Reviews Lilian

21 Δεκεμβρίου 2019 |

0

Lilian

Σκηνοθεσία: Αντρέας Χόρβατ

Παίζουν: Πατρίσια Πλάνικ 

Διάρκεια: 130′

Ποιητικό, τρομακτικό, μαγευτικό, ωμό, σιωπηλό και ίσως το καλύτερο φιλμ περιπλάνησης από την εποχή του Παρίσι Τέξας. Μια ωδή στην ελευθερία και συνάμα ένας θρήνος για τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, ένας ύμνος στο ακατάβλητο της ανθρώπινης θέλησης και ταυτόχρονα μια ελεγεία για κάθε τσακισμένη ψυχή που περιφέρεται στην (εκάστοτε) γη της επαγγελίας με μοναδικά εφόδια δυο λιωμένες σόλες και μια σακούλα γαριδάκια.

Η Λίλιαν είναι μια νεαρή Ρωσίδα μετανάστρια στη Νέα Υόρκη. Με την βίζα της να έχει λήξει προ πολλού, δίχως να γνωρίζει λέξη αγγλικά, αφού απέτυχε να βρει δουλειά μέχρι και στον χώρο του σκληρού πορνό, χωρίς χρήματα και μην έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνει, αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα της περπατώντας από την ανατολική ακτή των ΗΠΑ μέχρι την Αλάσκα και τον Βερίγγειο Πορθμό.

Βασισμένο στην αληθινή ιστορία της Λίλιαν Άλινγκ η οποία αποπειράθηκε να διανύσει την ίδια περίπου διαδρομή και με τον ίδιο σκοπό στα μέσα της δεκαετίας του 1920, το κομψοτέχνημα του ντοκυμενταρίστα Andreas Horvath (ντεμπούτο στην μυθοπλασία) είναι ένα κινηματογραφικό οδοιπορικό που ακροβατεί επιδέξια ανάμεσα σε κλασικό road movie και μια υπαρξιακή σπουδή.

Ο φακός του Αυστριακού σκηνοθέτη (ο οποίος υπογράφει και την διεύθυνση φωτογραφίας μαζί με την Sonja Aufderklamm) μετατρέπει την Αμερική, την χώρα στην οποία είμαστε περισσότερο εξοικειωμένοι με θεαματικούς όρους από οποιαδήποτε άλλη στον κόσμο, σε έναν τόπο εξωτικό, παράξενο, επικίνδυνο αλλά και γοητευτικό, μέσα από τα μάτια μιας Ευρωπαίας που την διασχίζει, κυριολεκτικά, απ’ άκρου εις άκρον χωρίς ωστόσο να αλληλεπιδρά ιδιαίτερα με τον τόπο και τους ανθρώπους του, παγερά ασυγκίνητη τόσο από το περιβάλλον όσο και απ’ την ανθρωπογεωγραφία του.

Παρόλα αυτά, δεν αφήνει παρά ελάχιστα το υποκείμενό του (την ομώνυμη ηρωίδα) εκτός κάδρου, βάζοντάς την στο επίκεντρο της ολιγόλογης, εξεζητημένης του αφήγησης όπου το πραγματικό, ο φυσικός κόσμος, μπλέκεται με το πνευματικό, την φαντασία. Η ηρωίδα δεν γνωρίζει τι ακριβώς αναζητά στην απονενοημένη, μα και θαρραλέα, περιπλάνησή της αλλά δεν παρεκκλίνει στιγμή από την αναζήτηση αυτή.

Η σκηνοθεσία του Horvath πότε την ακολουθεί κατά πόδας εστιάζοντας στις δυσκολίες και τους κινδύνους που αντιμετωπίζει με κοντινά πλάνα που επικεντρώνονται στις πληγές-παράσημα στο σώμα και την ψυχή της, και πότε την τοποθετεί στο βάθος αργόσυρτων γενικών όπου κυριολεκτικά χάνεται μέσα στα αχανή τοπία της βορειοαμερικανικής υπαίθρου και τους δαιδαλώδεις αυτοκινητοδρόμους πέριξ των μεγαλουπόλεών της.

Σαν τον τρόπο που επέλεξε να την κινηματογραφίσει στην αφετηρία του ταξιδιού: στη Νέα Υόρκη. Της οποίας οι φαραωνικοί ουρανοξύστες μοιάζουν ψεύτικοι, σαν χάρτινα κομμάτια αρχιτεκτονικής μακέτας, σε αντιπαραβολή με τα μεγαλοπρεπή αλλά και επικίνδυνα φυσικά μνημεία στις μεσοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ και στις νοτιοδυτικές περιοχές του Καναδά. Κι εδώ έχουμε το μοναδικό, ενδεχομένως, σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στο υλικό του∙ όταν η ηρωίδα παρευρίσκεται τυχαία σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας Αυτόχθονων Αμερικανών και με το αλληγορικό φινάλε στις σιβηρικές ακτές, συνοδεία του συγκινητικού μύθου των αυτόχθονων Chukchi για την προέλευση του ανθρώπου από την φάλαινα, η εικονογραφία του Horvath αποκαλύπτει τον υποβόσκοντα προβληματισμό γύρω από την σχέση μας με τον τόπο που μας φιλοξενεί. Οι εικόνες της φύσης και των ανθρώπινων κατασκευών πάνω της δεν λειτουργούν πλέον αντιστικτικά, αλλά συγκρουσιακά, ως αντιθέσεις.

Και ίσως να αποτελεί και μια απόπειρα εξήγησης των πραγματικών κινήτρων της ηρωίδας. Απογοητευμένη από τον κόσμο των ανθρώπων όπου ένιωθε απρόσδεκτη, αποσυνάγωγη, καταφεύγει στην άγρια μα φιλόξενη αγκαλιά της φύσης, βήμα το βήμα, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, μέχρι να φτάσει στο ακρότατο σημείο του παγωμένου κι έρημου Βορρά, χιλιάδες μίλια μακριά από τον πολιτισμό, για την πολυπόθητη λύτρωσή της.

Όπως οι ήρωες στο κατεξοχήν αμερικανικό κινηματογραφικό είδος, το western, που σε αναζήτηση της επίγειας Εδέμ εγκαταλείπουν τις «πολιτισμένες» τους εστίες για να εξερευνήσουν το αχαρτογράφητα εδάφη δυτικά των συνόρων και παράλληλα να βυθιστούν μέσα στο εσωτερικό τους άγνωστο∙ οι συνδετικοί συνειρμοί αναπόφευκτοι, όπως με κάθε σχεδόν απόπειρα κινηματογραφιστή/τριας από την Ευρώπη να εξερευνήσει με τέτοιο τρόπο τον πάλαι ποτέ Νέο Κόσμο.

Ο σπουδαίος Ulrich Seidl αναλαμβάνει την παραγωγή και η εικαστικός Patrycja Planik παραδίδει την συγκλονιστικότερη γυναικεία ερμηνεία της χρονιάς, αποδίδοντας αμιγώς σωματικά και υπό τρομερά αντίξοες συνθήκες έναν ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο, με ηρεμία και πείσμα, όπως απαιτείται δραματουργικά για να λειτουργήσει αυτό το φιλόδοξο τόλμημα. Το γεγονός ότι δεν είναι ηθοποιός καθιστά το όλο εγχείρημα ακόμη πιο θαυμαστό, ενώ ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει πως η Planik συνέβαλλε τα μέγιστα στην υλοποίηση της ταινίας συμπληρώνοντας το (ηθελημένα) υποτυπώδες σενάριο με πλήθος δημιουργικών προτάσεων.

Ξεχωριστή μνεία στον ήχο και το sound design (από τους Claus Benischke & Klaus Kellermann) για την μοναδική ατμόσφαιρα που προσδίδει στην ταινία. Είτε στις σκηνές που η ηρωίδα δοκιμάζεται εντονότερα και κυριαρχεί η αίσθηση του τρόμου, είτε στα σημεία εκείνα όπου η επιλογή της για το ταξίδι αυτό αποθεώνεται ως πράξη της απόλυτης ελευθερίας, με αποκορύφωμα την συμβολική σκηνή με τα πυροτεχνήματα στους εορτασμούς της 4ης Ιουλίου. Εν κατακλείδι, μια ελεγεία για την άγρια κι ακατανόητη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια κάθοδος στην άβυσσο του παραλόγου, ένα θαυμάσιο υβρίδιο ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας που σου κόβει την ανάσα δίχως εντάσεις, χαμηλόφωνα, υπαινικτικά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑