Σκηνοθεσία: Λυκ Μπεσόν
Παίζουν: Ζαν Ρενό, Νάταλι Πόρτμαν, Γκάρι Όλντμαν
Διάρκεια: 133′
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στο La Femme Nikita (1990), ο Λυκ Μπεσόν ξεδιπλώνει την ιστορία μιας γυναίκας δολοφόνου, η οποία παλεύει να διανύσει την ανηφόρα που οδηγεί από την αποκτήνωση στον εξανθρωπισμό. Η Νικίτα, ένα κορίτσι που μεγάλωσε σαν αγρίμι σε συνθήκες ζούγκλας, έχει μετουσιώσει όλα τα βάσανά της σε απαράμιλλο φονικό ταλέντο. Σταδιακά, σαν μωρό παιδί που μπουσουλάει και βγάζει δόντια, ανακαλύπτει τα πρώτα ανθρώπινα αντανακλαστικά με τη βοήθεια του έρωτα και της αγάπης.
Στο Léon: The Professional (1994), το μοτίβο είναι και πάλι ευκρινές, αν και αυτή τη φορά έξυπνα ανεστραμμένο: η 12χρονη Ματίλντα (η Νάταλι Πόρτμαν στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο) έχει μεγαλώσει σε ένα σπιτικό σαν ανθρώπινη χωματερή και πασχίζει να ξεφορτωθεί την καλοσύνη μέσα της μήπως και επιβιώσει. Έχοντας μείνει ολομόναχη στον κόσμο και με τη ζωή της σε διαρκή κίνδυνο, αναζητεί (και βρίσκει) καταφύγιο ως μαθητευόμενη serial killer στο πλευρό ενός λακωνικού και ασουλούπωτου hitman. Ο Λεόν (ο Ζαν Ρενό, πιο γοητευτικός από ποτέ), σιαμαίος αδερφός με τη μοναξιά και τη σιωπή, θα γίνει ο προστάτης της Ματίλντα, αλλά όχι ακριβώς ο μέντοράς της. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος έχει μάλλον περισσότερα να διδαχτεί: είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά σε όλη του τη ζωή που νιώθει μια κάποια ζεστασιά και φροντίδα.
Το Léon: The Professional είναι κάθε άλλο παρά απρόσβλητο από ψεγάδια και ευκολίες στη χαρακτηρολογία, στον σεναριακό σκελετό, στο συναισθηματικό πλεόνασμα. Είναι, ωστόσο, εξοπλισμένο με το πιο ισχυρό αντίβαρο: μια σχεδόν αξιωματική τρυφερότητα και ενσυναίσθηση, παρότι ξεδιπλώνει μια ιστορία γεμάτη απιθανότητες και λογικές ασυνέχειες. Κι αυτό ακριβώς το άλμα πίστης που μας ζητά χωρίς κανέναν δισταγμό, με τόση αυτοπεποίθηση, σιγουριά και άνεση, είναι τελικά που του χαρίζει μια απλόχερη δόση γοητείας. Και το μετατρέπει σε μια από εκείνες τις πολύτιμες ταινίες που πιάνουν ακριβώς τον κατάλληλο χώρο. Ολόκληρη την καρδιά μας.
Η γοητεία του Léon επιτείνεται, φυσικά, από χίλιες δυο στιλάτες λεπτομέρειες και εμπνεύσεις. Όπως το σήμα-κατατεθέν παρουσιαστικό του Ζαν Ρενό, με τα γυαλιά, τις τιράντες, τα undersized παντελόνια και παλτό, που δημιουργεί μια ολική αποκοπή από κάθε χρονική και λογική συνέχεια. Ένας παλιομοδίτης clochard που ναυάγησε σε μια σκληρή και ξένη εποχή, οπλισμένος όχι με σφαίρες αλλά με μια αξιαγάπητη και αφοπλιστική αμηχανία. Με βλέμματα και λόγια που θαρρείς χάσκουν στο κενό, απέναντι σε κάθε εκδήλωση θαυμασμού από τη μικρή του προτεζέ.
Όπως τη μακιαβελική περσόνα του Γκάρι Όλντμαν, που ενσαρκώνει με κέφι και τόλμη ένα ανεξήγητο κακό, πλάθοντας έναν αξέχαστο villain εκεί όπου άπειροι ηθοποιοί θα είχαν φλερτάρει επικίνδυνα με την καρικατούρα. Όπως τον γλυκό φόρο τιμής στο σινεμά, ως ιερό τόπο διαφυγής από την πραγματικότητα, με το αποσβολωμένο πρόσωπο του Λεόν καθώς μαγεύεται από τα χορευτικά του Τζιν Κέλι, το υπέροχο παιχνίδι των μιμήσεων και τις συνεχείς αναφορές της Ματίλντα σε ταινίες και κινηματογραφικούς ήρωες.
Ο Λεόν και η Ματίλντα είναι δύο συγκοινωνούντα δοχεία που συγκροτούν πολλαπλά δίπολα. Ένας αυτοσχέδιος πατέρας που μαθαίνει τον νέο του ρόλο σαν να ήταν παιδί και μια ουρανοκατέβατη κόρη που έχει ενηλικιωθεί πριν την ώρα της. Δάσκαλος και μαθητής σε εναλλασσόμενους ρόλους, που υπενθυμίζουν ο ένας στον άλλο ότι κάπου εκεί έξω ίσως και να υπάρχει η αγάπη. Η Ματίλντα, σχεδόν αναπόφευκτα, εφευρίσκει και μεγαλοποιεί ένα ερωτικό σκίρτημα για τον Λεόν, συνεπαρμένη από την ευτυχία μιας νέας ζωής μακριά από τα περασμένα μαρτύρια.
Ο Λεόν, από την άλλη, νεκρωμένος από μια ατέλειωτη μοναξιά, μαγκώνεται από τρυφερή αμηχανία καθώς νιώθει ότι για πρώτη φορά κάποιος τον «πότισε» με φροντίδα. O Μπεσόν τοποθετεί την ιστορία του στη Νέα Υόρκη, υπονοώντας ότι πρόκειται για έναν τόπο παγέρης αδιαφορίας και υπόγειας βίας, όπου κανείς δεν ενδιαφέρεται για τον διπλανό του και η ανθρώπινη ζωή μετράει λίγο λιγότερο κι από το τίποτα. Στην πραγματικότητα, όμως, απαλλάσσει τους ήρωες και την ιστορία του από οποιονδήποτε γεωγραφικό, χρονολογικό ή άλλο περιορισμό. Ο Λεόν και η Ματίλντα κατοικούν σε ένα σύμπαν εξόριστων (που περισσότερο φέρνει σε Μονμάρτρη παρά σε νεοϋορκέζικη γειτονιά), το οποίο δεν συνορεύει με τον κόσμο των υπόλοιπων ανθρώπων. Οι δυο τους, φυγάδες από τις πίκρες και την ορφάνια, κρύβονται σε κοινή θέα και περπατούν ανάμεσά μας. Σαν φυτά δίχως ρίζες που άνθισαν στο τσιμέντο.