτα δεν θυμίζει πιστή αναπαράσταση. Όλα όμως μας μιλούν (έστω ακατάληπτα, αρχικά) για την εποχή μας. Νιώθουμε πώς μας αφορά η περιπέτεια του παχουλού, ταλαίπωρου εμποράκου, που διασχίζει ένα εφιαλτικό αστικό τοπίο (όπου κουστουμαρισμένοι γιάπηδες, αυτομαστιγώνονται στους δρόμους, καθώς πορεύονται προς τις δουλειές τους) για να επισκεφτεί τον, έγκλειστο σε ψυχιατρείο, γιο του. Η διαδρομή αυτή, γίνεται το νήμα που συνδέει μεταξύ τους, σουρεαλιστικές βινιέτες, ακίνητα κάδρα όπου μέσα  τους «ξηλώνεται», αργά και σταθερά, το υφάδι του πραγματικού.

Φιλμικοί πίνακες που μοιάζουν να προέκυψαν από τη σύμπραξη του Νταλί με τον Ιερώνυμο Μπος, και που στο εσωτερικό τους, το φυσιολογικό και το αφύσικο ανταλλάζουν χειραψίες, έλκονται και απωθούνται διαρκώς, συμπλέκονται σε μια ιδιότυπη διαλεκτική κίνηση.  Η σύγχρονη Ευρώπη, μετατρέπεται κάτω από το βλέμμα του Andersson, σε ένα στοιχειωμένο λούνα παρκ που τα σκουριασμένα παιχνίδια του, γυροφέρνουν, θλιβερά, παγιδευμένα φαντάσματα.

Μπορούμε να αναγνωρίσουμε πολλά από αυτά: τον αποτυχημένο επιχειρηματία που χρεοκόπησε γιατί η ιδέα του να πουλήσει πλαστικούς εσταυρωμένους δε στέφθηκε με την επιτυχία που περίμενε, τον ετοιμοθάνατο επιχειρηματία που αποδεικνύεται ναζιστής μπροστά στην σοκαρισμένη πολιτική και στρατιωτική ελίτ που μαζεύτηκε να τον τιμήσει, τον ταπεινό, βιοπαλαιστή νεαρό που θα ξορκίσει την απογοήτευση των διαψευσμένων ονείρων του σ’ ένα βεβιασμένο γάμο.

Το μικρό κορίτσι που σύσσωμη η μπουρζουαζία –με την ευλογία των ιερωμένων- ετοιμάζει για τον γκρεμό (αφού πρώτα το έχει «μπουκώσει» με τα απελπιστικά συμπεράσματα μιας, σιχαμερά κομφορμιστικής, παιδείας). Τα πιο τραγικά πρόσωπα όμως, είναι ο ποιητής που θεωρείται τρελός και το νεκρό αγόρι που κρέμασαν οι ναζί πριν προλάβει να συμφιλιωθεί με την αδερφή του (γι’ αυτό το,  χωρίς τελική δικαίωση, δράμα, πρέπει να δώσει λόγο ο άνθρωπος της βιοπάλης, που νομίζει ότι δεν φταίει, ξεχνώντας ότι οι όμοιοι του εξέθρεψαν τον φασισμό, με τον γνωστό, προσφιλή στους «απλούς ανθρώπους», τρόπο: κοιτώντας τη δουλειά τους, έτσι όπως το κάνουν και σήμερα).

Το σκοτεινό όραμα είναι ολοκληρωμένο. Τα μεγάλα εγκλήματα της Ευρώπης, ο Πόλεμος, η μαζική θανάτωση τόσων σωμάτων κι η υλιστική απομυθοποίηση (ο ποιητής είναι ο τελευταίος φύλακας του Μύθου, όταν ο θετικισμός μετατρέπει τον κόσμο σε ένα άθροισμα προσοδοφόρων αντικειμένων) , η θανάτωση της κουλτούρας, του πνεύματος, συναντιούνται με την καθημερινή κτηνωδία που περνάει απαρατήρητη.

Συνθέτουν το συνειδησιακό βάρος του μέσου ανθρώπου, του «αθώου» μικροαστού. Τον καταδιώκουν παντού, τον καταδικάζουν σε ένα αόρατο δικαστήριο που στήνεται παντού, στους δρόμους, τα σπίτια, τα μπαρ, τις εκκλησίες, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Όπου κι αν πάει, τον βρίσκουν. Το δικό του έγκλημα ήταν και είναι, ακόμα, το ίδιο: η ανοχή, η σιωπηρή συναίνεση.

Και κάπως έτσι, ο κόσμος μας ψυχορραγεί. Το πλήθος συρρέει στα αεροδρόμια για να τον εγκαταλείψει. Είναι πολλά τα μπαγκάζια όμως. Όλοι αυτοί οι τρομοκρατημένοι λιποτάκτες, έχουν υπερβολικά ογκώδεις αποσκευές. Η ιδιοκτησία τους κρατάει πίσω, αυτή θα γίνει ο τάφος τους. Όλα προμηνύουν την τελική καταστροφή. Έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους, δεν ξέρουν πού πηγαίνουν. Ήδη αναρωτιούνται «γιατί να δουλεύουν», ποιος χρησμός το επιβάλλει; Η αφηρημένη οικονομία γυρνάει στις τοτεμικές ρίζες της, γίνεται ακατανόητος μυστικισμός: όταν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρίας θα σηκωθούν να θαυμάσουν μια καταστροφή που συμβαίνει έξω από τα παράθυρα του ουρανοξύστη τους, μια τσιγγάνα με τη γυάλινη σφαίρα της, θα αποκαλυφθεί ανάμεσα στις τάξεις τους.

Όσο κρατούσε η σύσκεψή, δεν μπορούσαμε να τη δούμε, βρισκόταν όλη την ώρα εκεί, μαζί τους. Ίσως αυτή να μπορέσει να τους απαντήσει το βασανιστικό ερώτημα: «γιατί να δουλεύουν»; Η παραβολή είναι ξεκάθαρη: στην πυρήνα του –επιστημονικά, υποτίθεται, θεμελιωμένου- σύγχρονου, οικονομικού μοντέλου, κυριαρχούν μαγικές δοξασίες, μια αρχέγονη επιθυμία, αποκωδικοποίησης της μοίρας ή, απλούστερα, ο πιο πρωτόλειος ανιμισμός. Ο πρωτόγονος είχε την τάση να αποδίδει σε όλα τα πράγματα μια ψυχή, η φύση τού μιλούσε. Ο μοντέρνος άνθρωπος, επιστρέφει, εν είδει αταβισμού, σε μια παρόμοια μυθολογία: δίνει στο χρήμα ψυχή και χάνει τη δική του.

Ενώ η κριτική του Andersson, δεν είναι αυστηρά ταξική, τα βέλη της έχουν, κατά βάση, κοινωνικοπολιτική κατεύθυνση.  Μέσα από την παρουσίαση ενός κόσμου πραγμοποιημένου, αυτιστικού που έχει χάσει το νόημα αλλά συνεχίζει μηχανικά, έχοντας λησμονήσει τις αρχές που τον πρωτοέθεσαν σε κίνηση, οργανώνεται το μεγάλο αστείο, η σαρκοβόρα πλάκα σε βάρος ενός ακέφαλου συστήματος. Το «θηρίο» αυτό, τυφλό, κουφό και ηλίθιο, δεν διαθέτει καν τρόπο για να προστατευτεί από τον εαυτό του.

Στο απόγειο της λαιμαργίας του, κι αφού έχει ήδη θυσιάσει τον «ανθό της νιότης» του, ντετερμινιστικά θα οδηγηθεί στον αφανισμό. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η ταινία βγήκε στους κινηματογράφους το 2000, χρονολογία της εσχατολογικής μανίας του millennium όπου πολλοί προέβλεπαν το τέλος του κόσμου. Το, κατά Andersson, τέλος του κόσμου είναι ήδη εδώ. Ο κόσμος έχει τελειώσει, απλώς δεν το έχει αντιληφθεί. Συνεχίζει μηχανικά να επαναλαμβάνει τις κούφιες χειρονομίες της προηγούμενης μέρας. Ο μόνος που το έχει καταλάβει, είναι ο ποιητής, ο ποιητής που πεθαίνει.

Ίσως αυτή να είναι και  η πιο σπαρακτική αλήθεια της ταινίας. Σε ένα πολιτισμό που απαλλάχθηκε από τον θρησκευτικό φενακισμό, μόνο και μόνο για να τοποθετήσει στην κενή θέση του μια μεταφυσική ακόμα πιο αφηρημένη, αυτήν της υπεραξίας, δεν μπορεί να υπάρχει τόπος για τους ποιητές. Τίποτα άλλο παρά η έρημος της παράνοιας. Μόνο που ο  ποιητής, ακόμα κι έτσι, όντας αδύναμος, ηττημένος, άρρωστος, κατέχει το μυστικό που μπορεί να συντρίψει την ηλίθια μηχανή, να τη βραχυκυκλώσει οριστικά. «Ευλογημένοι όσοι κάθονται κάτω» θα πει, και ξεστομίζοντας αυτή την προφητεία, θα παρασύρει στην άβυσσο και τους συμβιβασμένους λογικούς, θέτοντας μια για πάντα σε αμφισβήτηση τις αξίες τους και καλώντας τους να πράξουν το ίδιο.

Ευλογημένοι, δηλαδή, όσοι αρνούνται να πράξουν, όσοι αρνούνται να μπουν στην παραγωγή σε μια κοινωνία που την έχει μετατρέψει σε αυτοσκοπό. Μορφή αντίστασης η αεργία αφού η εργασία, έστω και άνευ σκοπού, ανορθολογική, υποχρεωτική σαν σκοταδιστικό δόγμα  και στερημένη από την οποιαδήποτε δικαιολόγηση, έχει μετατραπεί στο μοναδικό ιδανικό. Ιδανικό, όμως, που κρύβει μέσα του το κυκλικό μαρτύριο, μια ανεπίγνωστη μορφή τιμωρίας, τον σύγχρονο τροχό του Ιξίωνα.

Άλλη μορφή αντίστασης, η ένδεια («ευλογημένοι όσοι πληρώνουν μ’ αυτό που δεν έχουν»), τη στιγμή που καθαγιάζεται ο πλουτισμός, η απέραντη συσσώρευση ύλης. Δεν ωφελεί να κατέχεις, πρέπει να είσαι αρκετά ελαφρύς ώστε να μπορέσεις να πετάξεις πάνω από τα σκουπίδια. Ο ποιητής δραπετεύει, έστω και αυτοκαταστρεφόμενος δια της εθελούσιας τρέλας του, από έναν κόσμο που τον έχει, έτσι κι αλλιώς, ξεφορτωθεί εδώ και καιρό, γιατί δεν έχει τι να τον κάνει. Αυτός δεν παράγει, είναι ο κατ’ εξοχήν μη-παραγωγικός κι η τέχνη του είναι ένα άχρηστο πάθος.

Ο μικροαστός, από την άλλη, θα κατασπαραχθεί νομοτελειακά από τις ενοχές –στο συγκλονιστικό τελικό πλάνο της χωματερής όπου στοιβάζονται οι άχρηστοι σταυροί-, ένα πλήθος νεκραναστημένων (είναι τα θύματα της μηχανής, όλοι εκείνοι που μετέτρεψε σε καύσιμο προκειμένου να λειτουργήσει), επελαύνουν προς το μέρος του, αργά και βασανιστικά, για να τον πνίξουν. Τον θάνατο τον καλωσορίζει, είναι ήδη αρκετά κουρασμένος για να αντισταθεί. Ένα πράγμα δεν αντέχει, την αυτοκριτική.


Γι’ αυτό και επιμένει να επικαλείται σαν άλλοθι, την μακάρια άγνοιά του. Μόνο που η άγνοια είναι επίσης έγκλημα που επισύρρει βαριά τιμωρία. Περί αυτού πρόκειται. Το Songs From The Second Floor είναι ένα αριστούργημα αυτοκριτικής, στο οποίο ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, συνειδητοποιεί τις αμαρτίες του, παλεύει με τις τύψεις και δεν ξέρει πώς να συγχωρέσει τον εαυτό του για το ότι έχει βάλει τον Ποιητή στο τρελάδικο και την παράνοια στους δρόμους. Είναι, όμως, ταυτόχρονα, και το πηγαίο, διονυσιακό γέλιο του καλλιτέχνη, που ξέρει ότι όλα αυτά είναι ένα τεράστιο, μακάβριο αστείο.

Και που θα γελάει ηχηρά μέχρι οι συνθήκες που δημιουργούν αυτό το τραγελαφικό τσίρκο, να εκλείψουν και να αρχίσουν να μοιάζουν όλα αδικαιολόγητα, μέχρι να αναρωτηθούν οι μελλοντικοί άνθρωποι για μας «πώς πίστευαν ότι θα πετύχει αυτό;» και η δική μας εποχή να φαίνεται στα μάτια τους, ακριβώς όπως φαίνεται στον Andersson: αυτοκαταστραφική, παράλογη, γελοία, αδιέξοδη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑