Reviews All That Jazz

23 Σεπτεμβρίου 2018 |

0

All That Jazz

Σκηνοθεσία: Μπομπ Φόσι

Παίζουν: Ρόι Σνάιντερ, Τζέσικα Λανγκ, Αν Ράινκινγκ

Διάρκεια: 123’

Στις αρχές του 1975, ο άνθρωπος – ορχήστρα Μπομπ Φόσι είναι αναγκασμένος να διαστείλει τον χρόνο και να αποκτήσει κλώνους προκειμένου να ανταποκριθεί σε όλες του τις υποχρεώσεις. Από τη μια, το μοντάζ της ταινίας Lenny (το biopic του διάσημου κωμικού Λένι Μπρους, με τον Ντάστιν Χόφμαν) δείχνει να έχει βαλτώσει για τα καλά, με το όλο πρότζεκτ να έχει υπερβεί κατά πολύ τις ήδη ξεχειλωμένες προθεσμίες ολοκλήρωσης. Από την άλλη, η πρεμιέρα του θεατρικού μιούζικαλ Chicago στο Μπρόντγουεϊ πλησιάζει επικίνδυνα και το χρονοδιάγραμμα πηγαίνει, κι εκεί, κατά διαβόλου.

Ο Μπομπ Φόσι δεν φλέρταρε απλώς με την κατάρρευση, αλλά ισοπεδώθηκε ολοκληρωτικά, ξεχνώντας τι θα πει ύπνος, σμπαραλιάζοντας την υγεία, αλλά και τις διαπροσωπικές του σχέσεις, και περπατώντας στο χείλος του γκρεμού, όχι στις μύτες των ποδιών, αλλά με βήμα ζωηρό και μεθυσμένο. Ευτυχώς, λοιπόν, που δεν βγήκε αλώβητος από αυτές τις συμπληγάδες. Ευτυχώς που συνεθλίβη σωματικά και ψυχολογικά.

Που είδε την σκοτεινή όψη του φεγγαριού να αποτυπώνεται στους μαύρους κύκλους, στο ημίτρελο βλέμμα, στο τσακισμένο του πρόσωπο, στον βήχα που του έκοβε συνεχώς την ανάσα, στην εύθραυστη και ασθμαίνουσα καρδιά του. Γιατί διοχέτευσε όλες τις τοξίνες που έρεαν στο μυαλό και την καρδιά του εκείνη την εποχή σε μία ταινία που ανάγκασε τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ να μονολογήσει: «Δεν είμαι και βέβαιος, αλλά μάλλον είναι η ομορφότερη ταινία που έχω δει ποτέ στη ζωή μου

Καλώς ήρθατε στο φρενήρες, λαχανιασμένο, εκστατικό και αυτοκαταστροφικό σύμπαν του All That Jazz, μία κινηματογραφική αυτοβιογραφία που σέρνεται σε πατώματα, σανίδια και σεντόνια, χτυπά το κεφάλι της στον τοίχο και χαρακώνεται με ό,τι πρόχειρο αιχμηρό αντικείμενο βρει μπροστά της. Το All That Jazz φανερώνει από την πρώτη στιγμή τις βιωματικές του καταβολές. Ο τίτλος του είναι δανεισμένος από το ομότιτλο τραγούδι που ακούγεται στο μιούζικαλ Chicago, ενώ ο κεντρικός του ήρωας ονόματι Joe Gideon αγωνιά να φέρει σε πέρας το μοντάζ της ταινίας The Comedian, που αποτελεί σαφή αναφορά στην ταινία Lenny που προαναφέραμε.

Το All That Jazz έχει πολλάκις χαρακτηριστεί μία α λα Μπρόντγουεϊ μουσικό-χορευτική εκδοχή του θρυλικού του Φεντερίκο Φελίνι. Και πράγματι, διαθέτει μία βουκολική, ενίοτε ερωτική κι ενίοτε γκροτέσκα, αύρα που θυμίζει Φελίνι, όπως και μία ιλιγγιώδη καρναβαλική κινηματογράφηση που φέρνει στο νου το παιγνιώδες φελινικό ύφος, γεγονός διόλου συμπτωματικό, καθώς ο διευθυντής φωτογραφίας του All That Jazz δεν είναι άλλος από τον Τζουζέπε Ροτούνο, σταθερό και αγαπημένο συνεργάτη του Φελίνι.

Η -σχεδόν κυριολεκτική- κατάθεση ψυχής του Φόσι, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι μία ανεστραμμένη βερσιόν της ιστορίας του Πίτερ Παν, μόνο που αντί για τη χώρα του Ποτέ-Ποτέ, βρισκόμαστε στο βασίλειο του Τώρα-Τώρα. Ο Joe Gideon σιχαίνεται και λατρεύει τον εαυτό του παθολογικά, την ίδια ακριβώς στιγμή, και βυθίζεται σε μία κατάσταση σπαρακτικής διχοτόμησης ανάμεσα στο αυθόρμητο καλλιτεχνικό του πάθος και την τεχνητή ψυχαναγκαστική του τελειομανία.

Ο Φόσι διαβλέπει το τέλος να πλησιάζει (η ταινία του θα αποδειχτεί ανατριχιαστικά προφητική, μόλις οκτώ χρόνια αργότερα) και όχι απλώς το αποδέχεται, αλλά το αγκαλιάζει με ηδονή, κατανοώντας πως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει το παιδί μέσα σου είναι να σκοτώσεις το γέρικο κέλυφος που απειλεί να το κουκουλώσει. Ο Φόσι μας προσκαλεί, επί της ουσίας, στην ίδια του την κηδεία, την οποία δέχεται να επισπεύσει, αλλά μονάχα αν τηρηθούν κάποιοι αδιαπραγμάτευτοι όροι. Το τέλος είναι μεν νομοτελειακό, αλλά δεν πρόκειται να είναι τίποτα λιγότερο από ένα μεγαλειώδες γκραν φινάλε. Ο Φόσι όχι μόνο θα παραστεί στον τελευταίο ασπασμό του εαυτού του, αλλά θα τον ενδύσει με όλη τη λάμψη και τη χλιδή που (ο ίδιος νιώθει ότι) του άξιζε.

Αφενός, καμία διάθεση για ελαφρυντικά ή δικαιολογίες, αφετέρου καμία συμβιβαστική ανάγκη για μετριοπάθειες και απολογισμούς. Η γοητεία, το ταλέντο, η αλαζονεία, η αμετροέπεια, ο ακρωτηριασμός μιας ψυχής από την οποία όλοι αποζητούν ένα μερίδιο, ο απατηλός εγωισμός της αιχμαλώτισης του κάθε βλέμματος, του κάθε χειροκροτήματος, του κάθε χαμόγελου παραδοχής και υποτέλειας. Κι όλα αυτά για το μόνο εν τέλει χειροπιαστό και πολύτιμο αντάλλαγμα. Για το πελώριο και αναπόφευκτο τίποτα. Η ζωή παραείναι πολύτιμη για την αποταμιεύεις λίγη λίγη, πρέπει όχι απλώς να την ξοδεύεις, αλλά να την σπαταλάς, μοιάζει να μας λέει ο Φόσι.

Διότι ο καλλιτέχνης δεν είναι πλάσμα που κατοικοεδρεύει σε αυτό τον κόσμο, αλλά κατοικεί στα άκρα, σε ουράνια και Άδεις που κανείς που δεν μπορεί να κατανοήσει. Πώς μπορεί, εξάλλου να μοιραστεί κάποιος όλα αυτά τα λάθη και πάθη, όλο αυτό τον όλεθρο χαράς και λύπης; Κανείς δεν μπορεί να τη διηγηθεί και κανείς δεν μπορεί να την καταλάβει, εκτός από τους άμεσα εμπλεκόμενους. Όλη αυτή η τζαζ δεν είναι για κοινούς θνητούς. Ήταν, είναι και θα είναι για τύπους σαν τον Μπομπ Φόσι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑