Σκηνοθεσία: Λαρς Φον Τρίερ
Παίζουν: Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκαντς
Διάρκεια: 155′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ”
«Για πολλά χρόνια έκανα ταινίες για καλές γυναίκες, τώρα έκανα μία για ένα σατανικό άνδρα». Αυτή ήταν μία από τις δηλώσεις του Λαρς Φον Τρίερ, όταν κλήθηκε να σχολιάσει την τελευταία του ταινία. Κι η επόμενη σκέψη είναι σχεδόν προφανής, αντανακλαστική κι αναπόφευκτη. Ο ανδρικός ήρωας στο The House that Jack Built είναι μια αντανάκλαση ειδώλου στον καθρέφτη. Ο αποκτηνωμένος loner, με τις μεγαλομανείς εμμονές και τις εκρήξεις σαδισμού.
Με τις σφήνες λογικού στοχασμού εν μέσω θυελλώδους παράνοιας, την οιστριονική λατρεία για την Τέχνη που οφείλει να σώζει, αλλά πάντοτε αποκτά τη δική της υπόσταση όχι ως σωσίβιο, αλλά ως βουτιά σε ένα ιλιγγιώδες κενό. Το παιδί με τα απορημένα μάτια, δοσμένα στη μάταιη αναζήτηση μιας καλά κρυμμένης μήτρας αγάπης, που μάλλον δεν υπήρξε ποτέ. Ο καλλιτέχνης με τη λάγνα φιλαυτία, την εγωπαθή υποτίμηση όσων τον περιβάλλουν, τη βιολογική σχεδόν ανάγκη για πρόσκληση τεχνητών σοκ, του ειλικρινούς, αλλά και παιδιάστικου, αυτομαστιγώματος, της αδυναμίας ενσυναίσθησης, αλλά και του βίαιου και θαρραλέου αυτοσαρκασμού.
Ο απελπισμένος μεσήλικας με το φορτίο ενός ταραχώδους βίου και έργου, που λειτουργούν ως ασήκωτη κληρονομιά κάλλους και ασχήμιας. Ο Τζακ που παλεύει να χτίσει το ιδανικό σπίτι, που πείθει τον εαυτό του ότι κάθε απόκλιση και κάθε εκτροχιασμός συνιστά μια πράξη ομορφιάς, δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Λαρς. Δεν είναι άλλος από τον προβοκάτορα, επιδειξιμανή, μονίμως συγχυσμένο, βουτηγμένο σε μία προσωπική κόλαση, εκκωφαντικά άνισο στο έργο του και αντιφατικό στις διακηρύξεις του (βλεπε Δόγμα ’95), αλλά συγχρόνως θεϊκά προικισμένο και αφόρητα (πρωτίστως για τον ίδιο) ταλαντούχο δημιουργό. Που είναι ιδεοληπτικά φιξαρισμένος σε ένα τέλειο «κτίσμα» που θεμελιώνεται στο μυαλό του, αλλά πάντοτε καταρρέει στον έξω κόσμο.
Η νέα ταινία του Λαρς Φον Τρίερ, εκ πρώτης όψεως, διατυμπανίζει την ταυτότητά της ως ημερολόγιο καταστρώματος ενός serial killer. Ενός ολοκληρωτικά ψυχοπαθούς σεσημασμένου δολοφόνου που έδρασε στη δεκαετία του ’70 (διόλου τυχαία η αναφορά στη δεκαετία της εκτοξευμένης εγκληματικότητας στις ΗΠΑ και της μαζικής απεικόνισης αυτού του κύματος βίας στο αμερικάνικο σινεμά) και διηγείται 12 χρόνια από την αιματοβαμμένη του ζωή σε έναν παρατεταμένα αόρατο συνομιλητή, που δρα ενίοτε ως εξομολογητής ενίοτε ως κατήγορος του Τζακ.
Πολύ σύντομα, θα υπονοηθεί, με αρκετά ξάστερο τρόπο, πως η άγνωστη φωνή ανήκει στον Ρωμαίο ποιητή Βιργίλιο, ο οποίος, στη Θεία Κωμωδία, αναλαμβάνει χρέη οδηγού του Δάντη αρχικά στα 9 επίπεδα της Κόλασης και έπειτα στο Καθαρτήριο. Κι εξίσου γρήγορα θα καταστεί οφθαλμοφανές πως ο αρχικός καμβάς των στυγερών φονικών και της σχεδόν διαβολικής φρίκης δεν είναι παρά ένα πρόσχημα.
Διότι πίσω από τις ανελέητες δολοφονίες, την απροκάλυπτα ηδονοβλεπτική απόλαυση της πεισιθάνατης αγωνίας, τα ιντερλούδια ενός αμήχανα -και λαμπρά- απενοχοποιημένου κατάμαυρου χιούμορ και τις ατελείωτες «εξωφιλμικές» (θα επανέλθουμε σε αυτό) παρεμβολές, ο Τρίερ εκκινεί ένα διάλογο σπαρακτικής αγωνίας. Μια κατάθεση ψυχής και ερέβους, που ενδύεται ταυτόχρονα με ένα μανδύα απολογητικού απολογισμού μιας ολόκληρης ζωής και (καλλιτεχνικής) διαδρομής. Ένα διάλογο με συνομιλητές τον ίδιο του τον εαυτό, που δεν διστάζει να οικτίρει, το κοινό, το οποίο σε καμία στιγμή δεν καθαγιάζει, το ίδιο το σινεμά, που στα δικά του μάτια ισοδυναμεί με την Κόλαση και τον Παράδεισο ταυτόχρονα, που καταπίνει το Είναι του και ξεβράζει το Σώμα του.
Το Fame του Ντέιβιντ Μπόουι, που επανέρχεται στην ταινία σαν απόκοσμο και μυσταγωγικό διάλειμμα και θυμίζει με τους στίχους του την Ύβρι που περπατά χεράκι χεράκι με τη φήμη και την επιτυχία. Τα ποιήματα του Γουίλιαμ Μπλέικ The Tyger και The Lamb, από τη συλλογή Songs of Innocence, που καθρεφτίζουν τη συνέργεια και την αιωνίως δίχως νικητή μάχη της αθωότητας και της κτηνωδίας. Η ανάπλαση του πίνακα του Ντελακρουά The Barque of Dante, καθοδόν προς την Κόλαση. Το Hit the Road Jack του φινάλε που ξορκίζει τα διαβολικά σκοτάδια να μείνουν μακριά.
Η θεωρία περί της εγγενούς αξίας των ερειπίων που προτάσσει ότι ένα κτίσμα οφείλει να λειτουργήσει στο πέρας του χρόνου ως μνημείο και οι μέθοδοι αποσύνθεσης των σταφυλιών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή γλυκού κρασιού, δύο φωναχτές απορίες για το αν ο θάνατος περιέχει μέσα του και την αθανασία. Τα εμβόλιμα πλάνα της βιρτουοζιτέ του πιανίστα Γκλεν Γκουλντ, ο οποίος τυραννούσε αλύπητα κάθε συνεργάτη του στον βωμό της τελειότητας των μουσικών του περφόρμανς. Όλα τα ουρανοκατέβατα και αλλοπρόσαλλα «διαλείμματα» που διακόπτουν την αφήγηση του Τζακ και θέτουν σκέψεις, στοχασμούς και ερωτήματα, ενίοτε φλύαρα κι ασύμμετρα, αλλά κατά κανόνα μεγαλοφυώς στοχευμένα, είναι ενταγμένα στο πραγματικό πλαίσιο αναφοράς.
Ένα γκροτέσκο και θλιμμένο παραλήρημα αυτολύπησης, μια αδέξια συγγνώμη, μια πλάγια διακήρυξη ντελιριακής και εθιστικής εγωπάθειας, ένα μανιφέστο κατάρρευσης που εκκινεί ολίγον αντίστροφα σε σύγκριση με τη συνήθη ρότα, και από την κόλαση του Εγώ καταλήγει σε αυτή των Άλλων, του κόσμου, της ζωής. Ένας κλαυσίγελως, σπαραξικάρδιος και πικρός, για το βάσανο της ανθρώπινης ιδιότητας, για τη διαιώνιση του απαγορευμένου κτήνους που κρύβουμε μέσα μας κι απαγορεύεται να φανερώσουμε σε κοινή θέα, για την ιερή αναγκαιότητα και την απατηλή κάθαρση της Τέχνης, για την ενοχή και για την ανύπαρκτη φύση της τελειότητας. Κι όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, με βάση τις εξωφρενικές εικόνες που θα δείτε να παρελαύνουν επί της οθόνης, κατά την ταπεινή γνώμη του υπογράφοντος, η λιγότερο χειριστική και αυθεντικότερα τρυφερή ταινία που μας έχει προσφέρει ο θεόμουρλος Δανός εδώ και αρκετά χρόνια.