Reviews Dogs Don’t Wear Pants

30 Οκτωβρίου 2020 |

0

Dogs Don’t Wear Pants

Ο Juha είναι ένας πετυχημένος καρδιοχειρουργός που ζει στο Ελσίνκι του σήμερα με την έφηβη κόρη του, Elli. Πριν λίγα χρόνια έχασε τη γυναίκα του από πνιγμό στη λίμνη δίπλα στην εξοχική τους κατοικία. Έκτοτε έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για την ζωή και η καθημερινότητά του είναι μια βαρετή, καταθλιπτική ρουτίνα ανάμεσα στο νοσοκομείο και το σπίτι, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κόρης του και του μοναδικού του φίλου να τον απεγκλωβίσουν από το πένθος και το τέλμα που τον βασανίζει.

Δίχως κοινωνική ζωή, χωρίς (περιστασιακές έστω) σχέσεις, αποξενωμένος από φίλους, συναδέλφους, ακόμα και από την ίδια του την κόρη, το μοναδικό πράγμα που δίνει κάποιο νόημα στην ζωή του είναι όταν, κρυφά από την Elli, ανασύρει από την ντουλάπα τα ρούχα και το άρωμα της νεκρής συζύγου του και αυνανίζεται, καθηλωμένος σε μια φαντασίωση ότι είναι ακόμη ζωντανή.

Ένα απόγευμα συνοδεύει την Elli σ’ ένα tattoo studio για να κάνει piercing και βρίσκεται τυχαία στα υπόγεια του καταστήματος όπου η Mona, μια επαγγελματίας dominatrix, διατηρεί το μπουντρούμι της. Εκείνη, μάλλον καταλάθος, του επιτίθεται και τον ακινητοποιεί στο έδαφος στραγγαλίζοντάς τον με ένα μαστίγιο. Αρχικά τρομαγμένος ο Juha προσπαθεί να αμυνθεί, αλλά ξαφνικά νιώθει ότι με την αίσθηση του πνιγμού και του πόνου επιστρέφει νοερά στην λίμνη, όταν είχε βουτήξει για να σώσει τη γυναίκα του, κι έτσι αφήνεται στα χέρια (και το έλεος) της Mona.

Συγκλονισμένος από την πρωτόγνωρη εμπειρία αποφασίζει να την επισκεφτεί ξανά. Σύντομα γίνεται τακτικός της πελάτης: η Mona είναι η αφέντρα του κι εκείνος ο σκύλος της, και αν είναι ένα καλό και υπάκουο σκυλί στο τέλος παίρνει και την ανταμοιβή του, που δεν είναι άλλη από τον εκούσιο πνιγμό του. Με ό,τι συνέπειες μπορεί να προκαλέσει η απότομη αυτή κατάδυσή του στον σαδομαζοχισμό στην καθημερινότητά του, στις ήδη λιγοστές και προβληματικές του σχέσεις στη δουλειά και κυρίως με την κόρη του.

Στη μόλις τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία, ο Φινλανδός σκηνοθέτης J. P. Valkeapää βουτάει με το Dogs dont wear pants στα βαθιά νερά της ύπαρξης, όπως ακριβώς και οι ήρωές του, εκεί όπου τα όρια μεταξύ οδύνης και ηδονής, ασθένειας και θεραπείας, ζωής και θανάτου είναι δυσδιάκριτα και η μεγαλύτερη τρυφερότητα μπορεί να κρύβεται στην πιο βάναυση σκληρότητα*. Και τα καταφέρνει περίφημα.

Διαχειρίζεται με περισσή άνεση κι αυτοπεποίθηση ένα δύσκολο θέμα, με ένα ακόμη δυσκολότερο σχήμα που του επιβάλλει το απαιτητικό, μα και σφιχτοδεμένο δομικά κι αφηγηματικά, σενάριο της Juhana Lume: αυτό του underground χώρου του BDSM, χωρίς να λοξοδρομήσει ούτε εκατοστό από τις προθέσεις του story προς μονοπάτια που θα τραβούσαν προς μια πορνογραφικού τύπου κλειδαρότρυπα σε έναν αμφιλεγόμενο, αν όχι ολότελα παρεξηγημένο από τα κοινωνικά στερεότυπα, κόσμο.

O J. P. Valkeapää δίνει μια αναπαράσταση της BDSM κουλτούρας και πέρα από τα όρια της σεξουαλικής ικανοποίησης, ως μια διαδικασία θεραπευτική όπου ο πληγωμένος ήρωας καταφεύγει για να βρει τη γαλήνη που του στέρησε το τραυματικό γεγονός της απρόσμενης απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου• ο πόνος αποκτά ευεργετικές ιδιότητες και μετατρέπεται από μία συνθήκη δυσάρεστη σε νοσταλγική ευχαρίστηση. Και ίσως καταφέρει να επουλώσει όσα πλήγματα δεν κατάφερε ο χρόνος, ακόμα και εν αγνοία του ήρωά μας, καθώς μόνο εύκολο δεν είναι να ξεφύγεις από τον θάνατο όταν έχει σκεπάσει κάθε χιλιοστό της ύπαρξής σου .

Οι Valkeapää και Lume το επιτυγχάνουν αυτό κυρίως από την απόδοση του χαρακτήρα της Mona. Σκιαγραφούν επιμελώς την περσόνα της αφέντρας ως ένα ανθρώπινο πλάσμα που, όπως όλοι και όλες μας και φυσικά όπως και ο Juha, ψάχνει να ικανοποιήσει τις ανάγκες εκείνες που θα την κάνουν να νιώσει μια υγιής και ολοκληρωμένη ύπαρξη. Πολύ εύστοχα μαθαίνουμε από την πλοκή ότι το BDSM δεν είναι η κύρια δουλειά της, αλλά χωρίς να υπονοείται ότι συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους επιδίδεται σε αυτό (φερ’ ειπείν κάποιο τραύμα εφάμιλλο με του Juha) πέραν της σεξουαλικότητας.

Οι αυταρχικοί ρόλοι που υποδύεται για τους πελάτες της είναι μεν οργανικά κομμάτια της προσωπικότητάς της, αλλά την καθορίζουν μέχρι ενός σημείου. Όταν ο Juha παρασυρμένος από τη γοητεία του σαδομαζοχισμού αρχίσει να απαιτεί βιαιότερη μεταχείριση και ολοένα και περισσότερο πόνο, η Mona έχει τη σύνεση να βάλει ένα τέλος και να χαράξει τα όριά της, ακόμη και κόντρα στις δικές της κρυφές επιθυμίες. Η θέση της είναι αδιαπραγμάτευτα με την πλευρά της ζωής, της χαράς, της ηδονής και της ελευθερίας, όσο κι αν φλερτάρει με προσομοιώσεις της οδύνης, του φόβου, της υποταγής, του θανάτου.

Σκηνοθετικά ο Valkeapää μας υποβάλλει σε μια ατμόσφαιρα που προοδευτικά γίνεται όλο και πιο βαριά, αφόρητη, πνιγηρή, με την έξοχη χρήση του sound design, της παγερής χρωματικής παλέτας και των ασφυκτικών υποφωτισμένων πλάνων του, ώστε να ταυτιστούμε με την ίδια την ασφυξία που υφίσταται και ο Juha, τόσο εξωτερικά με το σαδομαζοχιστικό παιχνίδι όσο και εσωτερικά, στον ψυχισμό του. Αυτή η αίσθηση θα εξαφανιστεί απότομα, συγχρονισμένα με τη συνειδητοποίηση του κεντρικού μας χαρακτήρα λίγο πριν το λυτρωτικό φινάλε της ταινίας όπου όλα έχουν ξεδιαλύνει.

Το βαρύ πέπλο της αφηγηματικής ατμόσφαιρας ανασηκώνεται στιγμιαία με διάφορες κωμικές στιγμές, ως απαραίτητες ανάσες για να μην παρεκκλίνει η αφήγηση σε αμιγώς δραματικούς τόνους. Εντούτοις ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του δεν παύουν δευτερόλεπτο να αντιμετωπίζουν την αισθητική της σαδομαζοχιστικής κουλτούρας με απόλυτο σεβασμό, φροντίζοντας η χιουμοριστική αποφόρτιση να προκύπτει με δραματουργικά τεχνάσματα που δεν τη διακωμωδούν.

Απεναντίας αν κάτι διακωμωδείται είναι η σεξουαλική, και όχι μόνο, συμβατικότητα. Όπως με τη δασκάλα μουσικής της Elli, που έπειτα από δική της παρότρυνση ο Juha αποπειράται να βγει μαζί της ραντεβού. Όταν της εξομολογείται τα καινούρια του γούστα στο κρεβάτι εκείνη ξεσπά σε υστερικά γέλια και αυτογελοιοποιείται προς μεγάλη αμηχανία του Juha και κωμική τέρψη του κοινού, σ ’ένα από τα λιγοστά, μα αναγκαία, comic reliefs της ταινίας.

Υποκριτικά ο Pekka Strang υποδύεται τον πολύπλοκο χαρακτήρα του Juha με την πρέπουσα εκφραστική λιτότητα• από την καταθλιπτική κενότητα της πρώτης πράξης μέχρι την ολοκληρωτική μεταστροφή του, ο ικανότατος ηθοποιός φέρνει εις πέρας την αποστολή του με άνεση και πειστικότητα, χωρίς κινησιολογικές ή ομιλητικές υπερβολές που θα ξένιζαν μες στη συνολική αρμονία της και θα υπονόμευαν τη διαδικασία ταύτισης με το δράμα του.

Στον αντιφατικό, επομένως κι εξαιρετικά απαιτητικό, ρόλο της Mona, η Krista Kosonen δικαιολογεί απόλυτα τα βραβεία και τις υποψηφιότητες που κέρδισε ανά το φεστιβαλικό κύκλωμα για την ερμηνεία της. Εκμεταλλεύεται με αξιοσημείωτη υποκριτική αυτοπειθαρχία το δωρικό της παρουσιαστικό για να αποτυπώσει φιλμικά τόσο τη Mona στην “κανονική” της ζωή ως μια γυναίκα που αγωνίζεται καθημερινά, όσο και τη σκληρή, αυταρχική dominatrix στο μπουντρούμι, χωρίς να μιμείται κάποια καρικατούρα του ρόλου ή να παραπέμπει σε χυδαία πορνό φαντασίωση.

Μοναδικό ψεγάδι της ταινίας ο κάπως άνισος αφηγηματικός ρυθμός, καθώς γενικά συνεργεί στη βραδυφλεγή κορύφωση αλλά σε σημεία πλατειάζει και καθιστά ορισμένες σκηνές δραματουργικά υποτονικές.

Επιλογικά, το Dogs dont wear pants είναι η πιο ευχάριστη έκπληξη της φετινής βαριά πληττόμενης από την πανδημία κινηματογραφικής σεζόν, προερχόμενη μάλιστα από μια κινηματογραφία που μοιάζει καταδικασμένη να ζει στη βαριά σκιά του Άκι Καουρισμάκι. Μια ταινία που προσεγγίζει μια ασυνήθιστη ιστορία χωρίς να κρίνει ηθικολογικά, με αμέριστη κατανόηση και συγκινητική ανθρωπιά. Γιατί μόνο συγκινητική μπορεί να είναι η προσπάθεια ενός βαρύτατα πληγωμένου ανθρώπου να ορθοποδήσει, όσο ανορθόδοξη κι αν μοιάζει η διαδρομή που επιλέγει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑