Reviews Uncut Gems

9 Φεβρουαρίου 2020 |

0

Uncut Gems

Σκηνοθεσία: Αδερφοί Σάφντι

Παίζουν: Άνταμ Σάντλερ, Κέβιν Γκαρνέτ, Τζούλια Φοξ

Διάρκεια: 135′

Ένα σκοτεινό, βίαιο παραμύθι επιβίωσης, θαρρείς βγαλμένο από την χρυσή εποχή του Νέου Χόλιγουντ της δεκαετίας του ‘70, όπου κάθε ίχνος ελπίδας και ανθρωπιάς τσακίζεται δίχως έλεος στην σκληρή πραγματικότητα. Ο Howard είναι ένας κομπιναδόρος κοσμηματοπώλης στο diamond district του Μανχάταν που προσπαθεί να πιάσει την καλή: ξεγελάει διάφορους αστέρες της show-biz με την βοήθεια του συνεργάτη του και της ερωμένης του, πουλώντας τους φανταχτερά μπιχλιμπίδια αμφιβόλου πραγματικής αξίας. Ενίοτε, προσπαθεί να κλείσει κάποια σημαντική δουλειά στην ειδικότητά του, τα πετράδια, ώστε να μπορέσει να συντηρήσει τόσο την αποξενωμένη οικογένειά του όσο και το ειδύλλιο με την Julie.

O Howard αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα: είναι εθισμένος στον τζόγο και χρωστάει. Χρωστάει πολλά. Και παραμονές της μεγαλύτερης συμφωνίας που έκλεισε ποτέ, την δημοπράτηση ενός σπανιότατου οπαλίου αμύθητης αξίας, που θα τον βγάλει μια και καλή από το οικονομικό και προσωπικό αδιέξοδο, η μαφία του χτυπάει την πόρτα για να ζητήσει τα χρωστούμενα. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν ο superstar του ΝΒΑ Kevin Garnett δανείζεται τον οπάλιο επειδή πιστεύει ότι θα του φέρει τύχη στην σειρά των προημιτελικών του πρωταθλήματος… Οι πιτσιρικάδες αδερφοί Safdie, γνήσια τέκνα της Νέας Υόρκης και της εβραϊκής της κοινότητας, κάνουν το μεγάλο βήμα από τον χώρο του ανεξάρτητου σινεμά στο προσκήνιο του Netflix και παραδίδουν μια ταινία που φέρει ήδη την σφραγίδα του κλασικού.

Γνωρίζοντας σε βάθος τόσο τον τόπο που εκτυλίσσεται η ιστορία τους όσο και την ανθρωπογεωγραφία του, υπογράφουν ένα υποδειγματικό σενάριο (μαζί με τον σταθερό συνεργάτη τους Ronald Brostein), του οποίου η δραματουργική αρτιότητα σε λίγα χρόνια θα διδάσκεται στις σχολές κινηματογράφου ανά τον κόσμο. Ο κεντρικός τους χαρακτήρας είναι ένας άνθρωπος που είναι καταδικασμένος να αποτυγχάνει όσο κι αν προσπαθεί για το αντίθετο.

Παγιδευμένος σ’ ένα αδίστακτο, κυριολεκτικά ανθρωποφαγικό περιβάλλον, υφίσταται την απόλυτη περιφρόνηση από την γυναίκα του, την πλήρη αδιαφορία από την έφηβη κόρη του, την εξαπάτηση των συναδέλφων και συνεργατών του (στην οποία καταφεύγει ενίοτε και ο ίδιος απέναντι σε μικρότερα απ’ αυτόν ψάρια σ’ αυτό το παιχνίδι), τη ζήλια για τη νεότερη και εντυπωσιακή ερωμένη του, την αδιάλειπτη καχυποψία στους λιγοστούς συντρόφους που του ‘χουν απομείνει.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ασφυξίας, ο Howard αποζητά μια ανάσα, ένα μικρό διάλειμμα από το αδιάκοπο κυνηγητό, το ρολόι να σταματήσει για μια στιγμή μονάχα να κυλάει ανάποδα. Όμως παρά τους έξυπνους κι επιδέξιους χειρισμούς του, ορμώμενους από το ειλικρινές του πάθος γι’ αυτό που κάνει και την εσωτερική του ανάγκη να πασχίσει είτε την μεγαλοπρεπή νίκη είτε την ολοκληρωτική καταστροφή, ο Howard είναι καταδικασμένος να καίει σχεδόν κάθε γέφυρα που θα τον περάσει στην αντίπερα όχθη, να πετάει στα σκουπίδια κάθε σωσίβιο που θα τον διατηρήσει στην επιφάνεια.

Το πάθος που τον κινητοποιεί να δρα είναι ταυτόχρονα και η Νέμεσίς του. Ο αληθινός του αντίπαλος δεν είναι ούτε η μαφία, ούτε το κατεστημένο του συστήματος στο οποίο πασχίζει να ανέλθει τις κλίμακες της καταξίωσης, ούτε οι σχέσεις με τους ανθρώπους του που καταρρέουν ανεξέλεγκτα, ούτε καν ο λιγοστός του χρόνος που στερεύει αδυσώπητα. Ο Howard συγκρούεται με το είδωλο που αντικρίζει στον καθρέφτη, με τον ίδιο του τον εαυτό.

Σκηνοθετικά, οι Safdie εκμεταλλεύονται στο έπακρο μια Νέα Υόρκη που δεν θυμίζει σε τίποτα την παραπλανητική, εξωραϊσμένη εικόνα που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Οι δρόμοι της είναι μια κανονική ζούγκλα, ένας τόπος σκληρός, άδικος, που τσακίζει αλύπητα όσους και όσες δεν χωρούν στο άλλοτε μεγάλο χωνευτήρι. Η Νέα Υόρκη των Safdie θυμίζει εκείνη του Needle Park του Jerry Schatzberg, του Ταξιτζή και των Κακόφημων δρόμων του Scorsese, της 25ης Ώρας και του Do the right thing του Spike Lee, του The Crowd του King Vidor∙ ακόμα και χωρίς τις κοινωνικές, φυλετικές και πολιτικές αναταράξεις άλλων εποχών, στο σύμπαν του Uncut Gems η διασημότερη μητρόπολη του κόσμου απεικονίζεται σχεδόν δυστοπικά. Με κυρίαρχο συναίσθημα τη δυσφορία που προκαλεί η αγωνία της επιβίωσης σ’ ένα πλαίσιο δίχως το παραμικρό δίχτυ προστασίας αν κάνεις το λάθος και αποτύχεις.

Δυσφορία που διαποτίζει κάθε δευτερόλεπτο της ταινίας. Στην θέση του Howard του κοσμηματοπώλη θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοσδήποτε κι οποιαδήποτε: ένας δικηγόρος, μια καλλιτέχνις, ένας χαμηλόμισθος οικογενειάρχης, μια μηχανικός, ένας δημοσιογράφος, ένας σερβιτόρος, μια υπάλληλος λιανικής, και αντί να μιλάει όλη την ώρα στο τηλέφωνο και να τρέχει από γραφείο σε γραφείο κι από μαγαζί σε μαγαζί για τις συμφωνίες και τις κομπίνες, να κάνει το ίδιο για το δάνειο, το νοίκι, τους απλήρωτους λογαριασμούς, για εκείνο το διαζύγιο ή εκείνη την άδεια που κόλλησε στην γραφειοκρατία, για να καταφέρουν να πάρουν το παιδί τους από το σχολείο πριν την επόμενη βάρδια. Παρά τις εμφανείς διαφορές στο σκηνικό και στα τεκταινόμενα, ο παραλογισμός, το άγχος, η αίσθηση ότι 24 ώρες δεν είναι αρκετές για να τακτοποιηθούν τα πάντα συντάσσονται στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς, ενός κλυδωνιζόμενου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.

Και τούτο οικοδομείται από την αρχή της αφήγησης. Ο Howard είναι τόσο ανθρώπινος, τόσο καλοφτιαγμένος χαρακτηρολογικά που, παρά τις αποτυχίες του και την ανημποριά του να τα φέρει βόλτα, μας είναι ακαταμάχητα συμπαθής, πέρα από την κατανόηση και την συμπόνια που, μοιραία, προκαλεί με το δράμα που βιώνει. Σε μια εξαίσια υποπλοκή που λειτουργεί κομβικά στην αφήγηση, ο ήρωάς μας περιμένει τα αποτελέσματα μιας κολονοσκόπησης υπό τον φόβο ότι πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου.

Σ’ ένα εντυπωσιακό πλάνο της εναρκτήριας σκηνής η κάμερα και το βλέμμα εισχωρούν στο εσωτερικό του οπάλιου. Το άκοπο αυτό πετράδι, που ενεργοποιεί την κυριότερη πλοκή της ταινίας, είναι τόσο πεντακάθαρο που σύμφωνα με τον θρύλο μπορείς να δεις μέσα του όλο το σύμπαν∙ κι αυτό ακριβώς βλέπουμε στην κατάδυση στους κρυστάλλους του, μέχρι σταδιακά να μεταφερθούμε μέσα από το μοντάζ στο εσωτερικό του εντέρου του Howard. Με το σχήμα να ολοκληρώνεται στο φινάλε της ταινίας, όπου από ένα άλλο σημείο στο κορμί του Howard ακολουθούμε την αντίστροφη διαδρομή: από το εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος καταλήγουμε στο κρυστάλλινο σύμπαν.

Μια ευφυέστατη σφήνα στο τέλος της πρώτης πράξης συνδέει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα όλες τις υποπλοκές του έργου προοικονομικά, όταν ο Kevin Garnett εξετάζει το πετράδι με τον μεγεθυντικό φακό αντικρίζει την ζωή του: παιδικά χρόνια, φτώχεια, το μπάσκετ ως διέξοδος, η γυναίκα της ζωής του, η καταξίωση στην κορυφή του ΝΒΑ, τα δεινά της φυλής του από την δουλεία στην απελευθέρωση και τους σημερινούς της αγώνες για ισότητα.

Στο καίριο αυτό ουμανιστικό σχόλιο (που επίσης ολοκληρώνεται σχηματικά λίγο πριν το τέλος) βρίσκεται και όλο το ζουμί της ταινίας∙ είτε είσαι ένας ανθρωπάκος που προσπαθεί να καταφέρει κάτι στην ζωή του είτε ένας θρύλος του παγκόσμιου αθλητισμού, στο τέλος της ημέρας αποζητάμε τα ίδια, την ευτυχία και την προσωπική αυτοπραγμάτωση, όπου και όπως μας οδηγήσουν το πάθος και τα κίνητρά μας.

Παρά τον ντετερμινιστικά απαισιόδοξο μανδύα του, το Uncut Gems διατηρεί μια αχλή νότα ελπίδας και αισιοδοξίας∙ έστω κι άθελά του, ο Howard καταφέρνει να απορροφήσει όλους τους κινδύνους ώστε να προστατεύσει εκείνους που αγαπά και νοιάζεται. Μπορεί εκείνος να χάνει τα πάντα αλλά καταφέρνει, έστω και την τελευταία στιγμή, να εξασφαλίσει εφ’ όρου την Julie και την οικογένειά του. Η θυσία του Howard (που παραπέμπει έντονα στην εβραϊκή παράδοση ως άυλο μυθολογικό φορτίο της αφήγησης λόγω της καταγωγής των δημιουργών και των χαρακτήρων τους) είναι η ύστατη προσπάθειά του, η καρποφόρηση των κόπων του: το σκοτάδι που έσφιγγε τον κλοιό γύρω του απέτυχε, τελικά. Ο ίδιος βυθίστηκε, αλλά οι άνθρωποί του επιπλέουν, σώθηκαν.

Ερμηνευτικά ο Adam Sandler αποδεικνύει πως παραμένει (όποτε κι εάν θέλει, και δυστυχώς το θέλει σπάνια) ένας εξαιρετικός ηθοποιός. Ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο με σοκαριστική άνεση και ρεαλισμό που καθηλώνει. Την παράσταση, ωστόσο, κλέβουν όλοι ανεξαιρέτως οι δεύτεροι ρόλοι, από την πρωτοεμφανιζόμενη Julia Fox και τον ερασιτέχνη Keith William Richards (αμφότεροι καθηλωτικοί) μέχρι την παρεξηγημένη voice actress Idina Menzel και τον Lakeith Steinfield (άλλη μία δυνατή ερμηνεία μετά το παραγνωρισμένο Sorry to bother you). Και φυσικά ο Kevin Garnett που υποδύεται τον εαυτό του, και μάλιστα σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται χρονολογικά παράλληλα με γεγονότα της πραγματικής του ζωής (τα playoffs του ΝΒΑ, το 2012).

Με μοναδικό, κατ’ εμέ, ψεγάδι την κατάχρηση του soundtrack ως μουσικό χαλί, το Uncut Gems είναι ένα κομψοτέχνημα που αδικείται κατάφωρα με την προβολή του μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας. Η θέση που του πρέπει είναι στο σινεμά, στη σκοτεινή αίθουσα, τόσο για την απόλαυση της θέασης καθεαυτής όσο κι επειδή μια ταινία που μιλάει για την πόλη και τους δρόμους της και τους ανθρώπους της εκεί αξίζει να προβάλλεται, δημόσια, ανοιχτά, σε μεγάλη οθόνη, στην συλλογική αυτή μυσταγωγία που μονάχα το σινεμά προσφέρει, και όχι μοναχικά, ιδιωτικά, εγκλωβισμένη σε οθόνες υπολογιστών και κινητών.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑