Σκηνοθεσία: Ζακ Ντεμί
Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Νίνο Καστελνουόβο, Μαρκ Μισέλ, Αν Βερνόν
Διάρκεια: 91’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Οι ομπρέλες του Χερβούργου”
Στο Χερβούργο της Νορμανδίας, η βροχή θαρρρείς και πέφτει από πάντα. Οι κάτοικοι, ωστόσο, αντιστέκονται στην έμφυτη μελαγχολία που κουβαλούν μέσα τους ο μουντός ουρανός, οι στάλες και τα υγρά πλακόστρωτα. Είναι άλλωστε εξοπλισμένοι με αυτές τις πανέμορφες πολύχρωμες ομπρέλες, σύμβολα διαφυγής και προστασίας, δικλείδες αθωότητας σε έναν κόσμο τόσο περίτεχνα πλαστό που έχει υποκαταστήσει την πραγματικότητα χωρίς να ψυλλιαστεί κανείς τη διαφορά.
Ο Ζακ Ντεμί, στην τρίτη ταινία της φιλμογραφίας του, συνεχίζει να χοροπηδά από λιμάνι σε λιμάνι (πριν το ομιχλώδες Χερβούργο, μας είχε ταξιδέψει στη Ναντ της Βρετάνης με τη Λολα [1962], αλλά και στην ηλιόλουστη Νίκαια με το Λιμάνι των aγγέλων [1963]), καταλύει και μαστορεύει εκ νέου όλες τις συμβάσεις του είδους και φτιάχνει ένα από τα πιο sui generis μιούζικαλ στην ιστορία του σινεμά.
Στο Χερβούργο, λοιπόν, οι πρωταγωνιστές δεν μιλούν αλλά τραγουδούν. Τραγουδούν δίχως χορογραφία, χωρίς την ανάγκη της κατάλληλης ατμόσφαιρας, ανά πάσα στιγμή, σε όλες τις στιγμές, παντού και πάντα. Μέσα από τα τραγούδια τους, εξυμνείται ο αμόλυντος και απόλυτος έρωτας, ενώ παράλληλα ζωντανεύει η οδύνη και το σκοτάδι της εγκατάλειψης, σκιαγραφείται το μέλλον, υπονοείται το παρελθόν. Οι χαρακτήρες του Ντεμί βυθίζονται σε ένα σύμπαν όπου όλα μετράνε λίγο παραπάνω από την απόλυτη τιμή τους, με πρώτο και καλύτερο τον έρωτα.
Σε αυτό το κλειστό κύκλωμα παρεισφρέει ύπουλα και διαβρωτικά ο χρόνος, είτε με τη μορφή της απώλειας είτε ως λανθασμένος και ατυχής συγχρονισμός. Οι δύο ερωτευμένοι δεν θα συμπέσουν ποτέ, αντιθέτως μια ζωή θα τρέχουν να προλάβουν ο ένας τον άλλο. Παράλληλα με τα τραγουδιστά λόγια, η μουσικη του Μισέλ Λεγκράν συμπληρώνει τα δρώμενα, έρχεται σε αντίστιξη μαζί τους, οδηγεί τις καταστάσεις, άλλοτε καταπίνει βίαια κι άλλοτε αγκαλιάζει στοργικά τους ήρωες.
Πέρα όμως από τραγούδια, Οι Ομπρέλες του Χερβούργου είναι φτιαγμένες από ατελείωτο χρώμα. Χρώμα που πλημμυρίζει τα πλάνα, υποδηλώνει τις ραγδαίες αλλαγές, αναπαριστά τις συγκρούσεις, τις αποστάσεις, τις διαφοροποίησεις. Οι χρωματικές συμφωνίες και ασυμφωνίες λειτουργούν ως πυξίδα για το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις των χαρακτήρων, καθρεφτίζουν τις ματαιώσεις και τους ευσεβείς πόθους, τις βαθύτερες αλήθειες που κρύβονται πίσω από τα ασυναίσθητα ψέματα. Γι’ αυτό εξάλλου, όταν επέλθει το τέλος, το θλιμμένο λευκό, το χρώμα που αρνείται την ύπαρξη οποιουδήποτε άλλου χρώματος, θα κυριαρχήσει ολοκληρωτικά. Στο χιόνι, στα ρούχα, στις ταπετσαρίες, στις βιτρίνες, μα πάνω απ’ όλα στην καρδιά των ηρώων.
Στο πίσω φόντο, ένας απόηχος συμφοράς σε έναν μικρόκοσμο που δεν αντέχει μακριά από την ομορφιά, που είναι ανοχύρωτος απέναντι στην ασχήμια του έξω κόσμου. Ο πόλεμος στην Αλγερία βροντοφωνάζει μια απουσία που γίνεται παρούσα σε όλα όσα υπονοούνται και αφήνονται εκτός κάδρου και διαλόγου. Στο φινάλε, το μόνο που θα απομείνει είναι το κάτασπρο πέπλο ενός οριστικού συμβιβασμού. Ο ατελείωτος χειμώνας θα πάρει στην αγκαλιά του έναν έρωτα που ήρθε αντιμέτωπος με τη ζωή. Έναν έρωτα που εξαφανίστηκε σαν πατημασιά στο χιόνι, αλλά ἀφησε ένα μικρό χνάρι στις καρδιές των δύο ερωτευμένων.